Νίκος Παναγιωτόπουλος: Ο σκηνοθέτης που ονειρευόταν τους φίλους του

Οταν κάποτε ρώτησαν τον Νίκο Παναγιωτόπουλο γιατί η ασπρόμαυρη ταινία του «Μελόδραμα» (1980) δεν έχει χρώματα, εκείνος απάντησε: «Μα έχει χρώματα. Ασπρο και μαύρο».

Νίκος Παναγιωτόπουλος: Ο σκηνοθέτης που ονειρευόταν τους φίλους του
Οταν κάποτε ρώτησαν τον Νίκο Παναγιωτόπουλο γιατί η ασπρόμαυρη ταινία του «Μελόδραμα» (1980) δεν έχει χρώματα, εκείνος απάντησε: «Μα έχει χρώματα. Ασπρο και μαύρο».
Το ευφυολόγημα ήταν μία από τις τέχνες του σκηνοθέτη που πέθανε από καρδιακό επεισόδιο την περασμένη Τρίτη. Το ένιωσα από κοντά το καλοκαίρι του 2014, στην «Κόρη του Ρέμπραντ», στην οποία συμμετείχα ως κομπάρσος. Πολλοί γνωστοί και φίλοι του ήταν εκεί, γιατί ο Παναγιωτόπουλος συνήθιζε να καλεί κόσμο στις ταινίες του. Του άρεσε να ονειρεύεται τους φίλους του.
Αυστηρός αλλά συγχρόνως αυτοσαρκαστικός, υπερόπτης αλλά έτοιμος πάντοτε να σου κλείσει το μάτι, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος από την πρώτη κιόλας ταινία του, τα «Χρώματα της ίριδας» (1975), άνοιξε για τα καλά την πόρτα του σουρεαλισμού στον ελληνικό κινηματογράφο και του έδωσε μια πρωτόγνωρη τρέλα.
Γνήσιος υπερασπιστής της αγαπημένης του σχολής, της γαλλικής Nouvelle Vague, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος την ενσωμάτωσε με τρυφερότητα και αγάπη στις δικές του ταινίες, «τόλμησε» μάλιστα να κάνει ένα ελληνικό ριμέικ της «Περιφρόνησης» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ με το «Beautiful people» στις αρχές του 2000.
Είχε σπουδάσει εξάλλου στη Γαλλία τη δεκαετία του 1960, συγκάτοικος του φίλου του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Με τρυφερότητα περιέγραφε πάντοτε ιστορίες από την εποχή· της αθωότητας.
Πρεσβευτής του μεταπολιτευτικού ΝΕΚ (Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος) στη δεκαετία του 1970, ο Παναγιωτόπουλος έκανε αποκλειστικώς κινηματογράφο. Επηρέασε νεότερους αλλά υπήρξε, τελικά, αμίμητος. Ξαναβλέποντας ταινίες του, όπως τους «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας», μια ευφυή αλληγορία για τη δικτατορία των συνταγματαρχών και το «Βαριετέ» (που πολλοί τόνιζαν στο πρώτο έψιλον), το «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» και τον «Εργένη», βλέπεις στυλ, τρελό χιούμορ, μα και αγάπη για τον άνθρωπο.
Τη μεγαλύτερη επιτυχία του τη γεύθηκε στις αρχές του νέου μιλένιουμ με το «Αυτή η νύχτα μένει», που βοηθήθηκε πολύ από τη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη.
Σε αντίθεση με τον Αγγελόπουλο, ο Παναγιωτόπουλος δεν αναγνωρίστηκε όπως του άξιζε στο εξωτερικό. Στο φεστιβάλ του Λοκάρνο οι «Τεμπέληδες» κέρδισαν τη Χρυσή Λεοπάρδαλη και το «Delivery» (2004) συναγωνίστηκε στο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βενετίας. Το βέβαιο είναι ότι δεν σταματούσε. Γύριζε σχεδόν μία ταινία τον χρόνο. «Εγώ και ο Γούντι Αλεν» έλεγε. Ακόμη και αν τα τελευταία χρόνια το κοινό απαξίωνε το έργο του.
Επαγγελματίας, θα μου πείτε. Κι αυτό διφορούμενο. «Μέσα στη λέξη ερασιτέχνης» είχε κάποτε πει (και γράψει, γιατί ο Παναγιωτόπουλος ήταν και συγγραφέας) «υπάρχουν η λέξη εραστής και η λέξη τέχνη. Μέσα στη λέξη επαγγελματίας δεν υπάρχει τίποτα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version