Είναι ένα από τα πιο παραγνωρισμένα κομμάτια των Rolling Stones και ως έναν βαθμό για αυτό ευθύνονται οι ίδιοι: δεν γράφεις ένα δηκτικό πολιτικό τραγούδι κάπου 20 χρόνια μετά το απόγειό σου ως μπάντας. Ομως στο «Highwire» ο Μικ Τζάγκερ και οι λοιποί κάνουν σε 4 λεπτά και 46 δευτερόλεπτα μια σαρκαστική ανατομία του Πολέμου του Κόλπου. Η Δύση οπλίζει εν γνώσει της ανελεύθερα καθεστώτα για να πάρει το πετρέλαιό της («Τους πουλάμε πυραύλους, τους πουλάμε τανκς / Τους χορηγούμε πίστωση, τηλεφωνήστε στην τράπεζα»), τις αναμενόμενες παραβιάσεις διεθνούς δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων ακολουθεί η ιερή αγανάκτηση και οι συγκρίσεις με τον Χίτλερ («Κάποτε και οι δικτάτορες χρειάζονται ένα χαστουκάκι / δεν έχουμε την πολυτέλεια για άλλο Μόναχο»), όλα τελειώνουν στις μάχες σε ζωντανή μετάδοση στο primetime. Τέτοιου είδους βασικά χρώματα, βέβαια, περιγράφουν σε αδρές μόνο γραμμές την αίσθηση των γεγονότων που ξεκίνησαν όταν τα στρατεύματα του Σαντάμ Χουσεΐν εισέβαλαν στο Κουβέιτ στις 2 Αυγούστου 1990 και κατέληξαν 25 χρόνια μετά να έχουν αποσταθεροποιήσει μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής. Υποδεικνύουν παρ’ όλα αυτά κάποιες σημαίνουσες διαστάσεις τους. Πριν ο Τζορτζ Μπους πατήρ διακηρύξει στις 6 Αυγούστου «αυτή η επίθεση δεν θα γίνει ανεκτή» ήταν όντως οι Ηνωμένες Πολιτείες που έστελναν τον Δεκέμβριο του 1983 τον μετέπειτα υπουργό Αμυνας του Τζορτζ Μπους υιού Ντόναλντ Ράμσφελντ να φωτογραφηθεί σφίγγοντας το χέρι του Σαντάμ, αφού προηγουμένως του είχε υποσχεθεί βοήθεια στον πόλεμο με το επικίνδυνο Ιράν των αγιατολάχ. Η δυτική διπλωματία αποσιώπησε τις γενοκτονικές επιθέσεις με χημικά όπλα του ιρακινού καθεστώτος κατά των Κούρδων προτού το κατατάξει στις επαναλήψεις του ναζιστικού φαινομένου. Και η «Καταιγίδα της Ερήμου» που ξέσπασε τον Ιανουάριο του 1991 με το CNN να απολαμβάνει πρωτοφανή τηλεθέαση μεταδίδοντας καθημερινά τις εικόνες των τροχιοδεικτικών από τον νυχτερινό ουρανό της Βαγδάτης ήταν πράγματι ο πρώτος live πόλεμος της Ιστορίας.
Ο πόλεμος
Για τις επιχειρήσεις αυτές καθαυτές δεν μπορούν να ειπωθούν και πολλά, ο Σαντάμ μπορεί να φαντασιωνόταν επικολυρικά τη «μητέρα των μαχών», όμως η ασυμμετρία των δυνάμεων ήταν εμφανής και δεδομένη. Ενας μήνας αεροπορικών βομβαρδισμών (17 Ιανουαρίου – 24 Φεβρουαρίου 1991) και τέσσερις ημέρες χερσαίας προέλασης (24-28 Φεβρουαρίου 1991) ήταν αρκετά για να προξενήσουν απώλειες 20.000-35.000 αντρών, 4.000 αρμάτων μάχης και 240 αεροπλάνων στον ιρακινό στρατό έναντι 292 νεκρών της συμμαχικής πλευράς. H συνθηκολόγηση υπογράφτηκε με συνοπτικές διαδικασίες, ο εξόριστος στο «Sheraton» του Νταχράν εμίρης Τζαμπέρ επέστρεψε στον θρόνο του Κουβέιτ.
Σημαντικότερες πτυχές της σύγκρουσης τελικά αποδείχθηκαν εκείνες που βρέθηκαν αρχικά στο περιθώριό της. Η στάση της Σοβιετικής Ενωσης, για παράδειγμα, η οποία απρόθυμη στα τελευταία της για διπλωματικές ή στρατιωτικές περιπέτειες υιοθέτησε μια συμβιβαστική στάση επιχειρώντας με τη διαμεσολάβηση του συμβούλου του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (και προσωπικού φίλου του Χουσεΐν) Γεβγκένι Πριμακόφ να επιτύχει την απόσυρση του Ιράκ από το Κουβέιτ. «Λέγαμε στον Σαντάμ, μην απατάσαι, θα υπάρξει χρήση βίας και θα είναι η πολύ σκληρή χρήση μιας πολύ ισχυρής βίας» δήλωνε στο CNN το 2001 ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Αλεξάντρ Μπεσμέρτνιχ. Μια έτερη ένδειξη ότι το πρότυπο του Ψυχρού Πολέμου ήταν παρελθόν αποτελούσε η απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να επιτρέψει τη μόνιμη στάθμευση αμερικανικών δυνάμεων στο έδαφός της. Η επιχείρηση «Ασπίδα της Ερήμου» θα προστάτευε την ευαίσθητη πετρελαϊκά περιοχή και την πάμπλουτη αραβική δυναστεία, θα κατέληγε όμως στην τροφοδοσία του τζιχαντιστικού κινήματος: ο Οσάμα μπιν Λάντεν κατήγγειλε τη μοναρχία, εξορίστηκε από τη χώρα και αφιερώθηκε στην ενδυνάμωση της Αλ-Κάιντα επικαλούμενος αργότερα την αμερικανική παρουσία στα ιερά εδάφη του μωαμεθανισμού ως βεβήλωση, κατοχή και αίτιο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Τέλος, η απόφαση της αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας να ενθαρρύνει τοπικές εξεγέρσεις με εκκλήσεις του προέδρου Μπους στις 15 Φεβρουαρίου και την 1η Μαρτίου 1991 χωρίς να σχεδιάζει καμία στρατιωτική στήριξη είχε ως αποτέλεσμα τη συντριβή τους από τον ιρακινό στρατό με τίμημα 150.000-200.000 νεκρούς και τη στερέωση του Σαντάμ στην εξουσία για 12 ακόμη χρόνια.
Η κληρονομιά
Η ζαριά της εισβολής στο Κουβέιτ προήλθε από δύο αίτια, ένα της μεσαίας, ένα της βραχείας διάρκειας. Η χάραξη των συνόρων, έργο των Βρετανών που ανέλαβαν να κηδεμονεύσουν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την περιοχή υπό την «εντολή» της προκατόχου του ΟΗΕ Κοινωνίας των Εθνών, δεν ικανοποίησε ποτέ τον βασιλιά Φεϊζάλ και τους διαδόχους του οι οποίοι κυβέρνησαν τη χώρα από το 1921. Αυτή η δυσθυμία, διπλωματικό εργαλείο πίεσης προς το Κουβέιτ, το επίδικο αντικείμενο για τους Ιρακινούς, συνδυάστηκε με το χρέος που συσσώρευσε το κράτος προς το εμιράτο και τη Σαουδική Αραβία κατά τη διάρκεια του πολέμου με το Ιράν. Από τη λήξη του και μετά, το 1988, ο Σαντάμ δεν έπαψε να πιέζει για την παραγραφή τους προκειμένου να επανεκκινήσει μια οικονομία καθηλωμένη από τις στρατιωτικές δαπάνες και να εξευμενίσει μια κοινωνία δραματικά αυξανόμενης ανεργίας εξαιτίας της αποστράτευσης. Προσθέτοντας σε αυτά τα προβλήματα τις θρησκευτικές αντιθέσεις μιας σιιτικής πλειονότητας κυβερνώμενης από μια σουνιτική μειονότητα, τις εθνοτικές διαφοροποιήσεις του κουρδικού Βορρά από τον Νότο και τις οικονομικές κυρώσεις που επέβαλε η Δύση στη δεκαετία του ’90 αντιλαμβάνεται κανείς γιατί το ασταθές μείγμα του Ιράκ προσφερόταν για αποσταθεροποίηση.
Μετά την ήττα στον Πόλεμο του Κόλπου η κατασταλτική ισχύς του Σαντάμ μέσω ενός στυγνού αστυνομικού καθεστώτος παρέμεινε αναλλοίωτη, η νομιμοποίησή του σταδιακά όμως έφθινε. Παράλληλα, διαβρώνονταν και οι όποιες ενωτικές διαθέσεις μεταξύ των κοινοτήτων. Ως αποτέλεσμα, η επίθεση της «συμμαχίας των προθύμων» του 2003 διέρρηξε οριστικά την τεχνητή ενότητα – το Ιράκ δεν είναι τυχαία σήμερα ομοσπονδιακό κράτος: καμία άλλη μορφή δεν θα ήταν αποδεκτή από Κούρδους, σιίτες και σουνίτες. Ωστόσο, για τη διεθνή βιβλιογραφία δεν είναι παράδειγμα «ομοσπονδιακού», αλλά «αποτυχημένου κράτους». Η εξέγερση της περιόδου 2005-2008 έσπειρε την αναρχία, εγκατέστησε πυρήνες τζιχαντιστών σε καίρια τμήματα της επικράτειας και έστρωσε τον δρόμο στην επικράτηση του Ισλαμικού Κράτους. Μετά την κατάληψη της Μοσούλης τον Ιούνιο του 2014 μεγάλο μέρος των δυτικών επαρχιών του Ιράκ ελέγχονται από τις δυνάμεις του χαλιφάτου, ενώ διάσπαρτες διαφιλονικούμενες περιοχές ή ισλαμικοί θύλακες υφίστανται νοτιότερα. Με ορμητήριο τα αρχικά του προγεφυρώματα εκεί το ISIS εκμεταλλεύθηκε από το 2013 τον συνεχιζόμενο εμφύλιο για να ελέγξει μέσα σε έναν χρόνο σημαντικό μέρος της Ανατολικής Συρίας.
Το 1980, όταν το Ιράκ μετρούσε μια δεκαετία με μέσο όρο ανάπτυξης 11,25% και με ΑΕΠ 3.911 δολάρια κατά κεφαλήν έδρεπε τις δάφνες της δεύτερης μεγαλύτερης πετρελαιοπαραγωγού χώρας στον κόσμο πίσω από τη Σαουδική Αραβία, είναι πια πολύ μακριά. «Το εθνοτικό καμίνι του φανατισμού που είναι σήμερα δεν έχει μέλλον» έγραφε πρόσφατα ο Λόρεν Τόμπσον στο «Forbes». Το μόνο ερώτημα για εκείνον είναι πώς και με ποιον (το σιιτικό Ιράκ στο Ιράν, η επαρχία του Ανμπαρ στο χαλιφάτο;) θα ξανακολληθούν τα σπασμένα κομμάτια του.
* Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Νοεμβρίου 2015
