Το ελληνικό λάδι κάνει πλούσιους τους… ιταλούς μεγαλέμπορους

Ο ενθουσιασμός για την εφετινή ελαιοπαραγωγή της χώρας σιγά-σιγά ξεθωριάζει. Αν και η φετινή σεζόν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς

Ο ενθουσιασμός για την εφετινή ελαιοπαραγωγή της χώρας σιγά-σιγά ξεθωριάζει. Αν και η φετινή σεζόν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, τόσο για την απόδοση όσο και για την ποιότητα της ελιάς, στο… τέλος της ημέρας το κέρδος και πάλι το καρπώνονται ιταλοί μεγαλέμποροι. Ηδη στις δημοπρασίες ελληνικού ελαιολάδου που έχουν ξεκινήσει, οι εκ δυσμών γείτονες πλειοδότησαν με τιμές που άγγιξαν στη Λακωνία ακόμη και τα 3,9 ευρώ ανά κιλό έξτρα παρθένου ελαιολάδου (τιμή παραγωγού χωρίς ΦΠΑ).
Δεν είναι τυχαίο ότι περίπου το 75% του ελληνικού ελαιολάδου που εξάγεται δεν είναι τυποποιημένο. Οι έλληνες παραγωγοί, στην πλειονότητά τους, δεν είναι οργανωμένοι, και με την τυποποίηση και μεταποίηση στα σπάργανα, το «χρυσάφι» της ελληνικής γης, το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, στην πλειονότητά του, εξακολουθεί να εξάγεται χύμα.


Δεκαετίες στασιμότητας

Για να πάρει το ελαιόλαδο προστιθέμενη αξία θα πρέπει να μπει σε… μπουκαλάκια προτού ταξιδέψει στις αγορές του εξωτερικού. Αρχικός στόχος είναι η σταθεροποίηση των εξαγωγών στους 30.000 τόνους ελαιολάδου. Ωστόσο αν και έχει γίνει πια «καραμέλα» στο στόμα παραγόντων του αγροτικού χώρου ότι η μεταποίηση προσθέτει πόντους στις διεθνείς αγορές, η κατάσταση παραμένει εδώ και δεκαετίες στάσιμη. Ούτε οι παραγωγοί οργανώνονται σε ομάδες προκειμένου να γίνουν πιο δυνατοί, αλλά ούτε το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στηρίζει σταθερά την παραγωγή ελαιολάδου, παρά μόνο με αποσπασματικές ενέργειες και καμπάνιες προώθησης. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας μεγάλος αριθμός ετικετών τυποποιημένου ελαιολάδου που προορίζεται για τις αγορές του εξωτερικού –σύμφωνα με μελέτη που είχε παρουσιαστεί το περασμένο καλοκαίρι στο συνέδριο Food For Success -, «εξαφανίζεται» από τα ράφια έπειτα από 14 μήνες.
Κατά τη φετινή ελαιοκομική περίοδο (2014-2015) οι ποσότητες του ελαιολάδου, όπως εκτιμούν οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου, μπορεί να φτάσουν τους 300.000 τόνους, σημαντικά αυξημένες σε σύγκριση με πέρυσι, οπότε δεν ξεπέρασαν τους 135.000 τόνους (μια από τις χειρότερες χρονιές των τελευταίων 50 ετών).
Κακή χρονιά για Ισπανία και Ιταλία


Παρά τη μεγάλη παραγωγή, οι τιμές διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα, καθώς οι μεγάλοι «ανταγωνιστές» μας έχουν πληγεί σοβαρά. Εκτιμάται ότι η κορυφαία ελαιοπαραγωγός χώρα, η Ισπανία, θα καταγράψει φέτος σημαντικές απώλειες, με την παραγωγή της να διαμορφώνεται περίπου στους 800.000 τόνους (από 1.800.000 τόνους πέρυσι). Η Ιταλία, αν και επισήμως δηλώνει ότι η παραγωγή της θα κυμανθεί, όπως συνήθως, στους 400.000 – 500.000 τόνους, παράγοντες του αγροτικού χώρου της χώρας αναφέρουν στον ιταλικό Τύπο ότι με δυσκολία θα φτάσει τους 200.000 τόνους. Οσο για την παραγωγή της Συρίας, εξαιτίας του πολέμου, δεν αναμένεται να ξεπεράσει τους 50.000 τόνους, από 200.000 που κατά μέσο όρο παρήγαγε τα τελευταία χρόνια.
«Το γεγονός ότι η μείωση της παραγωγής ελαιολάδου σε άλλες μεσογειακές χώρες δημιουργεί έλλειμμα προσφοράς και εξ αυτού καλύτερες τιμές για τον έλληνα ελαιοπαραγωγό είναι πολύ θετικό γεγονός μέσα στην κρίση, δεν παύει όμως να είναι συγκυριακό» επισημαίνει στο «Βήμα» ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Μόσχος Κορασίδης. Οπως τονίζει ο ίδιος, το ότι οι μεγάλοι διακινητές τυποποιημένου ελαιολάδου από άλλες χώρες καταφθάνουν πάλι στη χώρα μας αγοράζοντας χύμα σημαντικές ποσότητες δείχνει ότι «έχουμε ακόμη να διανύσουμε αρκετό δρόμο μέχρι να αξιοποιήσουμε πλήρως τα υπέρτερα ποιοτικά και οργανοληπτικά πλεονεκτήματά του».
Σύμφωνα με τον κ. Κορασίδη, τρεις είναι οι στόχοι πολιτικής για το ελαιόλαδο. «Καταρχάς, η βελτίωση μέσα από σχήματα συνεργασίας της παραγωγής εστιάζοντας στη μείωση του κόστους, στην καλύτερη προστασία από τον δάκο και στην προστασία του περιβάλλοντος ώστε να έχουμε εξαιρετική πρώτη ύλη. Δεύτερον, η βελτίωση των διαδικασιών μεταποίησης (ψυχρή έκθλιψη) και τυποποίησης ελιάς και ελαιολάδου, με έμφαση στην ενσωμάτωση καινοτομιών. Και τέλος η δυναμική εστίαση σε αγορές στόχους, όπου οι καταναλωτές ήδη γνωρίζουν ή αναζητούν τυποποιημένο ποιοτικό ελληνικό ελαιόλαδο αλλά δεν το βρίσκουν σε ικανές ποσότητες, όπως συμβαίνει με τα αντίστοιχα ιταλικά ή ισπανικά» υπογραμμίζει ο γενικός γραμματέας.
Ηδη τα πρώτα συμβόλαια στη χώρα μας, τα οποία έχουν κλειστεί κυρίως από ιταλούς εμπόρους, σε πολύ καλές τιμές για τους έλληνες παραγωγούς, κινούνται σε υψηλά επίπεδα, με ανώτερη, μέχρι στιγμής, τα 3,9 ευρώ ανά κιλό έξτρα παρθένου ελαιολάδου στη Λακωνία.
Γενικότερα, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Αγοράς Ελαιολάδου του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης (ΣΕΔΗΚ), στα 3 ευρώ το κιλό πουλήθηκε το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο σε δημοπρασίες σε Χανιά, Κολυμβάρι και Μεσσηνία, 2,90 ευρώ στη Ζάκυνθο, 2,80 ευρώ στο Τυμπάκι κ.λπ.
Συγκρατημένη αισιοδοξία


Ωστόσο, το Παρατηρητήριο συνιστά τους παραγωγούς να είναι συγκρατημένοι. «Οι εξελίξεις είναι ευχάριστες για τους παραγωγούς, αλλά δεν πρέπει να οδηγήσουν σε υπεραισιοδοξία, διότι η αγορά έχει και απρόβλεπτους παράγοντες. Κάνεις δεν ξέρει ποια θα είναι η γενική συμπεριφορά των παραγωγών, όταν σε λίγο θα αυξηθούν οι ποσότητες που παράγονται, ενώ πολλοί από αυτούς αντιμετωπίζουν πιεστικές ανάγκες λόγω της κρίσης» αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, στην οποία επισημαίνεται άλλος ένας υπαρκτός κίνδυνος: «Να υπάρξει τάση αύξησης των φαινομένων νοθείας και απάτης». Ηδη προ ημερών ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) εντόπισε δύο προϊόντα τα οποία πωλούνταν ως εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, αλλά δεν ήταν παρά σπορέλαια τα οποία είχαν τεχνητά χρωματιστεί.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ), κ. Γιώργο Οικονόμου, εφέτος είναι μια καλή χρονιά, γεγονός που, όπως υποστηρίζει, «ανοίγει κάποιες προοπτικές για να διεκδικήσουμε μερίδια αγοράς στο εξωτερικό και να επανατοποθετηθούμε σε κάποιες αγορές μετά το περυσινό πρόβλημα. Πέρυσι δεν μπορούσαμε να ανταγωνιστούμε την Ισπανία ή την Ιταλία».
Οσον αφορά τις αυξημένες φετινές τιμές παραγωγού, ο κ. Οικονόμου επισημαίνει ότι ακόμη είναι νωρίς. «Το ότι σε κάποιες περιοχές οι τιμές εκτοξεύτηκαν, δεν σημαίνει ότι το ίδιο θα συμβεί σε όλη τη χώρα. Σε ορισμένες περιοχές η τιμή παραγωγού βρίσκεται στα 2,8 – 2,9 ευρώ. Μια τιμή γύρω στα 3 ευρώ είναι μια δίκαιη τιμή τόσο για τον παραγωγό όσο και για τις εταιρείες και τον καταναλωτή, ώστε το τελικό προϊόν να φτάσει στο ράφι περίπου στα 4,5 ευρώ» τονίζει ο κ. Οικονόμου.
Η τελική εικόνα για τη μέση τιμή παραγωγού, σύμφωνα με τον πρώην γενικό γραμματέα της Πανελλήνιας Ενωσης Νέων Αγροτών, ελαιοπαραγωγό από τη Λακωνία κ. Λεωνίδα Πολυμενάκο, θα διαμορφωθεί τον Ιανουάριο. «Τώρα είναι αρχή της σεζόν και μέρα με τη μέρα οι τιμές διαμορφώνονται ακόμη προς τα πάνω. Μπορεί στη Λακωνία η τιμή παραγωγού να προσέγγισε τα 4 ευρώ ανά κιλό, ωστόσο αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό διότι παραδοσιακά το ελαιόλαδο σε αυτή την περιοχή πιάνει τις υψηλότερες τιμές πανελλαδικά».
Χρονιά εξαιρετική σε ποιότητα


Η ποιότητα και οι αποδόσεις του ελαιοκάρπου είναι εξαιρετικές σε πολλές περιοχές της χώρας, όπως καταδεικνύουν τα πρώτα στοιχεία από τα ελαιουργεία της χώρας. Στην Κρήτη η φετινή χρονιά είναι πολύ καλή, αν και όχι από τις πιο παραγωγικές. Εκτιμάται ότι φέτος η μεγαλόνησος θα φτάσει περίπου τους 80.000 – 90.000 τόνους, ενώ κατά μέσο όρο παράγει περίπου 100.000 τόνους.
Υπάρχουν όμως περιοχές της Ηλίας, της Αχαΐας, της Βόρειας Λακωνίας, της Λαμίας, της Εύβοιας κ.ά. όπου η φετινή παραγωγή δεν είναι καλή, κυρίως λόγω καιρού. Σύμφωνα με τον βιοκαλλιεργητή, ιδιοκτήτη της εταιρείας Biokladi, κ. Δημήτριο Κλαμπάνο, ο οποίος καλλιεργεί 150 στρέμματα ελαιόδεντρων στην περιοχή της Κυλλήνης, η παραγωγή στα κτήματά του είναι μειωμένη κατά περίπου 9%. «Οι καιρικές συνθήκες δεν ευνόησαν την περιοχή μας. Οι πολλές βροχές τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο επηρέασαν την ποσότητα και την ποιότητα του ελαιολάδου» σημειώνει.

Παραγωγή με καινοτομία και ποιότητα
Ο ιδιοκτήτης της εταιρείας Biokladi κ. Κλαμπάνος έχει φροντίσει εδώ και καιρό να μειώσει το κόστος παραγωγής ώστε να ελαχιστοποιήσει τις συνέπειες μιας κακής χρονιάς.
Εχει δημιουργήσει μια δυναμική επιχειρηματική δραστηριότητα με πολλές καινοτομίες. Είναι ο πρώτος ελαιοπαραγωγός στην Ελλάδα που έχει εφαρμόσει σύστημα γραμμικής καλλιέργειας επενδύοντας σε ένα ειδικό μηχάνημα το οποίο συλλέγει τον καρπό της ελιάς χωρίς να τον τραυματίσει σε μικρό χρονικό διάστημα, χωρίς εργάτες.

«Μαζεύω σε μία μόνο ημέρα 30 τόνους ελαιοκάρπου. Το μηχάνημα μπορεί να μαζέψει τις ελιές από 4-5 στρέμματα σε μία ώρα. Αν δεν είχα εφαρμόσει τη γραμμική παραγωγή, θα χρειαζόμουν ενάμιση μήνα με τη βοήθεια τουλάχιστον 20 εργατών. Πέρα από τη μείωση του κόστους παραγωγής, κερδίζω και στην ποιότητα διότι μέσα σε λίγες ώρες από τη συλλογή οι ελιές φτάνουν φρέσκιες στο λιοτρίβι»
επισημαίνει ο βιοκαλλιεργητής.
Την ίδια στιγμή μια οικογενειακή επιχείρηση, οι Βιολογικοί Ελαιώνες Σακελλαροπούλου, κατάφερε να κατακτήσει τα «ράφια» σε 11 χώρες. Η προσπάθεια για την επίτευξη μιας υψηλής ποιότητας, σε συνδυασμό με την καινοτομία, εξελίσσεται καθημερινά. Τα τελευταία χρόνια στην επιχείρηση έχει μπει δυναμικά η δεύτερη γενιά, ο κ. Νίκος Σακελλαρόπουλος, ο οποίος συνεχίζει μαζί με τον πατέρα του να εξελίσσει τα προϊόντα της ελιάς.
Η παραγωγή είναι κάθετη. «Καλλιεργούμε, τυποποιούμε και επεξεργαζόμαστε μόνο δικά μας προϊόντα, όλα βιολογικά. Οπότε δεν μας επηρεάζουν οι αυξημένες τιμές που καταγράφονται εφέτος στις δημοπρασίες. Παράλληλα, με την κάθετη παραγωγή μπορούμε να ελέγχουμε την ποιότητα και έτσι γινόμαστε πιο ανταγωνιστικοί. Εχουμε βραβευθεί και έχουμε διακριθεί σε πολλούς διεθνείς διαγωνισμούς, οι οποίοι αποτελούν και ένα εργαλείο για την προώθηση των προϊόντων. Προσπαθούμε με κάθε τρόπο να δώσουμε επιπλέον προστιθέμενη αξία στα προϊόντα μας» αναφέρει ο κ. Σακελλαρόπουλος.
Η εταιρεία, μεταξύ άλλων, παράγει 10 ελαιόλαδα με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Το «Enigma» είναι λάδι από έκθλιψη ελιών, μήλων, καρυδιών, κανέλας, μελιού, φασκόμηλου και λεμονιού. Αλλα λάδια εμπλουτίζονται με μαραθόσπορο, φρούτα, εσπεριδοειδή, μυρωδικά, βότανα, αρωματικά και οι ελιές με βότανα, λεμόνι και πορτοκάλι.
Μια πολυβραβευμένη «Ιλιάδα»

Με ναυαρχίδα την «Ιλιάδα», το διασημότερο σήμερα ελαιόλαδο στη Βρετανία, η Agrovim, μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές εξαγωγικές εταιρείες ελαιολάδου, έχει καταφέρει να συνδυάσει την ποιότητα με την ποσότητα.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι έχει αποσπάσει σημαντικά βραβεία και σήμερα τα προϊόντα της «ταξιδεύουν» σε 50 χώρες: από την Αγγλία (είναι το πιο διάσημο ελαιόλαδο της βρετανικής αγοράς), την Αυστρία, την Ελβετία, τη Γερμανία, τη Σκανδιναβία, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Αίγυπτο έως τα νησιά Τρινιντάντ και την Κορέα.
Ωστόσο την εφετινή σεζόν η κατάσταση δεν θα είναι εύκολη για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις του κλάδου, όπως εκτιμά η κυρία Τζένη Γυφτέα, αντιπρόεδρος της εταιρείας, η οποία μαζί με τον αδελφό της Δημήτρη παρέλαβαν τη μικρή επιχείρηση του πατέρα τους και τη μετέτρεψαν σε αυτό που είναι σήμερα.

«Με τα προβλήματα στην παραγωγή της Ισπανίας και της Ιταλίας το σύνολο της παγκόσμιας παραγωγής δεν θα φτάσει για να καλύψει την παγκόσμια κατανάλωση. Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν είμαστε τόσο δυνατοί και ανταγωνιστικοί ώστε να εκμεταλλευτούμε αυτή τη συγκυρία και να μπορέσουμε να διεισδύσουμε σε νέες αγορές ή να επεκταθούμε στις υπάρχουσες με μεγαλύτερες ποσότητες»
αναφέρει η κυρία Γυφτέα.
Παράλληλα, όπως επισημαίνει η ίδια, «δεν θα μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί με βάση τις υψηλές τιμές παραγωγού που διαμορφώνονται αυτή τη στιγμή. Το κόστος της πρώτης ύλης εκτινάσσεται κατά 40% και ελλείψει ρευστότητας και χρηματοδοτήσεων των εταιρειών προβλέπεται μια δύσκολη χρονιά».
Γι’ αυτό, όπως αναφέρει η κυρία Γυφτέα, δεν είναι τυχαίο ότι σημαντικές ποσότητες ελληνικού ελαιολάδου πωλούνται σε μεγάλες ιταλικές εταιρείες, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν άμεσα.

«Οι Ιταλοί παράλληλα αγοράζουν ελαιόλαδα και από φθηνότερες αγορές και τα αναμειγνύουν με το εξαιρετικής ποιότητας ελληνικό λάδι, οπότε το τελικό τους προϊόν φθάνει στο ράφι σε χαμηλότερες, πιο ανταγωνιστικές τιμές από ό,τι τα ελαιόλαδα των ελληνικών εταιρειών»
τονίζει η κυρία Γυφτέα, επισημαίνοντας ότι περίπου το 75% του τελικού κόστος ενός τυποποιημένου ελαιολάδου αντιστοιχεί στην αγορά της πρώτης ύλης.
Οπως λέει χαρακτηριστικά η κυρία Γυφτέα, «το λάδι είναι χρηματιστήριο και την τιμή καθορίζουν οι μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού. Πολύ δύσκολα θα κερδίσουμε εφέτος μερίδιο της αγοράς, αλλά ελπίζω να μη βγούμε λόγω υψηλής τιμής από τα ράφια».
Η Agrovim έχει μια ομάδα 400 ελαιοπαραγωγών που παράγουν γι’ αυτήν αλλά συνεργάζεται και με άλλους 3.000 παραγωγούς, συνεταιρισμούς και ομάδες παραγωγών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version