Η μυστηριώδης γοητεία της αναζήτησης του Αγνώστου σε συνδυασμό με την υπόκλιση προς την Αγία Οικογένεια βρίσκονται στην καρδιά του «Interstellar» ενώ περιγράφει την προσπάθεια ενός ικανότατου αστροναύτη (Μάθιου Μακ Κόναχι) να βρει τον πλανήτη που θα σώσει το ανθρώπινο είδος, το οποίο οδεύει πλέον προς τον αφανισμό (η Γη τρέφεται μόνον με καλαμπόκι, που και αυτό βρίσκεται στα τελευταία του). Αφήνει πίσω του δύο παιδιά γνωρίζοντας ότι θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να τα ξαναδεί (και αν) και φεύγει για ένα διαστημικό ταξίδι περνώντας μέσα από μαύρες τρύπες και κάνοντας σταθμούς σε πλανήτες όπου το νερό, η παγωνιά και ο Ματ Ντέιμον έχουν το πρόσωπο του εχθρού. Να όμως που κάπου ανάμεσα στις εκπληκτικές εικόνες και στις αιφνιδιαστικές σεναριακές ανατροπές το «Interstellar» έχει τη λογική ενός αφελούς παραμυθιού για όλες τις ηλικίες που σε ορισμένα σημεία μπερδεύει σαν γρίφος του οποίου η λύση ποτέ δεν σε πείθει πλήρως. Ειδικά σε ό,τι έχει σχέση με τα φαντάσματα. Είναι αδύνατον φυσικά να μείνεις ασυγκίνητος μπροστά στις μαγευτικές κινηματογραφικές εικόνες μιας ταινίας που εδώ και καιρό πλασάρεται ως μια από τις πιο φιλόδοξες δημιουργίες όχι μόνο της νέας κινηματογραφικής σεζόν αλλά και του σύγχρονου κινηματογράφου (ενδεχομένως να διεκδικήσει πολλά Οσκαρ). Το όραμα του Κρίστοφερ Νόλαν των ταινιών «Μπάτμαν» και του «Inception» ήταν σαφώς μια απάντηση στο «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος», το αξεπέραστο αριστούργημα επιστημονικής φαντασίας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Ομως το «Interstellar», τελικά, έχει μεγαλύτερη σχέση με τις «Στενές επαφές τρίτου τύπου» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, το επιδερμικό αποτέλεσμα ενός υπερφιλόδοξου και ενίοτε επιδειξιομανούς μάστορα του σινεμά.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
