Νότιος Πόλος. Τεράστιοι όγκοι πράσινου πάγου κυκλώνουν απειλητικά το πλοίο, το παγιδεύουν. Παράξενοι ήχοι γυαλιών που σπάνε, βρυχηθμοί, ουρλιαχτά ηλεκτρίζουν την ψυχρή ατμόσφαιρα. Ξαφνικά, από το πουθενά, δώρο Θεού, ένα άλμπατρος διασχίζει την ομίχλη. Το πλήρωμα του πλοίου, απελπισμένο ως εκείνη τη στιγμή, υποδέχεται με ενθουσιασμό τον φτερωτό οιωνό. Τον ταΐζουν, τον φροντίζουν, παίζουν μαζί του σαν να ήταν μικρό παιδί ή κατοικίδιο. Και, σαν ανταμοιβή για το φιλόξενο πνεύμα τους, η τύχη τους γυρίζει. Ο πάγος σπάει, ένας σωτήριος νότιος άνεμος εμφανίζεται και η επιστροφή σε πιο φιλικά νερά εξασφαλίζεται.
Το άλμπατρος ακολουθεί τη νέα διαδρομή. Μια μέρα, χωρίς λόγο, απροειδοποίητα, ο γερο-ναυτικός σημαδεύει και σκοτώνει το πουλί. Σύντομα η κατάσταση επιδεινώνεται: απόλυτη άπνοια, φρικτή σιωπή, στασιμότητα –«σαν ζωγραφισμένο πλοίο σε ζωγραφισμένο ωκεανό». Νερό παντού, αλλά ούτε σταγόνα πόσιμη. Τα στόματα ξεραίνονται, τα χείλη ψήνονται. Το πλήρωμα τα βάζει τώρα με τον γέρο ναυτικό που εξόντωσε τον φύλακα άγγελό τους: ως τιμωρία, του κρεμάνε το άψυχο άλμπατρος στον λαιμό. Επειτα από ημέρες μαρτυρίου ένα άγνωστο πλοίο πλησιάζει. Αλλά το κυβερνά μια γυναίκα τρομακτική σαν τον Θάνατο. Ο ήλιος εξαφανίζεται, ο φόβος κορυφώνεται. Ο ένας μετά τον άλλον τα μέλη του πληρώματος στρέφουν το βλέμμα τους και καταριούνται τον γέρο ναυτικό. Αλαλος τους παρακολουθεί να σωριάζονται με γδούπο εφιαλτικό στο κατάστρωμα. Βλέπει τις ψυχές να βγαίνουν από τα σώματά τους και να περνούν συρίζοντας δίπλα του. Μόνος στέκεται ο γέρος ναυτικός, «με την καρδιά στεγνή σαν σκόνη», τα φριχτά βλέμματα των πεθαμένων καρφωμένα πάνω του γεμάτα μίσος. Γλοιώδη πλάσματα («slimy things») περιτριγυρίζουν το έρημο σκαρί. Επτά μερόνυχτα μετά ο γέρος ναυτικός παρακαλάει να φύγει απ’ τη ζωή κι αυτός. Και ξαφνικά δέχεται κάτι σαν επιφοίτηση. Κάτω από το φως του φεγγαριού κοιτάζει τη θάλασσα: τα νερόφιδα δεν του φαίνονται πια γλοιώδη. Αφήνουν τώρα χρυσές αναλαμπές. Μπλε, πράσινα, βελούδινα και μαύρα, σπέρνουν παντού νιφάδες φωτός με τους τρυφερούς ελιγμούς τους. «Πίδακας αγάπης ξεχύνεται από την καρδιά μου / Και ασυναίσθητα τα ευλογώ»… Την ίδια στιγμή το νεκρό άλμπατρος λύνεται από τον λαιμό του και πέφτει σαν μολύβι στο νερό.
Το ταξίδι της επιστροφής στα πάτρια εδάφη αρχίζει ξανά. Αγγελικά πνεύματα μπαίνουν στα σώματα των μελών του πληρώματος και καθοδηγούν το πλοίο με ασφάλεια, βγάζοντας ήχους γλυκούς σαν πουλιών. Τα βάσανα του γέρου δεν τελειώνουν εκεί, παρ’ όλα αυτά. Ακόμη κι όταν καταφέρνει να πατήσει το πόδι του στη στεριά, δεν ηρεμεί. Ο τρόμος συχνά τον κυριεύει, όπως εκείνα τα βράδια της ζοφερής μοναξιάς του. Και είναι η αγωνία αυτή που τον αναγκάζει να ταξιδεύει από τόπο σε τόπο αναζητώντας τους ιδανικούς αποδέκτες της τρομερής ιστορίας του: «Εχω το παράξενο χάρισμα του λόγου· / Και τη στιγμή που θ’ αντικρίσω το πρόσωπό του, / αμέσως αντιλαμβάνομαι τον άνθρωπο που πρέπει να μ’ ακούσει» λέει στον τωρινό ακροατή του.
«Εχει δει την αλήθεια, αλλά η αλήθεια δεν τον απελευθερώνει» σημειώνει ο Χάρολντ Μπλουμ αναλύοντας το διάσημο ποίημα που δημοσιεύτηκε, ως γνωστόν, το 1798, στις περίφημες «Λυρικές Μπαλάντες»*. Για τον Μπλουμ ο γέρος ναυτικός ενσαρκώνει ένα σημαντικό αρχέτυπο του Ρομαντισμού: «τον Περιπλανητή, τον άνδρα με το σημάδι του Κάιν ή τον χλευαστή του Χριστού, που πρέπει να εξιλεωθεί σε έναν αέναο κύκλο ενοχής και οδύνης, και που το μαρτύριό του διαγράφεται δυσανάλογο με τη συνήθως ανεξιχνίαστη πηγή του». Δεν μαθαίνουμε ποτέ γιατί ο ήρωας του Κόλριτζ σκοτώνει το άλμπατρος. Αυτή όμως η αυθαίρετη πράξη βίας –μια ακραία προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης, διακήρυξης του εγώ; –του αλλάζει τη ζωή. Μόνος μαζί με τους νεκρούς συντρόφους του στη μέση της θάλασσας βιώνει κατ’ αρχάς μια διαπεραστική ψυχική αγωνία. Στη συνέχεια αντιλαμβάνεται την ύπαρξη ενός άλλου, υπόγειου ζωικού βασιλείου και, τέλος, συλλαμβάνει την απρόσμενη ομορφιά ενός κόσμου που τον αντιμετώπιζε ως σκοτεινό, απωθητικό, εχθρικό. Αυτή η προσπάθεια επανερμηνείας του κόσμου μέσα από τη φαντασία –η ζωηρή νοητική και συναισθηματική σύνδεση όλων των φαινομένων, των πράξεων και των πραγμάτων, ορατών και αοράτων –βρίσκεται στην καρδιά του ποιήματος αλλά και της φιλοσοφίας του Κόλριτζ.
Η φαντασία όμως αποδεικνύεται η μεγάλη απούσα από την παράσταση που σκηνοθέτησε η Φιλίντα Λόιντ. Η σκηνική παρουσίαση του ποιήματος δεν συνιστά τίποτε περισσότερο από έναν ύμνο στην αφέλεια και στην κυριολεξία. Στην προσπάθειά της να «εικονοποιήσει» ένα έργο συμβολικό, να προσδώσει όσο πιο απλοϊκή μορφή στο περιβάλλον του γέρου ναυτικού, η σκηνοθέτις κατέφυγε σε όλα τα αυτονόητα ναυτικά αξεσουάρ: πανί και κατάρτι για φόντο, ένα ξύλινο καραβάκι-μινιατούρα, κιάλια, ζάρια, ως και μαγκούρα για τον «γέρο» ναυτικό ή ημίψηλο καπέλο για τον «καλεσμένο του γάμου» και ακροατή του.
Λίγος «σύγχρονος» χορός –ένας νεαρός που κάνει τα κύματα ή το άλμπατρος ή γενικώς οτιδήποτε στροβιλίζεται με χάρη -, λίγο παιχνίδι με τις σκιές, λίγοι φωτισμοί και, φυσικά, η Φιόνα Σο. Αξιοπρεπής, «διαβασμένη», με φυσιογνωμία σεβαστή, κινήθηκε και αυτή στο πλαίσιο της δήθεν ναΐφ λιτότητας που συρρικνώνει ένα έργο αλληγορικό, σκοτεινό, βασανιστικό, γεμάτο εικόνες ανατριχιαστικές και περιγραφές εκστατικές, ένα έργο που αναζητεί τον διάλογο με διαστάσεις μεταφυσικές, σε μια παντομίμα για αρχάριους και πάσης φύσεως φίλους της υπερήφανης ναυτοσύνης.
* Πρόκειται για την ποιητική συλλογή που θεωρείται αφετηρία του αγγλικού ρομαντικού κινήματος και περιλαμβάνει έργα του Γουόρντσγουορθ κυρίως και του Κόλριτζ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
