Η τσιχλόφουσκα Big Bubble ήταν ένα φετίχ των 80s. Ελκυστική χρωστική, εθιστική γεύση, το «ποπ» στο τέλος της διαδικασίας, η διάλυση στα εξ ων συνετέθη και η άμεση επεξεργασία μιας νέας φούσκας αποτελούσαν την επί Γης ενσάρκωση του παιδικού παραδείσου: ένα παιχνίδι χωρίς ορατό τέλος. Προσθέστε την ανταγωνιστική εκδοχή, όπου διάφοροι παίκτες συναγωνίζονταν με μυστικές τεχνικές για την παραγωγή της μεγαλύτερης φούσκας στον μικρότερο δυνατό χρόνο, και έχετε ένα μικρό πορτρέτο παιδικής ευτυχίας. Παράλληλα, αποκτάτε μια αρκετά ακριβή εικόνα για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση της Σίλικον Βάλεϊ.
Στη ναυαρχίδα της καινοτομίας της αμερικανικής οικονομίας όλα φαίνονται να πηγαίνουν πρίμα, αν κρίνει κανείς από τους αριθμούς. Εντός του 2014 η Google έβγαλε από τον κορβανά της 3,2 δισ. δολάρια προκειμένου να αγοράσει τη Nest, μια εταιρεία οικιακής αυτοματοποίησης, η Apple δαπάνησε άλλα 3,2 δισ. για να εντάξει στο δυναμικό της την Beats Electronics, η οποία ειδικεύεται στην κατασκευή ηχητικού εξοπλισμού. Το αριστείο ανήκει, ωστόσο, στο Facebook και στα 19 δισ. με τα οποία περιέλουσε τους ιδιοκτήτες της εφαρμογής μηνυμάτων κινητής τηλεφωνίας WhatsApp – αναλογικά κάπου 350 εκατ. για κάθε εργαζόμενο και 40 δολάρια για κάθε χρήστη, όπως επεσήμανε δηκτικά το «New York Times Magazine». Αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο η Google έχει προβεί σε 94 εξαγορές από το 2010, ο χορός των δισεκατομμυρίων γύρω από startups και εφαρμογές γίνεται πιο φαντασμαγορικός, ιδιαίτερα όταν γίνει κατανοητό ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν παρουσιάζουν κανένα απολύτως κέρδος. Κι επειδή στην οικονομία, όσο ευφάνταστη δημιουργική λογιστική κι αν επινοήσει κανείς, δεν υφίσταται μαγική συνταγή που να παράγει κάτι από το τίποτα, το συμπέρασμα είναι ότι στην Κοιλάδα του Πυριτίου κάτι φουσκώνει επικίνδυνα – και δεν πρόκειται για κέικ.
Το Bloomberg πρόσφατα πρόφερε τη λέξη «φούσκα» σε μια δειγματοληπτική του έρευνα μεταξύ επενδυτών, αναλυτών και χρηματιστών: μόνο το 14% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι η αγοραστική αξία διαδικτυακών εταιρειών και μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν έχει ξεπεράσει τη σφαίρα της φαντασίας. Γιατί οι ιντερνετικοί γίγαντες ξοδεύουν αλόγιστα; Πρώτον, γιατί στους υπόλοιπους τομείς της αμερικανικής οικονομίας επικρατεί στασιμότητα: έρευνα της Standard & Poor’s στα τέλη του 2013 έδειξε ότι 1.700 μη χρηματοοικονομικές εταιρείες διακρατούν κεφάλαια της τάξης των 1,53 τρισ. δολαρίων. Δεύτερον, γιατί πιστεύουν ότι αγοράζουν το μέλλον κι αν τα χάσουν όλα, δεν θα χάσουν και πολλά – η Apple, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, διαθέτει 150 δισ. δολάρια σε ρευστό και επενδύσεις.
Το πρόβλημα (και ταυτόχρονα η ευλογία) για την Ανι Λόουρι του «New York Times Magazine» είναι ότι η τεχνολογική έκρηξη έχει στήσει μια βιομηχανία με πολύ χρήμα, λίγες, αλλά καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και ελάχιστη έκθεση της πραγματικής οικονομίας: σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στις φούσκες των dot.com εταιρειών το 2000 ή των στεγαστικών δανείων το 2008, συνταξιοδοτικά ταμεία, μικροεπενδυτές και αποταμιευτές, ελάχιστα έχουν τοποθετήσει στον συγκεκριμένο τομέα. Επομένως, αν αύριο η ραχοκοκαλιά της Σίλικον Βάλεϊ κλονιστεί, θα θρηνήσουν μόνο ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ και η παρέα του. Στη θεωρία, τουλάχιστον. Γιατί και προ Lehman Brothers διάφοροι εφησυχασμένοι κήρυτταν ότι ο τραπεζικός τομέας ήταν θωρακισμένος.
*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Ιουνίου 2014
