Η σκηνή θύμιζε κακή επιθεώρηση. Ή τους τίτλους έναρξης του σίριαλ «Καλημέρα ζωή» –ή μήπως της «Λάμψης»; Λευκά περιστέρια πετούσαν στο σούρουπο καθώς ένας πρόσφατα αποφυλακισμένος επιχειρηματίας, άρτι εκλεγείς δήμαρχος του Βόλου, φώναζε ανάμεσα στα πτηνά που αφήνονταν ελεύθερα για να λερώσουν κι άλλο την πόλη την οποία έχει υποσχεθεί να καθαρίσει.
Και, κάπως έτσι, το βράδυ των εκλογών στην Ελλάδα του 2014 μ.Χ., κηρύχθηκε ένας νέος ήπιος εμφύλιος: αυτός της λαϊκοπόπ πλευράς της ζωής ενάντια στη συστημική κουλτούρα «που μας έφερε ως εδώ». Γιατί όχι; Η ελληνική πολιτική σκηνή τα τελευταία χρόνια είναι μια παραγωγή λούμπεν εικόνων. Γιατί να μη μαλώσουμε και για τα μπουζούκια;
Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Αχιλλέας Μπέος, ένας ανθεκτικός νεοέλληνας, ο νέος δήμαρχος του Βόλου, που μέσα στις πολιτικές υποχρεώσεις του θα πρέπει να στριμώξει και την ανά 15νθήμερο επίσκεψή του στο Αστυνομικό Τμήμα για κάποιες δικαστικές εκκρεμότητες από την εποχή που η πολιτεία θα καθάριζε το ποδόσφαιρο από τους στημένους αγώνες.
Ο νέος δήμαρχος, μπροστά σε ένα μαγεμένο κοινό, σαν ένα νέο είδος λαϊκού φιλοσόφου, έδωσε τον ορισμό της τέχνης με μικρές χρυσαυγίτικες πινελιές. Ο δήμαρχος ξεκίνησε κάνοντας επίθεση σε οτιδήποτε έχει να κάνει με την τέχνη «των άλλων». Μίλησε για τους ανθρώπους «της δήθεν κουλτούρας, των γραμμάτων, της τέχνης και της π… της αρπαχτής». Τους κατονόμασε ως τους ανθρώπους που «οδήγησαν τη χώρα στον ξεφτιλισμό (sic)». Εκανε μια επίκληση στην κανονικότητα –στην οποία προφανώς δεν ανήκει με την πληθωρική ζωή του – σημειώνοντας πως και αυτός ένας απλός οικογενειάρχης είναι, με ευαισθησίες «και πέντε παιδιά». Ξεκαθάρισε με αυτοθυσία πως είναι ένας «άνθρωπος που θα πεθάνει για πάρτη σας». Ενας τύπος που η «περιουσία του είναι ο λόγος του», ένα τίμιο παιδί, ένας επιχειρηματίας που θα κάνει την πόλη επιχείρηση. «Για πάρτη σας», ασφαλώς.
Και στο τέλος, ως καλός επιχειρηματίας, πούλησε το προϊόν του, επαναπροσδιορίζοντας τα όρια της τέχνης. «Τέχνη είναι ο κουμπάρος μου ο Καρράς, ο Παντελίδης και ο Οικονομόπουλος. Η Πάολα, και ο Αντώνης ο Ρέμος, και όχι τα λαμόγια». Ολα τα καθαρά λαϊκά παιδιά που στην παλιά διεφθαρμένη Ελλάδα δεν πήραν χρήματα από το υπουργείο Πολιτισμού. Ε, αυτό πρέπει να αλλάξει. Ο Μπέος, ως ο νέος άρχοντας της πόλης και υπεύθυνος περί των αδειών διασκέδασης και εστίασης, θα φροντίσει σχετικά.
Να ξεκαθαριστεί σε αυτό το σημείο πως δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με τα μπουζούκια. Υπό συνθήκες, μπορούν να αποτελέσουν πηγή εκτόνωσης, διασκέδασης, κατανάλωσης και ευχάριστων ακουστικών προβλημάτων. Η στήλη δεν διακρίνεται από ελιτισμό. Αντίθετα, αυτό που διακρίνεται από το παραλήρημα του δημάρχου είναι μια αντιστροφή του ελιτισμού, ένας «ανάποδος ρατσισμός», μια βολική πόλωση.
Ο Αχιλλέας Μπέος είναι ο άνθρωπος που ως πρόεδρος του Πανιωνίου μετονόμασε την ομάδα σε «Νέο Πανιώνιο» για φορολογικούς λόγους, συμβάλλοντας λογιστικά στη χρεοκοπία που τον έκανε πολιτικό. Είναι ο πρόεδρος που είχε προκαλέσει σύρραξη με σωματοφύλακες σε μια αυτοακυρωμένη ποδοσφαιρική ημερίδα κατά της βίας στις αρχές των 00s. Είναι ο επιχειρηματίας που έχει αφήσει ιστορία με τις εύστοχες προβλέψεις της ομάδας του στο στοίχημα –προκαλώντας μάλιστα το ενδιαφέρον της UEFA και της Δικαιοσύνης. Είναι η τηλεοπτική προσωπικότητα που το ελληνικό λάιφσταϊλ κάποτε καλούσε στις ειδήσεις των οκτώ για να κάνει νούμερα. Και τελικά γέννησε πολιτική.
Ο Αχιλλέας Μπέος θα ήταν μια διασκεδαστική εκδοχή της «άλλης Ελλάδας», μια ευκαιρία για να νιώσουν κάποιοι καλύτερα για τον εαυτό τους, αν δεν ήταν για τα επόμενα τέσσερα χρόνια υπεύθυνος μιας από τις πιο όμορφες πόλεις της Ελλάδας. Μια πόλη που του χάρισε 33.925 ψήφους, για λόγους που σίγουρα δεν μπορούν να αναζητηθούν σε μια μαζική λοβοτομή, αλλά στην αρρώστια της εποχής, στην ανεργία, στο καθησυχαστικό χάιδεμα των κατώτερων ενστίκτων της, στην καταφυγή στη βολική δικαιολογία.
Η «άλλη Ελλάδα», σάλπισε ο Μπέος, έρχεται με μανία να τιμωρήσει την παλιά. Αυτός ο εμφύλιος θα έχει για σάουντρακ ένα τραγούδι που θα μιλάει για μια ανώφελη καψούρα, για σύμβολο θα έχει ένα πατημένο γαρίφαλο στην πίστα και, όπως συμβαίνει συχνά στα μπουζούκια, η απόδειξη δεν θα δοθεί ποτέ στον μεθυσμένο, μερακλωμένο πελάτη που συνήθως το καταλαβαίνει την επόμενη ημέρα, μακριά από τα ντεσιμπέλ και το σκληρό μεθύσι.
Στην περίπτωση του Βόλου, ο λογαριασμός θα έρθει σε τέσσερα χρόνια από τώρα. Χωρίς απόδειξη. Τι; Kουλτουριάρηδες είμαστε;
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 1 Ιουνίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
