Το λιμάνι των γλυκών

Στο Γκντανσκ πρωτοπήγα μικρό παιδί, ένα καλοκαίρι του ’70κάτι, επιβάτης στο εμπορικό πλοίο όπου εργαζόταν ο πατέρας μου. Θυμόμουν ελάχιστα από εκείνη την επίσκεψη, όλες όμως οι εικόνες που είχα συγκρατήσει ήταν μεγάλης ομορφιάς: γραφικό ιστορικό κέντρο, καταπράσινα πάρκα, ένα ατμοσφαιρικό ξενοδοχείο όπου πηγαίναμε για φαγητό στο προάστιο Σόποτ, μια παραλία με λευκή άμμο και […]

Το λιμάνι των γλυκών

Στο Γκντανσκ πρωτοπήγα μικρό παιδί, ένα καλοκαίρι του ’70κάτι, επιβάτης στο εμπορικό πλοίο όπου εργαζόταν ο πατέρας μου. Θυμόμουν ελάχιστα από εκείνη την επίσκεψη, όλες όμως οι εικόνες που είχα συγκρατήσει ήταν μεγάλης ομορφιάς: γραφικό ιστορικό κέντρο, καταπράσινα πάρκα, ένα ατμοσφαιρικό ξενοδοχείο όπου πηγαίναμε για φαγητό στο προάστιο Σόποτ, μια παραλία με λευκή άμμο και ξαπλώστρες.

Αυτές οι εικόνες ήταν ο λόγος για τον οποίο επέστρεψα, ενήλικος πια. Για να επιβεβαιώσω ότι καλώς θυμόμουν το μεγαλύτερο λιμάνι της Πολωνίας ως τόπο μοναδικής ομορφιάς. Αυτή τη φορά, μάλιστα, οι εικόνες της γοητείας ήταν ακόμη πιο έντονες, καθώς σημαντικά κτίρια της πόλης είχαν αναπαλαιωθεί δίνοντας στον «πίνακα» κάτι από την αίγλη των παλιών εποχών. Χάθηκα ξανά στα στενά δρομάκια, περπάτησα στις προβλήτες με τους παμπάλαιους γερανούς που στέκουν ως γλυπτά θυμίζοντας την εμπορική αίγλη που έζησε η περιοχή, ανέβηκα στο καμπαναριό του Καθεδρικού Ναού για να απολαύσω την ανεμπόδιστη θέα, επισκέφθηκα μουσεία, φωτογραφήθηκα στην πύλη των ιστορικών ναυπηγείων από όπου ο Λεχ Βαλέσα άλλαξε την Ιστορία της χώρας, ήπια το τοπικό δροσιστικό αναψυκτικό – κάτι σαν γκαζόζα από κόκκινα φρούτα – και μπήκα σε εστιατόρια όπου το κολλαριστό τραπεζομάντιλο, η κεντημένη λινή πετσέτα και η πληθωρική μερίδα καλομαγειρεμένου φαγητού (κρεατικά συνήθως, συνοδευόμενα από πατάτες και άγρια μανιτάρια) δεν είναι προνόμιο μόνο όσων έχουν παραφουσκωμένο πορτοφόλι. Καλές τιμές, εξαιρετική φιλοξενία, άριστες πρώτες ύλες… Γύρω από το κέντρο, προάστια με παραλίες που σε προκαλούν, ακόμη και εσένα τον εθισμένο στην καλή θάλασσα Ελληνα, να βρέξεις τα πόδια σου, ωραία καφέ, λούνα παρκ γεμάτα κόσμο. Επρόκειτο, κοντολογίς, για ταξίδι που συστήνω ανεπιφύλακτα, είτε το ζητούμενο είναι οι χαλαρές διακοπές είτε η εξερεύνηση ενός τόπου που έχει πολλά να προσφέρει.

Το Γκντανσκ έχει πράγματι πολλά να προσφέρει: να χορτάσει τα μάτια μας με ομορφιά και την όρεξή μας με τα φαγητά και τα γλυκά του. Στα οποία γλυκά, εθισμένος στη ζάχαρη, ενέδωσα πολλάκις. Προτείνω ανεπιφύλακτα τις βάφλες που πωλούν όμορφες κοπέλες (απλώς όμορφες; Καλλονές οι Πολωνέζες του Βορρά!) στις γωνίες των δρόμων: φρεσκότατο το ζυμάρι, ελαφριά, αλλά γευστική η σαντιγί που βάζουν από πάνω, απλώς άπαιχτα τα φρεσκότατα φρούτα του δάσους που στεφανώνουν το τελικό αποτέλεσμα. Δεν πέρασε μέρα που να μην απολαύσω βάφλα με μούρα, χωρίς τύψεις, καθώς ως γνωστόν… «τα φρούτα δεν παχαίνουν».

Το γλυκό, όμως, που με συγκλόνισε (αχ, Γκντανσκ!) το κέρασε η καλή κυρία που μας φιλοξενούσε στο σπίτι της. Ηταν συνταγή, μας είπε, που είχε δώσει η προγιαγιά της στη γιαγιά της, απλή στην εκτέλεση: ένα κέικ που δεν είναι ακριβώς κέικ, μια πάστα φλόρα που δεν είναι ακριβώς πάστα φλόρα, μια τούρτα που δεν είναι ακριβώς τούρτα. Ενα πεντανόστιμο… κάτι, που δεν είχε όνομα! «Γλυκό» το αποκαλούσε η ίδια, έτσι απλά. Το έφτιαξε μπροστά στα μάτια μας για να μάθουμε κι εμείς και να το φτιάχνουμε. Φάγαμε το πρώτο κομμάτι ενώ ήταν ακόμη χλιαρό, μαζί με τον απογευματινό καφέ μας. Το βράδυ, πότε ο ένας πότε ο άλλος, τα μέλη της παρέας «υπνοβατούσαμε» προς κουζίνα μεριά και επιστρέφαμε στα κρεβάτια μας μασουλώντας. Ως το πρωί της επομένης δεν είχαμε αφήσει ούτε ψίχουλο. Κάτι η νοστιμιά της ζύμης, κάτι τα μούρα που μύριζαν δάσος (και που στην Ελλάδα τα αφήνουμε να πέφτουν και να σαπίζουν στο χώμα), κάτι ο αέρας του λιμανιού που σου ανοίγει την όρεξη.

Το γλυκό της συμπαθητικής κυρίας το έφτιαξα και στη δική μου κουζίνα, αντικαθιστώντας τα μούρα (που εδώ τα χρυσοπληρώνεις και είναι και εισαγωγής) με άλλα φρούτα. Είναι πάντα ιδανική λύση για συνοδευτικό του καφέ. Αν και σε κάθε μπουκιά του ζωντανεύει τόσο έντονα τις εικόνες από το Γκντανσκ, που, αντί να με χορταίνει, μου ανοίγει επικινδύνως την όρεξη. Για ένα ακόμη ταξίδι. Στην Πολωνία.

Πολωνέζικο (σαν) κέικ με φρούτα

Υλικά (για 10-12 άτομα)

Για τη ζύμη

½ κιλό αλεύρι

½ φλ. ζάχαρη

4 κρόκοι

3 κ.σ. κρέμα γάλακτος (ή γιαούρτι διαλυμένο με 3 κ.σ. νερό)

250 γρ. βούτυρο καλής ποιότητας, σε θ.δ., σε μικρά κομμάτια

3 κ.γ. μπέικιν πάουντερ

μερικές σταγόνες εσάνς πικραμύγδαλου

παπαρουνόσποροι, για το πασπάλισμα

Για τη γέμιση

1½ κιλό μούρα (εναλλακτικά, φράουλες, μήλα με κανέλα, βερίκοκα)

10 αποξηραμένα δαμάσκηνα, σε κομματάκια

½ φλ. ζάχαρη

μερικές σταγόνες χυμό λεμονιού

Εκτέλεση

1 Ζύμη: Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180°C. Ανακατεύουμε χωριστά τα στερεά υλικά (αλεύρι, ζάχαρη, μπέικιν πάουντερ) και χώρια τα υγρά (κρόκοι, κρέμα γάλακτος, εσάνς πικραμύγδαλου). Ενώνουμε τα δύο μείγματα και προσθέτουμε το βούτυρο. Ζυμώνουμε καλά. Χωρίζουμε τη ζύμη σε 3 ίσα μέρη και τη βάζουμε στο ψυγείο για 30 λεπτά. Ανοίγουμε με τον πλάστη 3 χονδρά φύλλα. Ψήνουμε το καθένα για περίπου 20 λεπτά, ώσπου να ροδίσει η επιφάνειά τους.

2 Γέμιση: Βράζουμε τον χυμό λεμονιού με τη ζάχαρη και τα φρούτα, ώσπου τα τελευταία να αρχίσουν να λιώνουν. Αν βγάλουν πολλά υγρά, ρίχνουμε λίγες νιφάδες βρόμης (προσοχή, όμως, δεν βάζουμε πολύ για να μη στεγνώσει το μείγμα, θέλουμε να είναι υγρό).

3 Αφήνουμε τη ζύμη και τη γέμιση να κρυώσουν και έπειτα συναρμολογούμε το γλυκό: ένα φύλλο ζύμης, μια στρώση γέμιση, δεύτερο φύλλο ζύμης, δεύτερη στρώση γέμιση, τρίτο φύλλο ζύμης. Από πάνω αλείφουμε με λίγη ακόμη γέμιση και πασπαλίζουμε με παπαρουνόσπορους.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET το Σάββατο 17 Μαΐου 2014.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version