Η άλλη Μεσόγειος

Αλήθεια, τι μπορεί να αισθάνεσαι στην αμμουδιά της Χαμαμέτ στη μεσογειακή ακτογραμμή της Τυνησίας, μπροστά στο υπέροχο ξενοδοχείο Riu Palace Oceana, απέναντι σε μια θάλασσα που δεν είναι ελληνική; Μα αλήθεια, πόσο ξένη είναι η μεγάλη θάλασσά μας, η Μεσόγειος; Οταν ερχόμασταν εδώ με την πτήση της Tunisair από την Κωνσταντινούπολη –συζητείται να μπει ξανά […]

Η άλλη Μεσόγειος
Αλήθεια, τι μπορεί να αισθάνεσαι στην αμμουδιά της Χαμαμέτ στη μεσογειακή ακτογραμμή της Τυνησίας, μπροστά στο υπέροχο ξενοδοχείο Riu Palace Oceana, απέναντι σε μια θάλασσα που δεν είναι ελληνική; Μα αλήθεια, πόσο ξένη είναι η μεγάλη θάλασσά μας, η Μεσόγειος; Οταν ερχόμασταν εδώ με την πτήση της Tunisair από την Κωνσταντινούπολη –συζητείται να μπει ξανά η απευθείας από το «Ελευθέριος Βενιζέλος» –πετούσαμε συνεχώς πάνω από τόπους της Μεγάλης Ελλάδας, πρώτα από τη βασιλεύουσα Πόλη και τον Βόσπορο, έπειτα από το κυρίως σώμα της Ελλάδας, την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, και μετά προς την Τύνιδα, στη βόρεια ακτή της Αφρικής. Ο κ. Μοχάμεντ Μπασάρ, ο διευθυντής της πρεσβείας της Τυνησίας στην Αθήνα που οργάνωσε το ταξίδι μας, μιλούσε με κάθε ευκαιρία για τις σχέσεις με την Ελλάδα. Πάνω στα ερείπια της φοινικικής και μετά ρωμαϊκής Καρχηδόνας, ενός αρχαιολογικού χώρου που αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, μας έλεγε για τον πατέρα του Αννίβα, τον Αμίλκα, που είχε αιχμαλωτιστεί από τους Ελληνες της Σικελίας κατά την πρώτη εκστρατεία εναντίον της Ρώμης και φυλακίστηκε. Δεν θεώρησε, όμως, ποτέ φυλακή την κράτησή του, αλλά σχολείο στο οποίο έμαθε την τέχνη του πολέμου.
Και βεβαίως, μας ενώνει η «Οδύσσεια», λέει ο κ. Μπασάρ, αφού το νησί Τζέρμπα θεωρείται το ομηρικό νησί των Λωτοφάγων. Πολλά παιδιά σφουγγαράδων από την Κάλυμνο –οι οποίοι ταξίδευαν στο Τούνεζι και στην Μπαρμπαριά –γεννήθηκαν και έζησαν στα νησιά Κέρκεναχ, δίπλα στο Σφαξ, και μετά επέστρεψαν στο νησί των Δωδεκανήσων, αλλά η πατρίδα τους είναι εκεί που έζησαν τα παιδικά τους χρόνια. Το Σφαξ είναι ξακουστό λιμάνι της Μεσογείου μέσα στον κόλπο Γκαμπές, το οποίο γνωρίζουμε ως Μικρή Σύρτη, με τη μοναδική παραθαλάσσια όαση. Καθώς είναι κέντρο παραγωγής ελαιολάδου και αλιείας, κυρίως του χταποδιού, έχει έντονα τα μεσογειακά χαρακτηριστικά, αλλά και την ατμόσφαιρα του αραβικού στην πολύβουη Μεδίνα της, όπου τα ψάρια είναι ντανιασμένα με έναν μοναδικό, εντυπωσιακό τρόπο. Ο παλιός τρόπος ζωής και ο σύγχρονος μπλέκονται σε έναν γοητευτικό συνδυασμό μέσα στα τείχη με τους προμαχώνες και τους πύργους. Είναι από τις πιο δυνατές και ζωντανές εικόνες της Τυνησίας.
Ψηφιδωτά και χαρίσα

Το Μουσείο Μπαρντό στην Τύνιδα είναι πολύ εντυπωσιακό και διαθέτει τη μεγαλύτερη συλλογή εκπληκτικών ψηφιδωτών στον κόσμο. Εκεί αποτυπώνεται με γλαφυρό τρόπο αυτή η παράδοση αλιείας του χταποδιού, μαζί με πλήθος από παραστάσεις ψαριών και ψαρέματος. Το ψάρι είναι αποτρεπτικό του κακού παντού, ακόμη και πάνω από τις πόρτες των υπόσκαφων σπιτιών των τρωγλοδυτών, ενός από τους τρεις κλάδους που έσπασαν οι Βερβερίνοι που ήλθαν στην έρημο από τη Μεσοποταμία. Η ματιά του ψαριού είναι πάντα καλή, καθώς φιλτράρεται από το αλμυρό νερό. Το ψάρι κατέχει, όμως, κεντρική θέση στο τυνησιακό τραπέζι. Το δοκιμάσαμε ψητό με πλήθος συνδυασμών, με πιο γευστικό το παραδοσιακό κουσκούς, τα ψητά κυδώνια και τα ρεβίθια. Τα ψάρια και τα θαλασσινά σερβίρονται στα εστιατόρια στη μαρίνα του Πορτ Ελ-Καντάουι, προαστίου της Σους, όπως και μια ιδιαίτερη εκδοχή του κοκκινιστού χταποδιού με το εθνικό μπαχαρικό της Τυνησίας, τη χαρίσα.
Οι Ρωμαίοι, όμως, δεν άφησαν πίσω τους μόνο θαυμάσια ψηφιδωτά, αλλά και ένα σπουδαίο μνημείο στην Ελ Τζεμ, το Κολοσσαίο, ένα Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από λαξευμένη πέτρα που χτίστηκε το 230 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Γορδιανό. Κάπου 35.000 θεατές απολάμβαναν τα ρωμαϊκά θεάματα με τα άγρια ζώα και τους σκλάβους. «Ελ Τζεμ» σημαίνει τραβώ τα γκέμια και σταματώ το άλογο. Αυτό έκαναν η βασίλισσα των Βερβερίνων, η αμαζόνα Ελ Καχίνα, και οι 50 στρατιώτες της. Σταμάτησαν τα άλογά τους εδώ και κρύφτηκαν στο Κολοσσαίο. Ετσι πήρε το όνομά της η πόλη γύρω του.
Κυκλάδες στην Τυνησία

Οι Ρωμαίοι που ταξίδευαν από το Σφαξ και την Ελ Τζεμ προς την Καρχηδόνα σταματούσαν για να ξεκουραστούν στη Χαμαμέτ και να φάνε ψάρια. Το ίδιο ισχύει σήμερα και για τους περιηγητές της Τυνησίας. Σταματούν στην παλιά πόλη με το κάστρο και την αμμουδιά με τις ιδιότυπες βάρκες, ένα καθαρά μεσογειακό τοπίο. Μέσα στα νησιωτικά καλντερίμια της περιτοιχισμένης πόλης, στους λευκούς τοίχους είναι ζωγραφισμένα, με τη γαλάζια μπογιά που έχουν βαφτεί και τα πορτοπαράθυρα, κάθε είδους ψάρια.
Ομως η πιο «κυκλαδίτικη» γειτονιά της Τυνησίας είναι το Σίντι Μπου Σαΐντ, ένα χωριό όπου μένουν καλλιτέχνες, στην περιοχή της Αρχαίας Καρχηδόνας. Λευκοί τρούλοι προβάλλονται στο γαλάζιο μαζί με φοίνικες, ενώ τα πλακόστρωτα ανάμεσα στα λευκά σπίτια με τα μπλε καφασωτά βγάζουν σε θαλασσινά αγνάντια. Υπάρχουν, όμως, και οι αραβικές νότες, το παραδοσιακό καφενείο με τα ντιβάνια, τα χαλιά, τους αργιλέδες, την παραδοσιακή λεμονάδα και τον καφέ με το ροδόνερο. Αυτό που σου ρίχνουν στα χέρια όταν σε υποδέχονται, για να μυρίζεις το άρωμα της φιλοξενίας και της ανοιχτής καρδιάς που είναι διάχυτα στην Τυνησία.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Μαΐου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version