Το γλάσο της νοσταλγίας

Ολο και συχνότερα ακούει τελευταία αυτούς τους παράξενους θορύβους στο από πάνω διαμέρισμα: σαν να μετακινούνται ντουλάπες ή σαν να πέφτουν πράγματα στο πάτωμα.

ΤΟ ΒΗΜΑ
Ολο και συχνότερα ακούει τελευταία αυτούς τους παράξενους θορύβους στο από πάνω διαμέρισμα: σαν να μετακινούνται ντουλάπες ή σαν να πέφτουν πράγματα στο πάτωμα. Αναρωτιέται μήπως ένα φάντασμα έχει εγκατασταθεί στο σπίτι της κυρίας Στέλλας, που απεβίωσε πρόσφατα αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο σε ανεπιθύμητους επισκέπτες. Ισως πάλι να είναι όλα αποκυήματα της ιδιαίτερα ανεπτυγμένης φαντασίας της και των ευαίσθητων νεύρων της. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα επιτρέψει σε καμία μεταφυσική παρουσία να σταθεί εμπόδιο στην ολοκλήρωση του νέου συγγραφικού πονήματός της. Η πρωτοτυπία του θέματός της, είναι πεπεισμένη, θα αιχμαλωτίσει για ακόμη μία φορά τους αφοσιωμένους αναγνώστες της: μια ιστορία αγάπης στη μεσαιωνική Νάξο…
Το φάντασμα και το μυστήριο


Δυστυχώς, η Σάσα δεν μπορεί απερίσπαστη να χαθεί στον κόσμο του παραθαλάσσιου έρωτα από το μακρινό παρελθόν. Εκτός από το φάντασμα, υπάρχει και η πεζή, βρωμερή πραγματικότητα που της χτυπάει καθημερινά την πόρτα: τα σκουπίδια που σκορπίζονται στο πεζοδρόμιο –φρικώδες θέαμα αναμφισβήτητα –επειδή κάποιος άξεστος τα πετάει στον κάδο από το μπαλκόνι του. Μία και δύο και τρεις… Δεν πάει άλλο, το μυστήριο πρέπει να λυθεί. Η Σάσα εισβάλλει στο σαλόνι του Πέτρου του διαχειριστή και τον καλεί να τακτοποιήσει το ζήτημα. Τι κι αν ο Πέτρος έχει αλλού το μυαλό του σήμερα –έρχεται η κόρη του από το Λονδίνο –και δεν βλέπει την ώρα να ξεφορτωθεί την απαιτητική γειτόνισσα, ώστε να ψήσει απερίσπαστος το κέικ του. Η Σάσα επιμένει, ο Πέτρος υποχωρεί, και οι «ύποπτοι» καλούνται να δώσουν το «παρών», να δώσουν εξηγήσεις, να δώσουν κάτι, τέλος πάντων, που θα καθησυχάσει την ταραγμένη συγγραφέα. Η τελευταία άλλωστε είναι μάλλον πεπεισμένη ότι ένοχος είναι ο Αγκρόν, ο Αλβανός που μετακόμισε στην πολυκατοικία μαζί με τον γιο του πριν από εννέα μήνες. Την πεποίθησή της αυτή συμμερίζεται και ο άλλος ένοικος, ο Μπάμπης, που παθιάζεται ανεξέλεγκτα με το ζήτημα και απειλεί τον Πέτρο ότι αν δεν κατονομάσει τον δράστη –ακόμη και χωρίς αποδείξεις –οι συνέπειες θα είναι σοβαρές.
Το κλίμα αγριεύει…


Οι αντιπαραθέσεις οξύνονται, οι προκαταλήψεις ξεπροβάλλουν, οι κατηγόριες δίνουν και παίρνουν, το κλίμα αγριεύει. Ποιος είναι τελικά ο «σκουπίδας»; Ενα πακέτο τσιγάρα θα «δείξει» προς τη μεριά του Αγκρόν. Ναι, ο έφηβος γιος του είναι ο «σκουπίδας», αλλά δεν ήθελε να το παραδεχθεί γιατί ντρεπόταν. Ουδείς αναμάρτητος όμως σε αυτή τη συντροφιά: άλλοι αναθρέφουν έναν απολίτιστο απόγονο, άλλοι κρύβουν έναν τραβεστί δίδυμο αδελφό, άλλοι φοβούνται τους πίνακες ζωγραφικής και άλλοι σκάνε τα λάστιχα κακόβουλων κριτικών. Τι ωραία λοιπόν που όλοι παραδεχθήκαμε τις ντροπές μας και ξεμπροστιαστήκαμε! Τι ωραία που δεν χρειάζεται πια να λέμε ψέματα! Ας φιλιώσουμε τώρα κι ας δώσουμε τα χέρια. Ας διώξουμε τα σύννεφα της παρεξήγησης κι ας μασουλήσουμε μονιασμένοι το αφράτο, μυρωδάτο κέικ που μόλις βγήκε από τον φούρνο!
Το μήνυμα είναι προφανές: αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν, και «μια ανάσα» στέκεται συχνά ανάμεσα στο μεγαλύτερο κακό και στο μεγαλύτερο καλό. Λίγη καλή θέληση να υπάρχει, μια στιγμή υπέρβασης, κι αμέσως θα δώσουμε τόπο στην οργή, θα αναγνωρίσουμε την τρωτή, ανθρώπινη πλευρά μας, διάτρητη από φόβους, αδυναμίες, μικροπρέπειες. Ο Χατζηγιαννίδης επιχειρεί εκ νέου να μιλήσει γι’ αυτά τα ασήμαντα και ταπεινά που υφαίνουν τον ιστό της καθημερινότητας και του ψυχισμού μας. Οχι τα μεγάλα δράματα αλλά τα μικρά πάθη και λάθη, τα «φαντάσματα», που γιγαντώνονται στην απομόνωση και εξαφανίζονται, έστω προσωρινά, με τη συνύπαρξη –όποτε η τελευταία καθίσταται εφικτή. Δυστυχώς, το «Κέικ» δεν αναδεικνύει επαρκώς αυτόν τον μικρόκοσμο, τις ορατές και αόρατες εκφάνσεις του. Η προσπάθεια του συγγραφέα εξαντλείται στην αδέξια, επιπόλαιη διεκπεραίωση της πλοκής, βυθίζεται στη γραφικότητα των «παράξενων γειτόνων» και των δραματουργικά βεβιασμένων παρεξηγήσεών τους. Δεν μας νοιάζει ποιος πέταξε τα σκουπίδια από το μπαλκόνι, όταν η τετριμμένη αφορμή καταλήγει σε εξίσου τετριμμένα συμπεράσματα του στυλ «είμαστε όλοι σκατάνθρωποι» ή σε μπανάλ εξ ουρανού δηλώσεις «κορύφωσης», όπως «το τραβεστί αυτό είναι αδελφός μου και δεν θ’ αφήσω κανέναν να πει τον αδελφό μου παλιοπουτάνα».
Αργά και ανιαρά


Οι νευρώσεις των ηρώων μένουν ανεξερεύνητες, και το ενδιαφέρον μας γι’ αυτούς ξεκρέμαστο. Η παράμετρος του ρατσισμού προσφέρει απλώς ψευδαίσθηση επικαιρότητας. Οσο για το κέικ της συμφιλίωσης, αυτό φαντάζει τόσο παλιομοδίτικο ως εύρημα που ούτε με το γλάσο της νοσταλγίας δεν καταπίνεται. Σε συνδυασμό με τη σκηνοθεσία, όλα εκτυλίσσονται τόσο τακτοποιημένα, τόσο προβλέψιμα και προπαντός τόσο αργά και ανιαρά, ώστε έχει κανείς γενικότερα την αίσθηση ότι παρακολουθεί χλωμή κωμωδία «κοσμίας συμπεριφοράς» του 1950 –αίσθηση που ούτε οι «σύγχρονες» προσθήκες του «Αλβανού» και του «τραβεστί» καταφέρνουν να εξαλείψουν.
Μοναδική ευχάριστη νότα της βραδιάς η Μίνα Αδαμάκη ως σικάτη ναζιάρα-σκανδαλιάρα Σάσα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version