H Σύμη είναι όμορφη. Για την ακρίβεια, είναι ένα από τα πιο όμορφα μέρη του κόσμου. Το γαλάζιο συνυπάρχει με την απαλή ώχρα των σπιτιών, η ησυχία του καλοκαιριού διακόπτεται μόνο από κάτι ενοχλητικούς γλάρους, η φυσική ομορφιά του λιμανιού πλαισιώνεται από την αριστοκρατική αρχιτεκτονική, σε σημείο που να πιστεύεις ότι όλοι οι κάτοικοι του νησιού, των γλάρων συμπεριλαμβανομένων, έχουν γεννηθεί με ένα υπέροχο, μοναδικό, λιτό γούστο.
Δεν έχουν.
Αν καθήσεις και αφουγκραστείς πίσω από τους γλάρους, αν προσέξεις τις ομιλίες κάποιων κατοίκων, θα ακούσεις μια εν χορώ αποδοκιμασία, μια μόνιμη δυσφορία, μια βαθιά απέχθεια για «την αρχαιολογία» που δεν τους αφήνει να κάνουν όλα αυτά που θέλουν να κάνουν. Με τη φλου και κάπως υποτιμητική εκφορά της λέξης «Αρχαιολογία», εννοούν την Αρχαιολογική Υπηρεσία Δωδεκανήσου, η οποία με διαρκείς περιορισμούς στη δόμηση, στην επέκταση και στη διακόσμηση του νησιού απαγορεύει νεοελληνικές πατέντες, ελενίτ, πλακοστρώσεις κατά το δοκούν και άκρατη τσιμεντοποίηση.
Αυτή θα μπορούσε να είναι μια ευχάριστη ανεκδοτολογική διήγηση της θετικής πλευράς της γραφειοκρατίας, μια ιστορία για το πώς το συκοφαντημένο κράτος μπορεί υπό συγκεκριμένες συνθήκες να λειτουργήσει θετικά. Στην πραγματικότητα, αν όλα εξελιχθούν όπως θέλει η κυβέρνηση, αυτή θα είναι μια διήγηση ενός χαμένου παρελθόντος μιας διαφορετικής, χειρότερης, χώρας.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, τις ημέρες που η απρόθυμη ειδησεογραφία ετοιμαζόταν να πάει διακοπές, ο αεικίνητος υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας κατέθεσε ένα σχέδιο νόμου με το όνομα «Οριοθέτηση, διαχείριση και προστασία αιγιαλού και παραλίας». Ο τίτλος ακούγεται καλύτερος από το περιεχόμενο. Οι διαθέσεις του νόμου φαίνονται από τις πρώτες γραμμές της περιγραφής: «Η οικονομική σημασία της παράκτιας ζώνης είναι τεράστια και απαιτείται να απελευθερωθούν οι τεράστιες δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης που παρέχει». Μετά, γίνεται ακόμη καλύτερο, πιο λεπτομερές, πιο χειρουργικό, πιο ακροβατικό, όταν μιλάει για νομιμοποιήσεις και λοιπούς ευφημισμούς.
Ας εξετάσουμε τα πράγματα ψύχραιμα: Δεν γίνεται να μη λαμβάνει μέρος το υπουργείο Περιβάλλοντος στο συγκεκριμένο σχέδιο νόμου (το οποίο βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση μέχρι την επόμενη Τρίτη στο opengov.gr). Δεν γίνεται κάτι τόσο σημαντικό να τίθεται τόσο πρόχειρα, χωρίς μελέτες, χωρίς περιορισμούς και κριτήρια προστασίας. Αν ήταν τόσο απλά τα πράγματα, δεν θα υπήρχε το άρθρο 5 του Συντάγματος που λέει πως «απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Ελληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη Χώρα».
Και μετά την ψυχραιμία, ας δούμε τη δυσάρεστη πραγματικότητα. Το υπουργείο Περιβάλλοντος είχε εξασφαλίσει πόρους για την κατεδάφιση αυθαιρέτων που έχουν χτιστεί στον αιγιαλό, αλλά όπως λένε οι πληροφορίες, η πρόθεση του υπουργείου Οικονομικών είναι να νομιμοποιήσει αυθαίρετες κατασκευές (έναντι οικονομικού ανταλλάγματος) που βρίσκονται στις παραλίες και χρησιμοποιούνται για επιχειρηματικούς σκοπούς.
Για να μην είμαστε εκτός πραγματικότητας: Η ζωή στην Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με μια χίπικη προδιάθεση απόλυτης ελευθερίας. Ούτε με τη βεβαιότητα πως η ιδιωτική πρωτοβουλία υπό προϋποθέσεις και περιορισμούς δεν μπορεί να βοηθήσει. Αλλά καλό είναι να βάλουμε την πραγματικότητα σε λογικά όρια.
Η ωμότητα του συγκεκριμένου νομοσχεδίου δείχνει διαθέσεις. Το πιο πιθανό είναι πως έπειτα από αντιδράσεις, κομματικές, περιβαλλοντικές, εκλογικές και κοινωνικές, το νομοσχέδιο θα αποσυρθεί. Οι προθέσεις, όμως, μένουν. Και αυτές είναι: Ο τρόπος με τον οποίο κατατέθηκε. Οι εκβιαστικές αντιδράσεις των υπερασπιστών της, όπως αυτή η σχεδόν χλευαστική τοποθέτηση του υπουργού Ανάπτυξης Κωστή Χατζηδάκη, ο οποίος είπε πως «για να μην είμαστε ένα σοβιετικό κράτος,πρέπει να αποκτήσουμε νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες». Ο αδιέξοδος τρόπος με τον οποίο τίθεται το γνωστό ψευτοδίλημμα περί «κακού Δημοσίου» και «καλού ιδιωτικού». Τα συντρίμμια του διαλόγου που το μόνο που προσφέρουν είναι αποτελείωμα και καμία παραγωγική ανασυγκρότηση.
Το δίλημμα στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι αν η Ελλάδα «θα προοδεύσει ή θα αποτύχει», αυτή η επείγουσα, ιδρωμένη αφήγηση που διαλύει κάθε λογική. Το δίλημμα είναι αν θέλουμε μια καλύτερη ή μια χειρότερη Ελλάδα. Γιατί εδώ και τέσσερα χρόνια, προσπαθώντας «να την κάνουμε καλύτερη», το μόνο που καταφέρνουμε είναι να την καταστρέφουμε μεθοδικά.
Τουλάχιστον, ας έχουμε για πάντα τη Σύμη.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Μαΐου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
