Πριν ο κόσμος καταλάβει ότι πέθανε

Το Γκρίνουιτς Βίλατζ στο δυτικό Μανχάταν είναι υπέροχο. Ολα είναι όπως πρέπει να είναι. Οι τοίχοι έχουν τούβλα, ο κόσμος μοιάζει να είναι δημιουργικά

ΤΟ ΒΗΜΑ
Το Γκρίνουιτς Βίλατζ στο δυτικό Μανχάταν είναι υπέροχο. Ολα είναι όπως πρέπει να είναι. Οι τοίχοι έχουν τούβλα, ο κόσμος μοιάζει να είναι δημιουργικά πολυάσχολος, τα ρούχα είναι επιμελώς ατημέλητα, η ελευθερία και η καλώς νοούμενη δυτική ατμόσφαιρα πολιτισμού είναι παντού. Οι περισσότεροι ταξιδιώτες, οι επισκέπτες της πόλης, εμποτισμένοι από την κυρίαρχη αμερικανική κουλτούρα, γοητευμένοι από την αίγλη της πόλης, δεν μπορούν να αποφύγουν την αναμενόμενη ερώτηση: «Πώς θα ήταν η ζωή μου αν ζούσα εδώ; Δεν θα ήμουν πολύ πιο ευτυχισμένος;». Αν στο ρητορικό ερώτημα προσθέταμε το «Πόσο ευτυχής θα ήμουν αν έμενα εδώ, σε ένα ιδιόκτητο σπίτι, ως ένας από τους πιο αναγνωρισμένους ανθρώπους στον κόσμο, με λυμένο το βιοποριστικό μου πρόβλημα, ένας περιζήτητος επαγγελματίας, ένας αρτίστας περιωπής;». Η ευτυχία, στη θεωρία, θα χτυπούσε κόκκινο. Και η πλάνη το ίδιο.
Ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς των καιρών μας, βρέθηκε νεκρός σε ένα ιδιόκτητο διαμέρισμα, μέσα στον θεωρητικό παράδεισο του Γκρίνουιτς Βίλατζ. Εμοιαζε να τα έχει όλα. Ηταν ο αγαπημένος ηθοποιός όλου του κόσμου –όπως απέδειξε αυτός ο μαζικός θρήνος, αυτό το μανιακό, σχεδόν αυτιστικό, πάρτι αυτοέκφρασης και οδυρμού μέσω κοινωνικών δικτύων. Ηταν σίγουρα πλούσιος, είχε τρία παιδιά, ένα μέλλον το οποίο προδιαγραφόταν με τρόπο που σε κάνει να καταριέσαι ακόμη πιο πολύ τον θάνατο –κυρίως για τις ταινίες στις οποίες δεν έπαιξε -, είχε ένα σεμνό χαμόγελο και ήταν τόσο μεγαλοφυής, που έμοιαζε να κινείται μεταξύ παραίτησης και αφοσίωσης.
Δεν είχε αυτή την ανώριμη, έξαλλη συμπεριφορά που θεωρητικά ταιριάζει σε έναν σταρ, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του κακού παιδιού, του αυτοκαταστροφικού μειρακίου που δεν μπορεί να διαχειριστεί τα προνόμιά του. Χρησιμοποιούσε και προσέγγιζε το ταλέντο του στο να παίξει ξεχωριστούς, αντιπαθείς –ειδικά στον εαυτό τους –εσωτερικούς, υπαρξιακούς τύπους. Στο τέλος μοιάζει να οδηγήθηκε στον θάνατο από υπερβολική σκέψη, όχι από απερισκεψία.
Σε μία από τις ταινίες του, το όχι και τόσο σεμνό «Ξέφρενες νύχτες», αφού εισπράττει απόρριψη από το αντικείμενο του πόθου του, τον βλέπουμε να απολογείται στον εαυτό του μεταξύ συντριβής και αυτολύπησης, συμπυκνώνοντας την ιστορία της ανθρώπινης απόρριψης. Αυτός ο άνθρωπος ήταν εξαιρετικός στο να προβάλλει το εσωτερικό μίσος του εαυτού του. Ή απλώς στο να το νιώθει.
Πίσω από όλες τις ταινίες, από όλη την επιτυχία, από όλες τις πρεμιέρες και την ήρεμη ζωή της Νέας Υόρκης, όμως, κρυβόταν τελικά η αλήθεια: κανείς δεν ξέρει τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες. Κανείς δεν ξέρει ποια είναι αυτή η έλλειψη της ατελούς ανθρώπινης φύσης που σε οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Κανείς δεν ξέρει τι είναι αυτό που οδηγεί στην εξάρτηση.
Ισως αυτός ο θάνατος είναι η αφορμή να ξεκινήσει μια κουβέντα με κανονικούς όρους. Οι εξαρτημένοι άνθρωποι δεν είναι μόνο οι περιθωριακοί, οι πένητες, όσοι τρυπιούνται σε σκοτεινά σοκάκια, παραιτημένοι από τη ζωή. Εκτός από το πρόβλημα της ηρωίνης (στις ΗΠΑ ονομάζεται White Collar Heroin Problem και αναφέρεται σε καθωσπρέπει ανθρώπους, κυβερνητικούς υπαλλήλους, στελέχη τραπεζών, επιχειρηματίες που κοντρολάρουν την έξη τους στην ηρωίνη με κοινωνικά αποδεκτούς όρους –υπολογίζεται πως είναι 700.000 στην Αμερική), οι εξαρτήσεις είναι πολλαπλές και ενίοτε και κοινωνικά αποδεκτές, όπως ο τζόγος, το αλκοόλ, το φαγητό. Στην Ελλάδα, οι κοινωνικά αποδεκτές εξαρτήσεις –κυρίως το αλκοόλ -, όπως προέκυψε από έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών που έγινε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 6.000 ατόμων, αυξήθηκαν από το 2008 κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες. Οι προβλέψεις είναι ακόμη χειρότερες, όσο εντείνεται η σχετιζόμενη με την οικονομική και κοινωνική κρίση κατάθλιψη. Και όλοι αυτοί οι «κοινωνικά αποδεκτοί» εθισμοί είναι οι πιο επικίνδυνοι, καθώς η αναζήτηση βοήθειας γίνεται πιο δύσκολη, λόγω της κοινωνικής κατακραυγής της «κανονικότητας».
Ο θάνατος των σπουδαίων, όπως ήταν και όπως προδιαγραφόταν πως θα γίνει ο Χόφμαν, μπορεί να χρησιμεύσει –εκτός από επίδειξη μαζικού οδυρμού –και ως μια μαζική ψυχανάλυση. Αν μένει κάτι από αυτή την ιστορία, είναι η τελική παραδοχή: είμαστε ο τρόπος με τον οποίο διαχειριζόμαστε το αναπόφευκτο εσωτερικό κενό μας.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version