«Η Τράπεζα της Ελλάδος έπραξε αυτό που έπρεπε να πράξει -τα δέοντα», δήλωσε στην Βουλή ο κ. Γ. Προβόπουλος αναφερθείς στην υπόθεση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, εξηγώντας ότι εξαντλήθηκαν εκ μέρους της εγκαίρως όλες οι δυνατότητες που της παρέχονται από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Όπως είπε απαντώντας στις ερωτήσεις των βουλευτών της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, η ΤτΕ είχε υπό στενή παρακολούθηση το ΤΤ και εξάντλησε όλες τις δυνατότητες που είχε και ενημέρωσε τις αρμόδιες αρχές. Από εκεί και πέρα «η αξιολόγηση ανήκει στις δικαστικές αρχές», είπε επισημαίνοντας ότι η διοίκηση της ΤτΕ «συνεργάστηκε και υποβοήθησε την Δικαιοσύνη παντοιοτρόπως».
Την ίδια στιγμή προειδοποίησε ότι «μεμονωμένες περιπτώσεις δεν πρέπει να αποτελούν αφορμή για σχόλια γενίκευσης που δίνουν την εσφαλμένη εντύπωση ενός σαθρού τραπεζικού συστήματος». «Τέτοια σχόλια υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των καταθετών και ακυρώνουν τις δυνατότητες ενίσχυσης της πραγματικής οικονομίας», τόνισε, προσθέτοντας ότι «ενδεχόμενο κλίμα φοβίας θα οδηγούσε σε εξαιρετικά επιζήμια αποτελέσματα για τη χώρα».
Ο κ. Προβόπουλος αναφέρθηκε στο χρονικό των παρεμβάσεων και ελέγχων της ΤτΕ για το ΤΤ. Από το 2006 δόθηκε άδεια λειτουργίας τραπεζικού ιδρύματος στο ΤΤ εν όψει της εισαγωγής του τότε στο Χρηματιστήριο αλλά μόνον στη βάση ενός συγκεκριμένου επιχειρηματικού σχεδίου που αφορούσε τον τομέα πίστης ιδιωτών. Όπως είπε χαρακτηριστικά, το ΤΤ δεν διέθετε ούτε εξειδικευμένο σύστημα εσωτερικού ελέγχου ούτε την απαιτούμενη τραπεζική κουλτούρα. «Αν θα επεκτεινόταν παραπέρα θα έπρεπε να ενημερώσει την ΤτΕ», υπογράμμισε, διευκρινίζοντας ότι τα μοναδικά προϊόντα που διέθετε το ΤΤ τότε ήταν καταθετικοί λογαριασμοί και δάνεια σε δημοσίους υπαλλήλους.
· Τόσο το 2006, όσο και τα επόμενα χρόνια (2007 και 2008) διενεργήθηκαν από την ΤτΕ επιτόπιοι έλεγχοι: «Υποχρεώσαμε το ΤΤ να σταθμίζει τις επενδύσεις του σε σύνθετα προϊόντα με υψηλό δείκτη κινδύνου και ζητήσαμε την αύξηση του μετοχικού του κεφαλαίου», ενημέρωσε ο κ. Προβόπουλος.
· Ωστόσο, στις αρχές του 2009 «διαπιστώσαμε, χωρίς να μας έχουν ενημερώσει, την αλλαγή του επιχειρηματικού σχεδίου της τράπεζας». Τον Απρίλιο του ίδιου έτους η ΤτΕ με επιστολή της απαγόρευσε στο ΤΤ να χορηγήσει περαιτέρω επιχειρηματικά δάνεια, ενώ τον Ιούλιο το ΤΤ ενημέρωσε την κεντρική τράπεζα για διορθωτικές ενέργειες που έκανε και την πρόθεσή του να επεκταθεί στον τομέα των επιχειρηματικών δανείων.
· Τον Οκτώβριο του 2009 με επιστολή της η ΤτΕ ζήτησε αυτό να γίνει μόνο μετά από επιτόπιο έλεγχο και εφόσον διαπιστωνόταν η απαιτούμενη επάρκεια. «Στον έλεγχο διαπιστώθηκαν ελλείψεις και αδυναμίες», είπε σχετικά ο κ. Προβόπουλος.
· Και το 2010 επιβλήθηκε περιορισμός που προέβλεπε ότι τα επιχειρηματικά δάνεια μπορούν να δίνονται αλλά μόνο σε εταιρείες με υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση ή στο πλαίσιο κοινοπρακτικών δανείων.
· Το 2011 πραγματοποιήθηκε ο έλεγχος της BlackRock από τον οποίο προέκυψαν πιθανές ζημιές 7% επί του συνολικού χαρτοφυλακίου. «Ακούγεται χαμηλό το ποσοστό αυτό και εξηγείται επειδή το ΤΤ είχε μεγάλο χαρτοφυλάκιο στεγαστικών δανείων σε δημοσίους υπαλλήλους και υπήρχαν αρκετά δάνεια με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου και άρα ακίνδυνα», διευκρίνισε ο κ. Προβόπουλος. Όμως το ποσοστό των εκτιμώμενων ζημιών για τα επιχειρηματικά δάνεια ήταν 33%! «Ήταν δάνεια που δεν είχαν ωριμάσει», είπε χαρακτηριστικά. Η BlackRock επιβεβαίωσε τα ευρήματα χαρακτηρίζοντας «επιθετική» την τακτική αυτή. «Οι ζημιές θα μεγάλωναν αν η ΤτΕ δεν είχε επιβάλλει περιορισμούς», σημείωσε ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας.
· Στα τέλη του 2012 διενεργήθηκε νέος έλεγχος της ΤτΕ από τον οποίο «προέκυψαν ερωτηματικά και σκιές για τις οποίες ως οφείλαμε ενημερώσαμε την Αρχή Ξεπλύματος Βρώμικου Χρήματος που συγκέντρωσε στοιχεία και διαβίβασε τα πορίσματα στην εισαγγελία και ακολούθησαν όσα ακολούθησαν».
Ο κ. Προβόπουλος διευκρίνισε, παράλληλα, ότι η ΤτΕ «δεν εμπλέκεται στις αποφάσεις χορήγησης τραπεζικών δανείων». «Δεν είναι μια άτυπη προεγκρίνουσα αρχή. Η εγκριτική διαδικασία είναι εσωτερική ευθύνη. Εμείς από δειγματοληπτικούς ελέγχους διαπιστώνουμε αν εφαρμόζεται το εποπτικό πλαίσιο», είπε, ενώ αμφισβήτησε πλήρως το επιχείρημα ότι πριν προχωρήσει το ΤΤ στα μοιραία «ανοίγματα» ήταν κερδοφόρο: «Το ΤΤ δεν είχε εμφανίσει αξιόλογη κερδοφορία την καλή για τις τράπεζες περίοδο 2006-2010», σημείωσε και εξήγησε ότι τότε η κερδοφορία του «ήταν οριακά θετική»
Για τα «κόκκινα» δάνεια
Το υψηλό ποσοστό κόκκινων δανείων είναι αποτέλεσμα της βαθειάς και παρατετεμένης ύφεσης, επανέλαβε ο κ. Προβόπουλος, τονίζοντας ότι «παρά ταύτα η πρόοδος που έχει συντελεστεί ως προς την εξυγίανση, αναδιάταξη και ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών αναγνωρίζεται διεθνώς». «Θα ήταν έγκλημα να υπονομεύσουμε την χρηματοπιστωτική σταθερότητα με αβάσιμες γενικεύσεις εντυπωσιασμού», πρόσθεσε. Υπογράμμισε, πάντως, το «μεγάλο πρόβλημα με τα ΄΄κόκκινα΄΄ δάνεια» τα οποία οφείλονται στο ότι η οικονομία βίωσε μια πρωτοφανή με ιστορικά δεδομένα ύφεση που μείωσε το ΑΕΠ κατά 25% -μάλιστα είπε ότι στην μεγάλη οικονομική κρίση της Αμερικής ή μείωση σε ποσοστό του ΑΕΠ ήταν μικρότερη!- και στην πολύ μεγάλη άνοδο του ποσοστού της ανεργίας. Όπως είπε «οι τράπεζες κουβαλώντας το βασανιστικό βάρος του 30% των επισφαλών δανείων βρίσκονται σε αδυναμία να ανακυκλώσουν τα δάνεια», ενώ επανέλαβε με έμφαση το γεγονός ότι οι καταθέσεις που απωλέσθηκαν από τα τέλη του 2009 ως τον Ιούνιο του 2012 ήταν 90 δισ. ευρώ. Πάντως ήταν κατηγορηματικός όσον αφορά το PSI λέγοντας ότι με «συνετή χρήση, διαφυλάξαμε την χρηματοπιστωτική σταθερότητα» αποτρέποντας τα χειρότερα.
Για το απόθεμα του ΤΧΣ
Αναφερθείς στο απόθεμα του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, είπε ότι οι κεφαλαιακές ανάγκες που θα προκύψουν από τα stress test των τραπεζών, μπορούν να ικανοποιηθούν από το υπάρχον κεφαλαιακό απόθεμα που είναι της τάξης μεταξύ 8 και 9 δισ. ευρώ, ποσό που χαρακτήρισε «αξιόλογο και ικανοποιητικό μαξιλάρι». «Η ΤτΕ έκανε πολύ προσεκτική διαχείριση των πόρων των 50 δισ. ευρώ το οποίο όχι μόνο έφτασε αλλά άφησε και το μεγάλο αυτό μαξιλάρι ως την καινούργια διαγνωστική άσκηση των τραπεζών που αφορά την περίοδο ως και τα τέλη του 2016».
Για την υπερφορολόγηση
Ο κ. Προβόπουλος δεν δίστασε να συνταχθεί με τις απόψεις των βουλευτών που ασκούν κριτική για υπερφορολόγηση των πολιτών. Όπως είπε μάλιστα η ΤτΕ «εδώ και καιρό είχε πει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε να είναι κατά 2/3 από τις δημόσιες δαπάνες και κατά 1/3 από τα φορολογικά έσοδα, όχι από νέους φόρους και νέους συντελεστές αλλά από διεύρυνση της φορολογικής βάσης (αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής)». «Αυτό δεν έγινε. Η φοροδιαφυγή είναι ένα εθνικό σπορ», πρόσθεσε, αν και σημείωσε ότι «έχει γίνει σημαντική πρόοδος». «Φαίνονται τα πρώτα καλά σημάδια. Τα αμέσως επόμενα χρόνια θα υπάρξουν καλύτερα βήματα», συμπλήρωσε, ώστε «να ελαφρύνουμε τους συνεπείς φορολογουμένους που έχουν υποστεί φορολογική εξουθένωση».
