Υπό τη βαριά σκιά από τις σφαίρες των Καλάσνικοφ στην κατοικία του γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα ξεκίνησε η ελληνική προεδρία της ΕΕ. Και σύσσωμη η πολιτική ηγεσία του τόπου καταδίκασε κατά τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα έπειτα από ανάλογες τρομοκρατικές ενέργειες, την αποτρόπαιη αυτή επίθεση, χωρίς όμως να αναλογισθεί ότι είναι η δική της κυρίως συμπεριφορά που όπλισε τα χέρια των τρομοκρατών. Διότι η τρομοκρατία δεν λειτουργεί εν κενώ και κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει ότι οι αλλεπάλληλες δηλώσεις και καταγγελίες αρχηγών κομμάτων που εκφράζουν ακραίες απόψεις (συνεπικουρουμένων και ΜΜΕ που εκπέμπουν στο ίδιο μήκος κύματος) έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα όπου ούτε λίγο ούτε πολύ έχει επικρατήσει η εντύπωση ότι η χώρα βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή, με την επάνοδο του Δ’ Ράιχ και της μπότας των ναζί. Πρόκειται για τη γνωστή βολική επιλογή απόσεισης των δικών μας ευθυνών.
Αυτό δεν αναιρεί φυσικά τις ευθύνες της σημερινής γερμανικής ηγεσίας για την ακολουθούμενη πολιτική της στα ευρωπαϊκά πράγματα. Αλλά από το σημείο αυτό ως τις υπερβολικές και εκτός ορίων αντιδράσεις απέναντι στην πολιτική αυτή η απόσταση είναι τεράστια. Και ας μην ξεχνάμε ότι η Γερμανία, μετά την ισχυροποίησή της από την επανένωση τη δεκαετία του ’90, βρήκε τον δρόμο ελεύθερο για να αποκτήσει τη σημερινή ηγεμονική θέση της στην ΕΕ. Και τούτο επειδή στο μεταξύ είχε ραγίσει ο γαλλογερμανικός άξονας που εξασφάλιζε την ισορροπία δυνάμεων όλα αυτά τα χρόνια στην ενωμένη Ευρώπη. Η κατάρρευση της πολιτικής και οικονομικής ισχύος της Γαλλίας άνοιξε λοιπόν τον δρόμο στην επικράτηση της Γερμανίας. Και μπορεί η κυρία Μέρκελ και ο κ. Ολάντ να εκδηλώνουν τις ημέρες αυτές την πίστη τους στη συνεργασία των δύο χωρών τους για την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, τα λόγια όμως δεν αρκούν όσο η Γαλλία συνεχίζει την κατηφορική πορεία της και η Γερμανία την ανηφορική. Οπως δεν αρκούν και τα λόγια που ακούστηκαν από τα χείλη της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας για την έξοδο από την κρίση μέσα στο 2014, καθώς δημιούργησαν την εντύπωση ότι μόλις τερματισθεί το Μνημόνιο (αν, δηλαδή, τερματισθεί ομαλά και δεν δημιουργηθεί η ανάγκη για ένα νέο) θα επανέλθουμε ουσιαστικά στην παλιά καλή εποχή.
Για ακόμη μία φορά οι πολιτικοί μας δεν μας λένε την αλήθεια. Διότι η κυβέρνηση θα είναι υποχρεωμένη να κινηθεί απο ‘δώ και πέρα μέσα στο νέο αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο που έχουν συμφωνήσει οι χώρες της ευρωζώνης και το οποίο δεν επιτρέπει τη δημιουργία νέων ελλειμμάτων. Αθέτηση των υποχρεώσεων αυτών είναι βέβαιον ότι θα επισύρει εκ μέρους των άλλων κρατών-μελών κυρώσεις που μπορούν να φθάσουν ως και την πλήρη διακοπή των κοινοτικών επιδοτήσεων. Υπό τη δαμόκλειο αυτή σπάθη θα λειτουργεί λοιπόν η όποια ελληνική κυβέρνηση και καλό θα ήταν, αντί να δίνονται υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, να εξηγηθεί στους πολίτες ποιες είναι οι νέες δεσμεύσεις και ποιες είναι οι νέες υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας. Μάλλον όμως δεν πρόκειται να ακούσουμε παρόμοιες εξηγήσεις από τη στιγμή που τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν ως μοναδικό στόχο να οδηγήσουν τη χώρα σε νέες εκλογές. Οι τρίτες, δηλαδή, εκλογές μέσα σε μόλις δύο χρόνια. Και διερωτάται κανείς πώς κάτω από τις συνθήκες αυτές μπορεί να αποδώσει οποιοδήποτε πρόγραμμα σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας όταν απαιτείται γι’ αυτό ένα μίνιμουμ εθνικής συναίνεσης. Γεγονός που έρχεται να επιβεβαιώσει για ακόμη μία φορά ότι το κύριο πρόβλημα της χώρας δεν είναι οικονομικό αλλά βαθύτατα πολιτικό.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
