Ασε το κακό να μπει

Ποιος είναι τελικά ο πραγματικός εχθρός; Θα έρθει ένα βράδυ να μας χτυπήσει την πόρτα εκεί που πίνουμε ήσυχα το τσάι μας ή μήπως βρίσκεται ήδη μέσα μας καραδοκώντας; Στα «Χάρτινα λουλούδια», έργο του 1970, συμβαίνουν και τα δύο. Αν ο Μπέτο, ή Μπαρακούντα, ένας νεαρός αλήτης, εισβάλλει στο διαμέρισμα της Εύας, το σίγουρο είναι πως αυτή του ανοίγει την πόρτα όταν του ζητεί να της μεταφέρει τα ψώνια. Και αν αυτός αρνείται να φύγει με τη δικαιολογία ότι τον περιμένουν στη γωνία να τον σκοτώσουν, εκείνη δεν μοιάζει να αγανακτεί.

Ασε το κακό να μπει
Ποιος είναι τελικά ο πραγματικός εχθρός; Θα έρθει ένα βράδυ να μας χτυπήσει την πόρτα εκεί που πίνουμε ήσυχα το τσάι μας ή μήπως βρίσκεται ήδη μέσα μας καραδοκώντας; Στα «Χάρτινα λουλούδια», έργο του 1970, συμβαίνουν και τα δύο. Αν ο Μπέτο, ή Μπαρακούντα, ένας νεαρός αλήτης, εισβάλλει στο διαμέρισμα της Εύας, το σίγουρο είναι πως αυτή του ανοίγει την πόρτα όταν του ζητεί να της μεταφέρει τα ψώνια. Και αν αυτός αρνείται να φύγει με τη δικαιολογία ότι τον περιμένουν στη γωνία να τον σκοτώσουν, εκείνη δεν μοιάζει να αγανακτεί. Αντιθέτως μάλιστα∙ η ανάγκη της για συντροφικότητα είναι τόσο μεγάλη ώστε πρόθυμα παραβλέπει την ολοένα και πιο αλλόκοτη συμπεριφορά του καινούργιου της φίλου. Τα περίεργα ξεσπάσματά του, οι απότομες αλλαγές, οι εκκεντρικές απαιτήσεις του γίνονται όλα δεκτά με στωικότητα και χαμόγελα από τη μεριά της.
Το διαμέρισμά της θα περάσει και αυτό σταδιακά στα χέρια του εισβολέα. Ο Μπέτο μισεί όλο τον καθωσπρεπισμό, την τάξη και την καθαριότητα αυτού του μεσοαστικού περιβάλλοντος στο οποίο η Εύα διάγει την προφυλαγμένη, ανιαρή ζωή της. Ανελέητα θα καταστρέψει τα έπιπλά της, θα μετατρέψει το «πολιτισμένο» σαλόνι της σε πεδίο μάχης σπαρμένο με ερείπια. Ακόμη και τα «χάρτινα λουλούδια», αυτά που στην αρχή της συγκατοίκησης της φτιάχνει από αποκόμματα εφημερίδων, στο τέλος θα χρησιμοποιηθούν ως ένα ακόμη μέσο εξευτελισμού της.
Ο πόλεμος των φύλων, των τάξεων, του παλιού με το καινούργιο, αλλά και του λογοκρατούμενου Εγώ με το άναρχο ασυνείδητο, όλες οι ερμηνείες χωρούν στο κείμενο του χιλιανού συγγραφέα. Το σημαντικό είναι να περάσουν αυτά τα στοιχεία μέσα από μια κορυφούμενη αίσθηση απειλής, η οποία τελικά εκτονώνεται χωρίς επιζώντες: όταν έχεις φθάσει στα άκρα, πού μπορείς να πας μετά;
Ο σκηνοθέτης της παράστασης στο θέατρο Ιλίσια μας έδωσε μόνο μια αραιωμένη, ισχνή εκδοχή του έργου. Από το άγχος του να ξορκίσει τον ρεαλισμό, ο σκηνοθέτης έβαλε τους ηθοποιούς σε μια τροχιά διαρκούς κίνησης και αλλεπάλληλων ευρημάτων που κλωτσάνε αισθητικά και μας αποπροσανατολίζουν διαρκώς. Η νευρική φύση της ηρωίδας αποδίδεται επιφανειακά βάζοντας την ηθοποιό να περπατάει διαρκώς πάνω-κάτω και να ανοιγοκλείνει το ψυγείο.
Ο εγκλωβισμός στη ρουτίνα της σκιαγραφείται εξόφθαλμα μέσα από έναν δήθεν αργό βηματισμό σε λούπα. Διαγώνιες παγωμένες πόζες, παρ’ ολίγον «πεσίματα», λικνίσματα, ένα άκυρο κοίταγμα στον καθρέφτη μαζί με διάλογο, η συνομιλία από διαφορετικά τραπέζια, το κομφετί που πέφτει από το ταβάνι, οι εφετζίδικες «ιπτάμενες» καρέκλες, δεκάδες σοβαροφανείς τσαχπινιές που αποδεικνύουν ότι αν δεν έχεις λύσει τα βασικά ζητήματα σχέσεων και δράσεων, το κενό δεν καλύπτεται με κόλπα.
Το χάσμα μεταξύ των δύο ηρώων φαντάζει ανεπαίσθητο: τόσο η Εύα αλλά κυρίως ο Μπέτο ελάχιστα αποτυπώνουν στην αύρα τους την κοινωνική καταγωγή τους. Το διαμέρισμα της πρώτης, όπου λαμβάνει χώρα η δράση, αποδίδεται ως σκηνικός χώρος απογυμνωμένος από κάθε ίχνος βολεμένης γυναικείας ζωής –έτσι στερημένο από χαρακτήρα θα μπορούσε να ανήκει στον οποιονδήποτε.
Η Κατερίνα Λέχου καταβάλλει μεγάλη αλλά εν πολλοίς εξωτερική προσπάθεια να αποδώσει τόσο τη νευρωσική όσο και την διψασμένη για αγάπη πλευρά της ηρωίδας της. Το αποτέλεσμα είναι μάλλον υπερβολικό, με έναν συναισθηματισμό που συχνά υποκύπτει σε γλυκερές, μελοδραματικές εκφάνσεις, ειδικά όταν της αναλογούν ατάκες-παγίδες όπως: «Είμαι μόνη, Μπέτο, κι έχω ανάγκη από αγάπη και στοργή. Είμαι εδώ, σ’ αγαπάω, κοίταξέ με».
Ο Αρης Σερβετάλης επιλέγει τη λιτότητα για το μεγαλύτερο μέρος του έργου, θεωρώντας ότι αυτή θα τον βοηθήσει να χτίσει τον αινιγματικό Μπέτο. Χρειάζονται νομίζω περισσότερες αντιθέσεις, περισσότερες μεταπτώσεις στην ομιλία, μεγαλύτερη ποικιλία ύφους προκειμένου να αποδοθεί αυτή η ελαφρώς σχιζοφρενική προσωπικότητα.
Παρ’ όλα αυτά, στην τελευταία σκηνή του έργου ο ηθοποιός «ξεσπαθώνει» και μας παρασύρει: χτυπώντας σαν αγριεμένο πουλί με τα χέρια σαν ράμφος το σώμα της καταρρακωμένης Εύας και βρίζοντας από τα βάθη της ψυχής του αυτό το «μικρό σκατό», όπως την αποκαλεί, ο ηθοποιός μάς εξασφαλίζει ένα από τα ελάχιστα χορταστικά στιγμιότυπα της βραδιάς. Είναι πλέον αργά, αλλά καταφέρνουμε φευγαλέα να διαισθανθούμε την εκρηκτική δυναμική αυτής της σχέσης, ακόμη κι αν όλο το προηγούμενο πάρε-δώσε τους στάθηκε άρρυθμο, αμήχανο, χλιαρό, χωρίς εντάσεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version