«Δεν με θυμάστε αλλά ψωνίζω σε εσάς από φοιτήτρια» λέει μια μεσήλικη γυναίκα καθώς δοκιμάζει παπούτσια στο κατάστημα της οικογένειας Κατσάλη. Πρόκειται για τη φίρμα «Λεμήσιος» που συνδέεται με το ομώνυμο κατάστημα και τη μικρή βιοτεχνία (οικοτεχνία) που λειτουργεί από το 1912 και σήμερα έχει φθάσει στην πέμπτη γενιά. Ταυτισμένη με τα χειροποίητα γυναικεία παπούτσια, η φίρμα έχει σήμα κατατεθέν τις «μπαλαρίνες» που φτιάχνει τα τελευταία 50 χρόνια. Η οικογενειακή επιχείρηση αναπτύσσει «αντισώματα», σε μια περίοδο όπου η ύφεση χτυπά την κατανάλωση. «Η εξειδίκευση μας βγήκε σε καλό» λέει ο κ. Κ. Κατσάλης, δισέγγονος του ιδρυτή της φίρμας, που μαζί με τον αδερφό του Μ. Κατσάλη και τη μητέρα τους Ισμήνη έχει αναλάβει τη διαχείριση. Ο ιδρυτής Νικόλαος Γεωργίου ήρθε από την Κύπρο στην Αθήνα το 1912 και μυήθηκε στην τσαγκαρική τέχνη. Με το όνομα «Λεμήσιος», ο «εκ Λεμεσού» εδραιώθηκε στην αγορά της Αθήνας. Σήμερα από τα έξι άτομα που απασχολούνται στην επιχείρηση οι τέσσερις είναι απόγονοι του Ν. Λεμήσιου και δύο είναι εξωτερικοί τεχνίτες. Φιλοσοφία της επιχείρησης είναι η «μικρή παραγωγή», καθώς η οικοτεχνία κατασκευάζει 18 ζευγάρια την ημέρα, από τα οποία κατά μέσον όρο «τα δέκα με 12 είναι ήδη πουλημένα», ενώ στην αλλαγή της σεζόν ο αριθμός ανεβαίνει. Σε ετήσια βάση υπολογίζεται ότι κατασκευάζονται περίπου 4.000 ζευγάρια, από τα οποία πωλούνται τα 2.200 κατά μέσον όρο. Το «πλεονέκτημα» της μικρής παραγωγής είναι ότι μπορείς «να ελέγχεις την ποιότητα, να κάνεις αυτό που θέλεις ή αυτό που θέλει ο πελάτης», επισημαίνει. Αλλωστε κατά καιρούς πολλοί προσέγγισαν τη φίρμα για συνεργασία και χονδρική διάθεση. «Αισθανόμαστε ότι το προϊόν μας μπορεί να πουληθεί μόνο από εμάς» λέει. «Το κόστος παραγωγής είναι μεγάλο», ωστόσο τα «ανοίγματα» είναι μικρότερα, μια και δεν χρειάζεται τα παπούτσια να βγαίνουν σε όλα τα νούμερα, αφού μπορεί να γίνει παραγγελία. Πελάτισσες είναι κατά πλειοψηφία γυναίκες από 25 ως 55 ετών, μέσου εισοδήματος, «που έχουν ανάγκη να είναι καλοβαλμένες και ταυτόχρονα να νιώθουν άνετα. Ξεχωριστή κατηγορία είναι οι φοιτήτριες της Νομικής που μόλις αποφοιτήσουν έρχονται και παίρνουν μπαλαρίνες», αλλά και πελάτισσες που φέρνουν τις κόρες τους και τις εγγονές τους. Το κατάστημα κρατάει τα μέτρα σχεδόν για τις μισές πελάτισσες, γιατί κάνουν ειδικές παραγγελίες και «μια καλή πελάτισσα θα ψωνίσει οχτώ με δέκα ζευγάρια τον χρόνο».
Στο πελατολόγιο της φίρμας έχουν μπει δυναμικά η περιφέρεια και το εξωτερικό. Ειδικά την τελευταία χρονιά «η επαρχία συντηρεί πολύ την Αθήνα», υπογραμμίζει ο κ. Κατσάλης. «Η φήμη “από στόμα σε στόμα” φέρνει πελάτες από το εξωτερικό και την επαρχία» λέει. Από την άλλη, με την κρίση παρατηρεί «μια υγιή αντίδραση της αγοράς», με την επιστροφή πελατισσών που έδιναν 200 ή 300 ευρώ για ένα παπούτσι και «έρχονται τώρα στα 130 ευρώ». Στα σχέδιά της είναι η δημιουργία ενός ηλεκτρονικού καταστήματος για να εξυπηρετήσει τη ζήτηση από το εξωτερικό, ειδικά για τις «μπαλαρίνες». «Στέλνω πολλά ζευγάρια στην Αμερική, στην Ιταλία, στη Γερμανία, στη Βρετανία, στην Κύπρο» λέει ο κ. Κατσάλης. «Οι ελληνίδες πελάτισσες μου φέρνουν τις ξένες. Εχω πελάτισσα στο Βερολίνο που θα μου παραγγείλει 12 με 15 ζευγάρια τον χρόνο και θα πουλήσω άλλα τόσα στον κύκλο της» αναφέρει. Επίσης, από ταξιδιωτικούς οδηγούς και άρθρα του εξωτερικού τον «ανακαλύπτουν» τουρίστες που επισκέπτονται την Αθήνα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
