Ολα θύμιζαν ένα ξεπερασμένο παρελθόν

Κάθομαι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου όπως περίπου ο μαθητής μπροστά στη λευκή του κόλλα λίγο πριν τελειώσει ο χρόνος της εξέτασης. Σκέφτομαι: Τι να απόμεινε άραγε από τον περσινό Δεκέμβρη; Η μοναδική απάντηση που μου έρχεται στο μυαλό είναι: Απολύτως τίποτε! Τα γεγονότα που ξεκίνησαν με αφορμή τον τραγικό θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου οδήγησαν τότε μερικούς να προφητεύσουν μια «κοινωνική Δευτέρα Παρουσία» όπου όλοι οι αμαρτωλοί θα έπρεπε να μετανοήσουμε. Αρκετοί άλλοι νόμιζαν πως παρακολουθούσαν μια μεγάλη κοινωνική έκρηξη με μακροχρόνιες και απρόβλεπτες συνέπειες.

Το κέντρο της Αθήνας φλέγεται, πέρυσι τον Δεκέμβρη

Κάθομαι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου όπως περίπου ο μαθητής μπροστά στη λευκή του κόλλα λίγο πριν τελειώσει ο χρόνος της εξέτασης. Σκέφτομαι: Τι να απόμεινε άραγε από τον περσινό Δεκέμβρη; Η μοναδική απάντηση που μου έρχεται στο μυαλό είναι: Απολύτως τίποτε!

Τα γεγονότα που ξεκίνησαν με αφορμή τον τραγικό θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου οδήγησαν τότε μερικούς να προφητεύσουν μια «κοινωνική Δευτέρα Παρουσία» όπου όλοι οι αμαρτωλοί θα έπρεπε να μετανοήσουμε. Αρκετοί άλλοι νόμιζαν πως παρακολουθούσαν μια μεγάλη κοινωνική έκρηξη με μακροχρόνιες και απρόβλεπτες συνέπειες. Γελάστηκαν. Σε αρκετούς κόστισε σε αξιοπιστία. Ο ΣΥΡΙΖΑ, το πολιτικό μόρφωμα που νόμιζε πως βρήκε μια πολιτική ευκαιρία προς αξιοποίηση, έχασε σε πολιτική επιρροή και έκτοτε αντιμετωπίζει μια ισχυρή, πιθανόν διαλυτική, κρίση ταυτότητας.

Στην εξέγερση-φάρσα, που είχε τις αιτίες της στον κουτσαβακισμό κάποιων οργάνων της τάξης και στην ανικανότητα του κράτους από τη μια και στην κυρίαρχη «λαϊκο-δημοκρατική» κουλτούρα της Μεταπολίτευσης, που ευνοεί συστηματικά καλυμμένες υπό επαναστατικό μανδύα ανομικές συμπεριφορές, από την άλλη, συμμετείχαν τέσσερις κυρίως ομάδες: οι συνήθεις αναρχικοί/αριστεριστές, οι κινητοποιημένοι πενηντάρηδες της «καθεστωτικής Αριστεράς», οι μαθητές/φοιτητές και ένας αριθμός από μετανάστες.

Από τις τέσσερις αυτές ομάδες οι δύο πρώτες συμμετέχουν ανελλιπώς σε κάθε ανάλογη κοινωνική εκδήλωση τα τελευταία τριάντα χρόνια εκφράζοντας τον βίαιο ριζοσπαστισμό τους οι πρώτοι και τις ειρηνικές επαναστατικές ευαισθησίες τους οι δεύτεροι. Οι δύο αυτές ομάδες επιχείρησαν να επιβάλουν στις εξελίξεις την οργανωτική τους κουλτούρα: τη βίαιη και μάλλον απολιτική στάση τους οι πρώτοι, την υπερ-πολιτικοποιημένη, «λαϊκο-δημοκρατικών» καταβολών, και με πρόσβαση στους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, κουλτούρα τους οι δεύτεροι. Οι πρώτοι, πολύ νεότεροι, ζούσαν τα γεγονότα με την ένταση αυτού που πενθεί ένα στενό του πρόσωπο. Εμπειρότεροι οι δεύτεροι, αντιμετώπιζαν την κατάσταση όπως οι μακρινοί συγγενείς το μνημόσυνο: με ελεγχόμενη συγκίνηση και με δεύτερες σκέψεις για την «κληρονομιά».

Οι μαθητές, πάλι, κουβαλώντας έναν συναισθηματισμό μαζί με μια αίσθηση του χαβαλέ- απολύτως φυσικά και τα δύο για την ηλικία τους-, με τις διαδηλώσεις και τις καταλήψεις έκαναν ένα ευχάριστο διάλειμμα από το βαρετό και μίζερο σχολείο. Εκτόνωσαν την εφηβική τους ορμή σε πετροπολέμους εναντίον αστυνομικών τμημάτων, συχνά με τις μαμάδες τους από πίσω, ιδιαίτερα εκεί στα κινητοποιημένα βόρεια προάστια.

Τέλος, υπήρξαν οι μετανάστες και οι άλλοι κοινωνικά αποκλεισμένοι που συμμετείχαν στην ουρά της πορείας πρωταγωνιστώντας στο πλιάτσικο. Ανθρωποι που πρόβαραν γυαλιά Gucci στους καθρέπτες των λεηλατημένων καταστημάτων την ώρα του χαλασμού. Φθόνος και λαχτάρα μαζί για την κοινωνία της αφθονίας που απλωνόταν επιδεικτικά μπροστά τους χωρίς να μπορούν να την αγγίξουν.

Ολοι οι παραπάνω σχημάτισαν ένα αμάλγαμα μέσα σε ένα τοπίο όπου κυριαρχούσαν ο θόρυβος και τα χρώματα. Αυτό εντυπωσίασε και τα media που ενίσχυσαν τον ναρκισσισμό των συμμετεχόντων στα επεισόδια δίνοντας την αίσθηση ότι συμμετέχουν σε ένα είδος ελληνικού Μάη του ΄68.

Παρά τις αγωνιώδεις, από κά ποιους, προσπάθειες να φανεί ότι τα γεγονότα άνοιγαν ένα παράθυρο στο μέλλον, στην πραγματικότητα όλα θύμιζαν ένα ξεπερασμένο παρελθόν. Προέκυψε μάλιστα μια κακή αντιγραφή των λαϊκο-δημοκρατικών ιδεοληψιών του ΄70 και του ΄80. Το σύνολο των αιτημάτων και των συνθημάτων ανέδυε το φοιτητικό κλίμα της Μεταπολίτευσης ενδεδυμένο με έναν φορτισμένο από την τραγωδία απολιτικό μελοδραματισμό. Ο Γρηγορόπουλος, εξάλλου, ως σύμβολο δεν ήταν ούτε ο Κουμής ούτε καν ο Καλτεζάς. Η «εξέγερση» του Δεκέμβρη δεν παρήγαγε ούτε μια καινούργια ιδέα, δεν γέννησε ούτε ένα νέο αίτημα, δεν υιοθέτησε νέα αισθητικά πρότυπα, δεν παρήγαγε έναν νέο πολιτικό λόγο. Ισως γι΄ αυτό θυμόμαστε ελάχιστα πράγματα, πέρα από τις σπασμένες τζαμαρίες και τις καμένες βιβλιοθήκες. Ισως για αυτό όταν θα ακούμε τη φράση «να κρατήσουμε ζωντανό τον Δεκέμβρη» θα καταλαβαίνουμε κυρίως πως κάποιες βιτρίνες θα σπάσουν ακόμη, κάποιοι καθηγητές θα γιαουρτωθούν ή θα ξυλοφορτωθούν, κάποιοι αστυνομικοί μπορεί να πέσουν νεκροί.

Αν έμεινε κάτι από τα γεγονότα, βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση που οι υμνητές του Δεκέμβρη φαντάζονται. Βιώσαμε ως πολίτες την αξία του κράτους δικαίου. Συνειδητοποιήσαμε ότι το «επαναστατικό δίκαιο» είναι στην πράξη η εξύμνηση της αυθαιρεσίας και της εξαχρείωσης που οδηγεί στον εξευτελισμό του ατόμου και σε κάθε μορφής ολοκληρωτισμό. Κατανοήσαμε πως, όταν καταστρέφονται περιουσίες και απειλείται η ανθρώπινη ζωή, διαλύεται ο κοινωνικός ιστός και εκβαρβαριζόμαστε. Αντιληφθήκαμε ότι οι πολίτες οφείλουν να μην ανέχονται καμία έκφραση αυθαιρεσίας και τρομοκρατίας, όποιον ιδεολογικό μανδύα και αν φέρουν.

Ο Δεκέμβρης έκανε, για πρώτη φορά ίσως στη Μεταπολίτευση, τόσο πολλούς ανθρώπους από τον χώρο των γραμμάτων και της επιστήμης να σπάσουν το φράγμα της σιωπής και να αντισταθούν στο παραλήρημα της αυτοαποκαλούμενης επαναστατικής βίας. Μάλιστα κάποιοι από αυτούς το πλήρωσαν ήδη, με επιθέσεις και με απειλές ενάντια στη ζωή τους. Υπό το παραπάνω πρίσμα, αν κάτι έχει νόημα να μείνει από τον Δεκέμβρη είναι το: Ποτέ πια Δεκέμβρης!

Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.