O γαλλικός όρος Νouvelle Vague (Νέο Κύμα) έχει τόσο πολύ συνδεθεί με την 7η Τέχνη που πολλοί ξεχνούν ότι είχε γεννηθεί πολύ πριν από τη μεγάλη έκρηξη των αντιπροσωπευτικών ταινιών του. Ηδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, τα γαλλικά ΜΜΕ είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν τον όρο «νέο κύμα» για να χαρακτηρίσουν τις αλλαγές στην ευρύτερη κοινωνία της Γαλλίας, στη διαμόρφωση της οποίας τον σημαντικότερο ρόλο έπαιξε η νεολαία. Ο όρος έγινε «αυτοκόλλητος» με τον κινηματογράφο μετά τη συνδυαστική επιτυχία των «400 χτυπημάτων» του Φρανσουά Τρυφό και του «Χιροσίμα, αγάπη μου» του Αλέν Ρενέ , ταινίες που θριάμβευσαν στο Φεστιβάλ Καννών το 1959 αποσπώντας το μεν πρώτο το βραβείο σκηνοθεσίας, το δε δεύτερο τον Χρυσό Φοίνικα. Γι΄ αυτό και το 1959 θεωρείται, τύποις τουλάχιστον, το έτος γέννησης του γαλλικού Νέου Κύματος.
Στην ανάπτυξή του σημαντικό ρόλο έπαιξε η θεωρητική δουλειά του περιοδικού «Cahiers de Cinema» (Κινηματογραφικά Τετράδια) από το οποίο ξεκίνησαν τη δραστηριότητά τους ως κριτικοί κινηματογράφου κατοπινοί σκηνοθέτες όπως ο Κλοντ Σαμπρόλ, ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ, ο Ερίκ Ρομέρ και οΤρυφό. Η ομάδα των «Cahiers» εξέφραζε δύο κύριες θεωρητικές αντιλήψεις: α) το φιλμ ως γραφή (ecriture) και β) ο σκηνοθέτης ως δημιουργός (auteur). Η εικόνα δεν είναι πια υποτελής σε ένα λογοτεχνικό σενάριο. Ο κινηματογράφος αποκτά αυτοτέλεια στη γραφή του και ο σκηνοθέτης είναι ο συγγραφέας της ταινίας, εξουσιάζοντας την κάμερα.
Ως κριτικοί των «Cahiers», άλλωστε, όλοι αυτοί οι σκηνοθέτες υπήρξαν ιδιαιτέρως σκληροί απέναντι στο «σινεμά του μπαμπά» (Cinema de Ρapa), το παρατσούκλι που χρησιμοποιείτο για τον κινηματογράφο του «συστήματος» τον οποίο εκπροσωπούσαν παλαιότεροι σκηνοθέτες όπως ο ΚλοντΟτάν Λαρά, ο Αντρέ Καγιάτ, ο Αντρέ Ινεμπέλ και ο Ανρί-Ζορζ Κλουζό. Την ίδια ώρα όμως θαύμαζαν την ανεξάρτητη πορεία των επίσης παλαιότερων Γάλλων Ζαν Ρενουάρ, Ζακ Τατί, Ρομπέρ Μπρεσόν, Ζαν Κοκτό και Ζακ Τατί , των Ιταλών της δεκαετίας του 1950, κυρίως του Ρομπέρτο Ροσελίνι , και τον παραγνωρισμένο ως τότε αμερικανικό κινηματογράφο σκηνοθετών όπως ο Τζον Φορντ, ο Χάουαρντ Χοκς, ο Μάικλ Κερτίζ και, φυσικά, ο Αλφρεντ Χίτσκοκ. Ηταν όλοι τους παιδιά της Γαλλικής Ταινιοθήκης στην οποία είχαν περάσει ατελείωτες ώρες ανακαλύπτοντας το ευρύ φάσμα του κινηματογράφου.
«Μούσες» και παλικάρια
Με ακρίβεια δεν μπορούμε να πούμε πότε ακριβώς αρχίζει το Νέο Κύμα και πότε ακριβώς τελειώνει. Στην πραγματικότητα οι σκηνοθέτες που το συνέθεσαν είχαν διαφορετικές μεταξύ τους καταβολές, εμπνέονταν από διαφορετικά πράγματα και γενικότερα είχαν ελάχιστα κοινά σημεία. Για παράδειγμα, πολλοί θεωρούν την πρώτη ταινία Νέου Κύματος το «Ρointe Court» της Ανιές Βαρντά , άλλοι το «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα» του Ροζέ Βαντίμ. Και οι δύο είναι ταινίες του 1956 – τρία χρόνια πριν από τα «400 χτυπήματα» και το «Χιροσίμα, αγάπη μου». Ωστόσο το πρώτο πέρασε εντελώς απαρατήρητο, ενώ το δεύτερο έκανε τόσο πολύ θόρυβο, μετατρέποντας την Μπριζίτ Μπαρντό σε διεθνή σταρ, που αναπόφευκτα φαινόταν σαν ξένο σώμα δίπλα στις μεταγενέστερες ταινίες του Νέου Κύματος. Επτά χρόνια αργότερα, με την «Περιφρόνηση» (1963) του Γκοντάρ, η Μπαρντό θα γινόταν μια από τις μούσες της Νouvelle Vague (η Αννα Καρίνα ήταν μια άλλη), ενώ ο Ζαν Πολ Μπελμοντό , πρωταγωνιστής στο «Με κομμένη την ανάσα» και στον «Τρελό Πιερό», επίσης του Γκοντάρ, έχει μείνει στην ιστορία ως το απόλυτο παλικάρι του κινήματος.
Υπάρχει επίσης η περίπτωση του Λουί Μαλ, που γύρισε το «Ασανσέρ για δολοφόνους» το 1958, την ίδια δηλαδή χρονιά που ο Κλοντ Σαμπρόλ γύρισε τον «Ωραίο Σέργιο». Μόνον όμως όταν εμφανίστηκε η διπλή επιτυχία των «400 χτυπημάτων» και του «Χιροσίμα, αγάπη μου», η οποία ακολουθήθηκε από το «Με κομμένη την ανάσα» του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, κριτικοί και κοινό άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι κάτι άλλαζε ριζικά στον γαλλικό κινηματογράφο και η Γαλλία γινόταν το κέντρο της κινηματογραφικής ανανέωσης, αυτό δηλαδή που αντιπροσώπευε η Ιταλία κατά την προηγούμενη δεκαετία.
Ο,τι αρχίζει ωραία τελειώνει… τονΜάη του ΄68
Μετά τον Μάη του ΄68 τα παιδιά είχαν πια μεγαλώσει, η αθωώτητα είχε χαθεί, οι δρόμοι είχαν χωρίσει (στην περίπτωση των Γκοντάρ- Τρυφό μάλιστα υπήρξε μια μεγάλη διαμάχη) και στους περισσότερους το σκηνοθετικό ύφος υποχώρησε σε συμβάσεις. Οι τελευταίες ταινίες του Τρυφό, για παράδειγμα, έμοιαζαν περισσότερο με τις ταινίες που ο ίδιος είχε απορρίψει νεότερος. Το Νέο Κύμα, όμως, εκτός από τις ίδιες τις ταινίες που άφησε ως κληρονομιά, άσκησε τεράστια επιρροή στον παγκόσμιο κινηματογράφο καθώς ψήγματά του δεν έχουν σταματήσει να εμφανίζονται σε αμερικανικές ταινίες είτε εκείνης περίπου της εποχής («Μπόνι και Κλάιντ» του Αρθουρ Πεν ) αλλά και σε μεταγενέστερες, όπως το «Ρulp fiction» του Κουέντιν Ταραντίνο.
