Εδώ και αρκετό καιρό είναι διάχυτος ένας προβληματισμός σχετικά με την Ελληνική Αστυνομία. Θα ήταν ασφαλώς άδικο να μην αναγνωρίσουμε τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία δέκα χρόνια τόσο όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των διωκτικών μηχανισμών όσο και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών. Είναι σαφές όμως ότι υπάρχει μια σειρά από χρόνιες παθογένειες που επηρεάζουν την αποτελεσματική λειτουργία της.
– Η διαφθορά δεν αποτελεί, ασφαλώς, ελληνική ιδιαιτερότητα και το γεγονός ότι συλλαμβάνονται επίορκοι αστυνομικοί αποτελεί θετική εξέλιξη. Προβληματίζει, ωστόσο, η «χαλαρή» αντιμετώπιση και η παραμονή τους στο Σώμα, προφανώς λόγω «παραθύρων» στον πειθαρχικό κώδικα (φαινόμενο που συναντάται και σε άλλους χώρους, π.χ. εφοριακοί, ιατροί, δικηγόροι κ.λπ.), αλλά και των πιέσεων που ασκούνται από συνδικαλιστικές οργανώσεις.
– Περιπτώσεις αυταρχικής συμπεριφοράς, υπέρβασης ορίων και παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κυρίως σε βάρος αλλοδαπών (οικονομικών μεταναστών) αλλά και ημεδαπών (τεκμηριώνονται σε διαδοχικές εκθέσεις του Συνηγόρου του Πολίτη, αλλά και άλλων φορέων), και πάλι δεν αποτελούν αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Η επιεικής όμως αντιμετώπιση από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα ασφαλώς δεν αποτρέπει τον επόμενο παραβάτη. – Το ότι υπάρχουν στελέχη περιορισμένων ικανοτήτων είναι ίσως αναμενόμενο σε μια δύναμη πλέον των 40.000 ανδρών και γυναικών. Ανησυχία προκαλεί όμως η τοποθέτηση κάποιων από αυτούς σε θέσεις-«κλειδιά» και ο παραμερισμός των πολλών ικανών αξιω ματικών που διαθέτει η ΕΛ.ΑΣ.
Εξηγήσεις ασφαλώς υπάρχουν. Σοβαρές δικαιολογίες όχι.
Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για την ανά έτος διμηνιαία (τουλάχιστον) «ομηρεία» και ευθυνοφοβία λόγω του συστήματος τακτικών κρίσεων. Για το εισαγωγικό σύστημα στις αστυνομικές σχολές με πρωταρχικό κριτήριο επιλογής την εγγυημένη επαγγελματική αποκατάσταση, με αποτέλεσμα την εισαγωγή αρκετών μετρίων ή ακατάλληλων για το συγκεκριμένο επάγγελμα, το οποίο χαρακτηρίζεται από σημαντικές ιδιαιτερότητες. Για την κατασπατάληση προσωπικού σε υπηρεσίες γραφείου ή φύλαξη «υψηλών» προσώπων. Για το πρόβλημα νοοτροπίας και οργανωσιακής κουλτούρας. Για τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος. Για τον ιδιότυπο συνδικαλισμό που βλάπτει περισσότερο απ΄ ό,τι ωφελεί. Για την έλλειψη κοινωνικής αναγνώρισης που απασχολεί σοβαρά τον μέσο- χαμηλόβαθμο και χαμηλόμισθο- αστυνομικό ο οποίος καλείται σε πολλές περιπτώσεις να διακινδυνεύσει τη σωματική του ακεραιότητα, ακόμη και τη ζωή του. Και αντίστοιχα για την αμφιθυμία της ελληνικής κοινωνίας που ζητεί καλύτερη αστυνόμευση, αλλά συχνά αντιμετωπίζει την Αστυνομία σχεδόν ως αντίπαλο και αποφεύγει να αναλάβει τις ευθύνες της σε μια σειρά ζητημάτων. Για την ανυπαρξία κουλτούρας ασφαλείας που χαρακτηρίζει γενικότερα την Ελλάδα και την οποία πιθανότατα θα πληρώσουμε ακριβά κάποια μέρα. Και βεβαίως για την έλλειψη αξιοκρατίας και τις προαγωγές και τοποθετήσεις με κριτήριο την κομματική ταυτότητα ή άλλες μορφές πελατειακής σχέσης, καθώς και για την περιοδική εμφάνιση φαινομένων φατριασμού.
Η νέα φυσική ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ., με πολλές επαγγελματικές περγαμηνές, αναλαμβάνει τα καθήκοντά της σε μια δύσκολη στιγμή για την υπηρεσία. Και καλείται να αντιμετωπίσει άμεσα και αποτελεσματικά τα προβλήματα που αναφέραμε παραπάνω.
Είναι σαφές ότι λύσεις υπάρχουν, με αξιοποίηση της εμπειρίας άλλων ευρωπαϊκών χωρών και προσαρμογή στις ελληνικές ιδιαιτερότητες και με άμεσες προτεραιότητες (α) την ενίσχυση του esprit de corps, της αίσθησης του ανήκειν σε ένα επίλεκτο τμήμα του κρατικού μηχανισμού με αποστολή ευρείας κοινωνικής αποδοχής, με έντονο στοιχείο υπερηφάνειας και αυτοσεβασμού, (β) τη δημιουργία, μέσω εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, της απαραίτητης κρίσιμης μάζας ικανών στελεχών που θα επανδρώσουν κομβικές θέσεις και (γ) την πληρέστερη αξιοποίηση των επιστημονικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων της ΕΛ.ΑΣ. Επίσης επείγει η αποτελεσματικότερη συνεργασία και ο συντονισμός των υπηρεσιών ασφαλείας με στόχο τη «συνολική ασφάλεια» στην οποία έχει αναφερθεί η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εσωτερικών.
Πιστεύουμε ότι η Ελληνική Αστυνομία που διαχειρίστηκε τόσο αποτελεσματικά τις ανάγκες ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων δεν αποτελούσε «εικόνα μαγική». Μπορούμε και πάλι να προσεγγίσουμε ανάλογα επίπεδα αποτελεσματικότητας, κάτι απαραίτητο λόγω της παρατηρούμενης αύξησης όλων των ειδών εγκληματικότητας. Αλλά η ΕΛ.ΑΣ. και οι υπόλοιπες υπηρεσίες ασφαλείας δεν μπορούν να αναμορφωθούν εν κενώ, με δεδομένες και τις αδυναμίες του δικαστικού και του σωφρονιστικού συστήματος. Χρειάζονται επίσης την αλλαγή νοοτροπίας και τη στήριξη της ελληνικής κοινωνίας, που θα πρέπει να αντιληφθεί πόσο έχουν αλλάξει- και οφείλουν να συνεχίσουν να αλλάζουν- και πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος τους στην αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων. Αλλά σημαντικός είναι και ο ρόλος των πολιτών: η ασφάλεια, το περιβάλλον, η διαφθορά, η δημόσια διοίκηση, η παιδεία είναι πρώτα απ΄ όλα ευθύνη και συμφέρον δικό μας. Σε όλα αυτά τα θέματα, ταυτόχρονα με την απόλυτα δικαιολογημένη αναζήτηση ευθυνών από το κράτος, ας κάνουμε και τον δικό μας προσωπικό απολογισμό.
Ο κ. Θ. Π. Ντόκος διδάσκει στη Σχολή Εθνικής Ασφαλείας της Αστυνομικής Ακαδημίας.
