Η ιστορία της Συγκριτικής Γραμματολογίας δεν είναι παρά μια σειρά από ερωτήματα που δεν απαντήθηκαν ποτέ ικανοποιητικά. Ενώ ξεκίνησε ως ένας επιστημονικός κλάδος με όραμα και πίστη στην πολιτισμική, υπερβατική και ενωτική ισχύ της υψηλής λογοτεχνίας, κατέληξε να θεωρείται ο δεινόσαυρος του φιλελεύθερου ουμανισμού. Προέκυψε αρχικά ως αντίδραση στη συμμετοχή της λογοτεχνίας στην οικοδόμηση και τη στήριξη των εθνών-κρατών και ως εκ τούτου το ξεκίνημά της ήταν αντι-εθνικιστικό. Σήμαινε την υπέρβαση των εθνικών ταυτοτήτων, των στενών αντιλήψεων και των γλωσσικών φραγμών. Αυτή όμως η απομυθοποίηση των εθνικών περιχαρακώσεων ήταν απατηλή, γιατί κατ’ ουσίαν αντικατέστησε τον εθνικό από τον ευρωπαϊκό κανόνα υψηλής λογοτεχνίας, αποκλείοντας τις μικρές λογοτεχνίες αλλά και τις μικρές γλώσσες. Την εθνική μονάδα την διαδέχτηκε η ανώτερη ευρωπαϊκή ως απόρροια της αλληλεξάρτησης και της συμβολής των λογοτεχνιών στη διαλεκτική ανέγερση ενός ανώτερου και καθολικότερου εποικοδομήματος. Ο ευγενής κοσμοπολιτισμός και ο οραματικός ανθρωπισμός της συγκριτικής γραμματολογίας είχε όμως και τη σκοτεινή πλευρά του, καθ’ ότι απέκλειε καθετί το ιθαγενές, περιφερειακό ή μη ευρωπαϊκό.
Τον αρχικό αισιόδοξο ιδεαλισμό που έβλεπε την τέχνη ως όργανο παγκόσμιας αρμονίας και τον συγκριτολόγο ως ιερέα της παγκόσμιας αυτής θρησκείας τον διαδέχτηκαν αλλεπάλληλες κρίσεις. Δεν ήταν μόνο οι αμφιβολίες του Benedetto Croce, στις αρχές του αιώνα, που υποστήριζε ότι η αυτονομία της συγκριτικής γραμματολογίας ως γνωστικού αντικειμένου είναι παραπλανητική, γιατί όλα τελικά υπάγονται στη δικαιοδοσία της λογοτεχνικής ιστορίας ή οι γνωματεύσεις του Rene Wellek για την κρίση της, όταν μεσουρανούσε κατά τη δεκαετία του 1950 και 1960, αλλά κυρίως η δυναμική εμφάνιση της λογοτεχνικής θεωρίας που υπονόμευσε το γόητρο της συγκριτικής γραμματολογίας ως πρωτοποριακού κλάδου σπουδών. Οι διάφορες τάσεις της λογοτεχνικής θεωρίας από τον δομισμό έως την ψυχανάλυση μετατόπισαν το κέντρο ενδιαφέροντος από τη σύγκριση κειμένων και την ανίχνευση επιδράσεων μεταξύ συγγραφέων στον ρόλο του αναγνώστη. Με την απομάκρυνση από τη φιλολογία και τη λογοτεχνική ιστορία με την έμφασή της στη γενεαλογία ρευμάτων, επιδράσεων και μοτίβων, η διαχρονικότητα της συγκριτικής γραμματολογίας υποχώρησε στη συγχρονικότητα της λογοτεχνικής θεωρίας. Οντας κατά βάση κειμενοκεντρική και συγγραφοκεντρική, η συγκριτική γραμματολογία έπρεπε να προσαρμοστεί ανάλογα και να αναδειχθεί σε ένα γνωστικό αντικείμενο με πρωτεϊκό χαρακτήρα.
Σε τούτο συντέλεσαν οι πνευματικές ζυμώσεις και οι θεωρητικές κατευθύνσεις του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα που στήριξαν το εγχείρημα της συγκριτικής γραμματολογίας με διαφορετικούς, σχεδόν αντιθετικούς, τρόπους. Ο δέκατος ένατος αιώνας καλλιέργησε την ιδέα της εθνικής ιδιαιτερότητας, προβάλλοντας παράλληλα τους μηχανισμούς με τους οποίους το περιβάλλον καθόριζε το λογοτεχνικό περιεχόμενο. Και ο ρομαντισμός και ο ρεαλισμός υπέθαλψαν αυτή τη ροπή, στηριζόμενοι στην αναγκαιότητα της ανάδειξης των βαθύτερων καταβολών είτε της εθνότητας είτε των κοινωνικών τάξεων. Αντίθετα, ο εικοστός αιώνας υπήρξε περισσότερο φορμαλιστικός και ελάχιστα θετικιστικός, αν κρίνουμε από καλλιτεχνικά κινήματα όπως ο μοντερνισμός ή από θεωρητικές τάσεις που προώθησαν την ιδέα της αυτοτελούς κειμενικότητας (ρωσικός φορμαλισμός, νέα κριτική) ή της αφηρημένης παγκοσμιότητας μέσω της έννοιας της δομής (δομισμός).
Ενας τέτοιος καθολικός φορμαλισμός δεν ευνοούσε τη συγκριτική γραμματολογία, γιατί καταργούσε τις πολιτισμικές, εθνικές και γεωγραφικές διακρίσεις στις οποίες αρχικά στηρίχτηκε, αναδείκνυε όμως το όραμα της καθολικότητας και της παγκοσμιότητας με το οποίο τράφηκε κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε σχηματικά και γενικευτικά ότι ο εθνικός, θετικιστικός και ιστορικιστικός δέκατος ένατος αιώνας πρόσφερε στη συγκριτική γραμματολογία τη θεωρητική βάση για να στηρίξει την ιδέα της πολιτισμικής και λογοτεχνικής διαφοράς ενώ ο πανανθρώπινος, οικουμενικός και αρχετυπικός εικοστός το άλλοθι για να στηρίξει το ιδεώδες της λανθάνουσας παγκόσμιας ομοιότητας και αρμονίας.
Η συγκριτική γραμματολογία ξεκίνησε κυρίως ως γαλλικό εγχείρημα που επέμενε στη σύγκριση εθνικών λογοτεχνιών με βάση επιδράσεις και μεταβάσεις. Η γαλλική προσέγγιση κυριάρχησε από τον δέκατο ένατο αιώνα ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε αρχίζει να γίνεται αισθητή η παρουσία της αμερικανικής προσέγγισης. Αν και η συγκριτική γραμματολογία διδασκόταν από τις αρχές του αιώνα στο Harvard και στο Columbia, ουσιαστικά αναπτύχθηκε στην Αμερική μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το γαλλικό μοντέλο ήταν πιο θετικιστικό και μηχανιστικό ενώ το αμερικανικό πιο ουμανιστικό, οραματικό αλλά και αυτοκριτικό. Η ιδιοτυπία του αμερικανικού μοντέλου έγκειται ίσως και στο ότι εμπεριέχει, χωρίς να τις διαχωρίζει, και τις αρμοδιότητες της γαλλικής Litterature Generale ή ακόμη και την γκαιτική ιδέα του Weltliteratur, αν και θα μπορούσε να πει κανείς ότι τον ρόλο της γενικής γραμματολογίας για την αμερικανική προσέγγιση τον έπαιξε η λογοτεχνική θεωρία. Αν η Γαλλία και η Αμερική καθόριζαν ως τώρα τις εξελίξεις στον τομέα της συγκριτικής γραμματολογίας, ίσως στις μελλοντικές εξελίξεις θα πρωτοστατήσουν μετα-αποικιοκρατικές ή «τριτοκοσμικές» χώρες, όπως έγινε ιδιαίτερα εμφανές τα τελευταία χρόνια.
Η ρευστότητα που χαρακτηρίζει την κατάσταση της συγκριτικής γραμματολογίας σήμερα αποδίδεται, σύμφωνα με μια άποψη, σε τρεις εξελίξεις που καθόρισαν τον τρόπο που νοούνται και διδάσκονται η λογοτεχνία και ο πολιτισμός. Η παγκοσμιοποίηση, ο εκδημοκρατισμός και το τέλος της αποικιοκρατίας είναι οι τρεις ιστορικές εξελίξεις που είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη διάχυση πληροφοριών και πολιτισμικών αγαθών συμβάλλοντας στη σταδιακή ενσωμάτωση τμημάτων του πλανήτη στον πολιτισμικό χάρτη (παγκοσμιοποίηση), τη μεγαλύτερη πρόσβαση περιθωριακών ομάδων, ιδιαίτερα έγχρωμων, στην εκπαίδευση (εκδημοκρατισμός) και τέλος στον πιο ισότιμο διάλογο ανάμεσα στην ηγεμονική Δύση και στις χώρες του Τρίτου Κόσμου (τέλος αποικιοκρατίας).
Θα μπορούσε να πει κανείς πως ό,τι συνδέει το τότε και το τώρα της συγκριτικής γραμματολογίας είναι η συνείδηση της εξορίας. Η μετα-αποικιοκρατική κριτική σκέψη βρίσκεται πλησιέστερα στην αφετηρία της συγκριτικής γραμματολογίας παρά σε άλλα θεωρητικά ρεύματα ή προσεγγίσεις. Οι πατριάρχες της συγκριτικής γραμματολογίας στην Αμερική Leo Spitzer (1887-1960), Erich Auerbach (1892-1957), Rene Wellek (1903-1995) ήταν εξόριστοι ή εμιγκρέδες, που μέσα από την ακαδημαϊκή τους συγκριτική ενασχόληση προσπάθησαν να θεωρητικοποιήσουν και να υπερβούν το αίσθημα της αποξένωσης και του ατομικού εκτοπισμού. Πάσχισαν να δημιουργήσουν ένα ουμανιστικό λογοτεχνικό σύμπαν, όπου οι συγκρίσεις είναι ευπρόσδεκτες χωρίς να χρειάζονται βίζες ή εθνικές αντιπάθειες. Το ιδεώδες της συγκριτικής γραμματολογίας έγινε το πνευματικό υποκατάστατο της πατρίδας. Οι σημερινοί ανέστιοι θεωρητικοί της μετα-αποικιοκρατίας Homi Κ. Bhabha, Gayatri Chakravotry Spivak, Edward Said, Rey Chow είναι σε πολλά το αντίθετο των πατέρων της συγκριτικής γραμματολογίας: αντι-ευρωκεντρικοί, αντι-ελιτιστές, έγχρωμοι, αν και όλοι τους διδάσκουν σε δυτικά πανεπιστήμια. Ο,τι τους συνδέει είναι η αίσθηση του μη ανήκειν, η ανάδειξη ενός τρίτου χώρου, είτε αυτός είναι ουτοπικός (παλαιότεροι συγκριτολόγοι) είτε υβριδικός και διασπορικός (νεότεροι). Η συγκριτική γραμματολογία μετασχηματίζεται τελικά σε συγκριτική της εξορίας, της ετεροτοπίας και της διαπολιτισμικότητας.
Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας.
