Οι βασικές αρχές των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, όπως αυτές καθορίζονται με τα άρθρα 3, 13 και τα άλλα περί θρησκείας άρθρα του ισχύοντος Συντάγματος (1975) και όπως αναπτύχθηκαν με τον θεσμικό νόμο περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (N. 590/1977), εισήγαγαν μία νέα, ώριμη και ισόρροπη σύνθεση των αντιρρόπων ή και αντιθέτων τάσεων μεταξύ της διαχρονικής ορθοδόξου παραδόσεως και της εκκοσμικευμένης πολιτικής θεωρίας των νεωτέρων χρόνων. Πράγματι, ο συντακτικός νομοθέτης έθεσε ως αμετάθετο γνώμονα τη θεμελιώδη αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας για να συνθέσει με τη δέουσα ιστορική υπευθυνότητα και με εντυπωσιακή πολιτική διορατικότητα το νέο θεσμικό πλαίσιο των σχέσεων του Κράτους με την «επικρατούσα» θρησκεία, όπως και με τις άλλες γνωστές θρησκείες. Ετσι, αξιοποιήθηκε με χαρακτηριστική νηφαλιότητα η αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας για να αφομοιώσει στη νέα σύνθεση τόσο τις επικίνδυνες θεσμικές ατέλειες ή συγχύσεις των προηγουμένων συνταγματικών πλαισίων, όσο και τις έμμονες ιδεολογικές προτάσεις για τον πλήρη χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος. H νέα σύνθεση συνάγεται ειδικώτερα από την προσθήκη των νέων διατάξεων στα άρθρα 3 και 13 του Συντάγματος και βεβαιώνεται από την ολόθυμη σχεδόν υποστήριξη του συνταγματικού αυτού πλαισίου στις δύο μεταγενέστερες αναθεωρήσεις τόσο από τους πολεμίους όσο και από τους θεωρητικούς υποστηρικτές της ιδέας του χωρισμού.
H εντυπωσιακή αυτή τριακονταετής αντοχή του ισχύοντος συνταγματικού πλαισίου, παρά τις αντίθετες ιδεολογικές εκρήξεις σε κάθε εσωτερική εκκλησιαστική κρίση, πηγάζει από το γράμμα και το πνεύμα των σχετικών συνταγματικών διατάξεων, οι οποίες όχι μόνον ορίζουν, αλλά και οριοθετούν με σαφήνεια τους «διακριτούς ρόλους» της Πολιτείας και της Εκκλησίας στη σύγχρονη κοινωνία των πολιτών. Ωστόσο οι «διακριτοί ρόλοι» δηλώνουν το βούλημα του συνταγματικού νομοθέτη για ένα διακριτικό χωρισμό της λειτουργίας των δύο θεσμικών εκφράσεων του εθνικού μας βίου, ώστε να αποκλείονται οι οποιεσδήποτε μονομερείς ή αυθαίρετες υπερβάσεις των καθορισμένων ορίων τους. Υπό την έννοια αυτή, οι διαπρεπείς νομικοί A. Μάνεσης και B. Βαβούσκος σε σχετική γνωμάτευσή τους (1975) παρατηρούν ορθώς ότι στο ισχύον Σύνταγμα «αι σχέσεις μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας χαρακτηρίζονται από την τάσιν αμοιβαίας αποδεσμεύσεως και απαλλαγής αυτών εξ ορισμένων εμπλοκών, τας οποίας, ως εκ της φύσεώς του, έχει προκαλέσει εις τας σχέσεις των, επί ζημία αμφοτέρων, το σύστημα της νόμω κρατούσης Πολιτείας… Χωρίς βεβαίως να φθάνη μέχρι του χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας, πλησιάζει ουχ ήττον προς το λεγόμενον σύστημα της Ομοταξίας», ήτοι προς το γνωστό σύστημα των συμβατικών σχέσεων (κογκορδάτων) του χριστιανικού κόσμου της Δύσεως (Εκκλησία, 52, 1975, 310). Το συνταγματικό αυτό πλαίσιο για τη λειτουργία των «διακριτών ρόλων» εισάγει όχι μόνο την αυτονόμησή τους, αλλά και τη συνεργασία τους, όπως αυτά αναπτύχθηκαν στον Καταστατικό Χάρτη με λεπτομερείς διατάξεις όλες οι θεσμικές λειτουργίες της διοικήσεως της Εκκλησίας, συμφώνως προς τις παλαιές και τις νέες διατάξεις του άρθρου 3 του Συντάγματος, όλα τα άλλα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας (sacra interna corporis) αφέθηκαν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Εκκλησίας και με ρητή αναφορά στο άρθρο 13 και όχι στο άρθρο 3 του Συντάγματος (Εισηγητική Εκθεση του υπουργού ΥΠΕΠΘ για τον Καταστατικό Χάρτη, στοιχ. ιδ’). Υπό το πνεύμα αυτό καθορίσθηκαν περιοριστικά στο άρθρο 2 οι συγκεκριμένοι τομείς, στους οποίους είναι επιθυμητή η αρμονική συνεργασία της Εκκλησίας με το Κράτος, ήτοι σε ζητήματα οικογενειακού δικαίου (γάμος – διαζύγιο), στην αγωγή των νέων, συμφώνως και προς το άρθρο 16 παράγρ. 2 του Συντάγματος, στη θρησκευτική υπηρεσία για τις ένοπλες δυνάμεις και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομίας του Ελληνισμού.
Συνεπώς, ο διακριτικός χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος, όπως επιτάσσεται από το ισχύον Σύνταγμα και όπως έχει αναπτυχθεί με τον Καταστατικό Χάρτη, καλύπτει όχι μόνο τους «διακριτούς ρόλους», αλλά και τους τομείς της θεσμικής τους συνεργασίας, οι οποίοι άλλωστε δεν μεταβάλλονται ριζικά σε οποιοδήποτε σύστημα χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος, αν βεβαίως η προσέγγιση του ζητήματος γίνεται με όρους κοινωνίας και όχι με όρους ιδεολογίας. Ετσι, το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο του διακριτικού χωρισμού λειτουργιών, αν γίνει πράγματι σεβαστό και από τις δύο πλευρές, είναι μια ιδανική ρύθμιση, η οποία εναρμονίζει με εντυπωσιακό πολιτικό ρεαλισμό το ιστορικό βάθος του ζητήματος με τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού πολιτισμού των νεωτέρων χρόνων.
Ο κ. Βλάσιος Ιω. Φειδάς είναι καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
