Η Συνθήκη Σένγκεν, η Εκκλησία και τα ανθρώπινα δικαιώματα

Η Συνθήκη Σένγκεν, η Εκκλησία και τα ανθρώπινα δικαιώματα ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Από τον ερχόμενο Δεκέμβριο τίθεται ουσιαστικά σε λειτουργία η Συνθήκη Σένγκεν με την κατάργηση κάθε ελέγχου σε πρόσωπα και πράγματα που διακινούνται στα σύνορά μας προς και από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ωστόσο το τοπίο δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει γύρω από τους πραγματικούς στόχους της Συνθήκης αυτής, καθώς

ΤΟ ΒΗΜΑ

Από τον ερχόμενο Δεκέμβριο τίθεται ουσιαστικά σε λειτουργία η Συνθήκη Σένγκεν με την κατάργηση κάθε ελέγχου σε πρόσωπα και πράγματα που διακινούνται στα σύνορά μας προς και από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ωστόσο το τοπίο δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει γύρω από τους πραγματικούς στόχους της Συνθήκης αυτής, καθώς οι γνώμες που διατυπώνονται σχετικά διχάζονται, προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στον λαό. Αποτέλεσμα της σύγχυσης είναι και η ανησυχία που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο τμήμα του λαού μας, που αναμένει να πληροφορηθεί υπευθύνως τις πραγματικές διαστάσεις του νομοθετικού αυτού κειμένου, που κατηγορείται ότι περιστέλλει τις σχετικές με τα ανθρώπινα δικαιώματα ελευθερίες των πολιτών, καθώς υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το «ηλεκτρονικό φακέλωμα» που η Συνθήκη αυτή προβλέπει οδηγεί, ένεκα και της απουσίας των κατάλληλων οργανωτικών δομών ασφαλείας και ελέγχου της Αρχής, σε λίαν πιθανές παραβάσεις, των οποίων θύματα μέλλουν να είναι ανυποψίαστοι πολίτες.


Ο καθηγητής κ. Σπ. Σημίτης παρατηρεί σχετικά: «Η Σένγκεν παρουσιάζει προβλήματα για το γεγονός ότι χρειάζεται συνεχή παρακολούθηση. Χρειάζεται ανθρώπους οι οποίοι διαρκώς πρέπει να ρωτάνε τι έγιναν, πού βρίσκονται τα στοιχεία, αν εξαλείφθησαν. Θέλει διαρκή παρακολούθηση. Και τέτοια αρχή ελέγχου δεν υπάρχει στην Ελλάδα» («Τα Νέα», 10.6.97). Την ύπαρξη δε και αρνητικών δεδομένων στη Συνθήκη αυτή δεν αποκρύπτουν ούτε και αυτοί οι υμνητές της (π.χ. Δ. Σταμπόγλης στο «Βήμα», 21.9.97), όπου ομολογείται μεταξύ άλλων ότι σ’ αυτήν «δεν είναι όλα “άσπρα” ή “μαύρα”». Θα πρέπει επίσης να τονισθεί ότι τις ανησυχίες αυτές συμμερίζονται και πολλές χιλιάδες θρησκευομένων ανθρώπων, που και αυτοί φοβούνται ότι «με τη Σύμβαση διευκολύνεται η παραβίαση του προσωπικού απορρήτου και πλήττεται ουσιαστικά το τεκμήριο της αθωότητος του πολίτου» (Ανακοίνωση Ιεράς Κοινότητος Αγ. Ορους).


Πέραν δε τούτου, ότι με τη Συνθήκη αυτή, καθώς και με τη γενική διοικητική δομή της Ευρωπαϊκής Ενωσης, προωθούνται προοδευτικά και ανεπαίσθητα, ώστε να μην υπάρξει άμεση αντίδραση, μέτρα που πλήττουν την ελληνορθόδοξη παράδοσή μας και περιάγουν την Τροφόν του Γένους μας Εκκλησία σε εξαιρετικά δυσμενή θέση μέσα στον οργανισμό του κράτους. Χαρακτηριστική επί του σημείου αυτού υπήρξεν η πρόσφατη επισήμανση ότι, μετά την ψήφιση του ν. 2472/97 περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κανένας θεσμός του έθνους δεν δικαιούται πλέον να διατηρεί αρχεία με τα ονόματα των μελών του, όπως π.χ. τα κόμματα, η Εκκλησία κλπ. (Ν. Γερακάρης στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο», 18.9.97), γεγονός που θα αφαιρέσει προφανώς από τους οργανισμούς αυτούς το δικαίωμα να ισχυρίζονται πόσα μέλη έχουν, από δε την Εκκλησία ειδικότερα το δικαίωμα να ισχυρίζεται ότι σ’ αυτήν ανήκει το 98% του ελληνικού λαού.


Επίσης ο νόμος αυτός, που αποτελεί αναγκαίο παρακολούθημα της Συνθήκης Σένγκεν, ουσιαστικά απαγορεύει στην κυβέρνηση να ορίσει την υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, όπως αξιώνουν άλλωστε και όλοι οι εν Ελλάδι αλλόθρησκοι και ετερόδοξοι. Γι’ αυτό και η Συνθήκη του Σένγκεν έχει χαρακτηρισθεί από σύγχρονο γέροντα αγιορείτη Ηγούμενο, τον αρχιμ. Γεώργιο Καψάνη, ως «η μεγαλυτέρα και πλέον μεθοδευμένη και δυσδιάκριτος σύγχρονος απειλή κατά του Γένους και της Αγίας Εκκλησίας».


Οι φωνές αυτές που επισημαίνουν τα ανωτέρω συνήθως καταπνίγονται μέσα στον θόρυβο του ενθουσιασμού που προκαλεί η διαβεβαίωση πολλών ότι με τη Συνθήκη αυτή εξασφαλίζεται η ελεύθερη επικοινωνία προσώπων και αγαθών μέσα στην Ενωση, καταπολεμείται το έγκλημα και διευκολύνονται οι συναλλαγές. Οι ίδιοι αυτοί υποστηρικτές των θετικών στοιχείων της Συνθήκης, όμως, ερωτώμενοι, δεν αποκρύπτουν τους φόβους των για ενδεχόμενες καταχρήσεις, μια και «όσο εμπλέκεται η τεχνολογία, οι κίνδυνοι ­ όλοι ­ είναι πιθανοί. Κανείς δεν αποκλείει κάποιες πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα να γίνουν αντικείμενο κλοπής…» («Το Βήμα», 21.9.97). Αυτό βέβαια σημαίνει ότι η νέα τεχνολογία μπορεί να καταστρέψει τη ζωή ενός αθώου πολίτου ή να τον καταστήσει θύμα εκβιαστών.


Οι πολύ πιθανές αυτές εξελίξεις ώθησαν τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και τα συνταγματικά δικαστήρια Ιταλίας και Γερμανίας να αρνηθούν να νομιμοποιήσουν τα κριτήρια με τα οποία η Συνθήκη Σένγκεν λειτουργεί (βλ. «Ελευθεροτυπίαν», 10.6.97), δεδομένου ότι «τόσο η κύρωση της Συμφωνίας Σένγκεν όσο και η πρόταση στη Βουλή για ψήφιση του σχεδίου νόμου για την προστασία του πολίτου από τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα επιφέρουν ­ κατά τον πρ. υπουργό Δικαιοσύνης κ. Γ. Κουβελάκην ­ σοβαρότατες συνέπειες τόσο στη συνταγματική όσο και στη λοιπή έννομη τάξη. Η εφαρμογή της Συνθήκης θα έχει σημαντικό κόστος για τη χώρα μας σε ό,τι αφορά την περιοριζόμενη αυτονομία του εθνικού κατασταλτικού μηχανισμού και τις ατομικές ελευθερίες» (έγγραφό του από 11.7.94 προς τον τότε αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών κ. Ν. Κρανιδιώτην).


Εξάλλου και η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών και Εσωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με απόφασή της (21.1.97) διαπιστώνει επί λέξει τα ακόλουθα εν σχέσει προς τη λειτουργία, την εφαρμογή και το μέλλον της Συνθήκης: «Υπάρχουν συλλήψεις ανθρώπων οι οποίοι είχαν περιληφθεί άνευ λόγου στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν» (ΣΠΣ) και γι’ αυτό ζητεί τη λήψη μέτρων προς αποφυγήν παρομοίων περιστατικών και ακόμη πως «η συγκεκριμένη υλοποίηση της αστυνομικής συνεργασίας οδηγεί σε νομική ανασφάλεια, έλλειψη διαφάνειας και μη ελέγξιμες πρακτικές στον εν λόγω τομέα».


Η δε Εκθεση του Ευρωκοινοβουλίου αναφέρει πως η Σύμβαση Σένγκεν «δεν παρέχει επαρκή εχέγγυα για τους κοινοβουλευτικούς και δικαστικούς ελέγχους, δημιουργεί νέες διακρίσεις μεταξύ πολιτών της Ενωσης, δημιουργεί έλλειψη διαφάνειας και δημοκρατικού ελέγχου» και καλεί τα εθνικά Κοινοβούλια «να επαγρυπνούν ώστε η προσαρμογή του εθνικού δικαίου στις αποφάσεις της Σένγκεν να διεξάγεται με πλήρη σεβασμό των διεθνών νομικών μέσων σε ό,τι αφορά στο άσυλο, στην προστασία της προσωπικής ζωής και στα δικαιώματα του ανθρώπου».


Σε ημερίδα δε του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ετονίσθη μεταξύ άλλων ότι η Συμφωνία Σένγκεν καταργεί ουσιαστικά τις διατάξεις για τη χορήγηση ασύλου σε αλλοδαπούς, επιτρέπει των εξωδικαστική έρευνα για τον έλεγχο προσώπων για λόγους πρόληψης απειλών κατά της δημοσίας τάξεως και κρατικής ασφαλείας, ενώ η καταδίωξη ατόμου μπορεί να γίνει και από ξένα όργανα, και ότι το ΣΠΣ δέχεται καταχωρίσεις όχι στη βάση της ύπαρξης ποινικών μητρώων, αλλά με βάση την αυθαίρετη αξιολόγηση ατόμων από ανελεύθερα όργανα ως «υπόπτων» με «ενδείξεις» ή «υπόνοιες» ότι «προτίθενται στο μέλλον να διαπράξουν αδικήματα» καταρρακώνοντας έτσι το ποινικό σύστημα και τη βασική αρχή του κράτους δικαίου που κολάζει την πράξη και τον δράστη και όχι τον ύποπτο, το φρόνημα ή την πρόθεση.


Διαφορετική γνώμη διατυπώνει στην υπ’ αριθμ. 73951/18.6.97 Εγκύκλιόν του ο σημερινός υπουργός Δικαιοσύνης, υποστηρίζων ότι «αποτελεί ευθεία διαστρέβλωση της αλήθειας και της πραγματικότητας η εκ μέρους των αντιδρώντων προβολή αντιλεγουσών θέσεών τους ότι τάχα: α) η εφαρμογή της Συνθήκης περιορίζει την εθνική μας κυριαρχία, β) πλήττονται τα ατομικά δικαιώματα των Ελλήνων, γ) θίγονται οι βάσεις του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Ουδέν τούτου αναληθέστερον». Και ότι «οι πολίτες της Ευρώπης δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε από τη Συνθήκη Σένγκεν. Εκείνοι οι οποίοι πρέπει να ανησυχούν είναι όσοι υπηρετούν το έγκλημα και τη βία».


Αλλά ο καθηγ. κ. Γ. Μαγκάκης υποστηρίζει τα αντίθετα, ότι δηλαδή: «Υπάρχει μια σειρά ολόκληρη από διατάξεις (στη Σένγκεν) που καθιστούν τη Συμφωνία αυτή αληθινό κίνδυνο γι’ αυτό που συνιστά την πεμπτουσία της Δημοκρατίας, δηλαδή για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Με αυτές τις διατάξεις η Συμφωνία Σένγκεν ανοίγει διάπλατα την πόρτα για το ηλεκτρονικό φακέλωμά μας… Εκτιμώ ότι η απειλή σε βάρος της ατομικής μας ελευθερίας είναι μεγαλύτερη από το πρακτικό πλεονέκτημα που περιέχει η Συνθήκη Σένγκεν στην προστασία των συνόρων μας, ένα πλεονέκτημα που με διάφορες τεχνοκρατικές λύσεις αλλά και με νομικά τεχνάσματα μπορεί από την πλευρά των διοικητικών αρχών της ΕΕ να καταστεί ανενεργό» (βλ. περιοδικό «Καθρέπτης», 1997).


Η ασφυκτική παρακολούθηση του ατόμου με χρήση της νέας τεχνολογίας προβάλλει εξουθενωτική για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, έστω και αν θεωρητικά δεν συμπεριλαμβάνει όλους τους πολίτες, αλλά μια ορισμένη κατηγορία αυτών, όσους δηλαδή έχουν διαπράξει στο παρελθόν αξιόποινες πράξεις ή από την όλη συμπεριφορά τους παρέχουν βάσιμες ενδείξεις ότι πρόκειται να τελέσουν ανάλογες πράξεις στο μέλλον. Η έννοια όμως των «ενδείξεων» δεν θα πρέπει να συγχέεται με εκείνη των «προθέσεων» περί των οποίων κάνουν λόγο τα άρθρα 2β, 5, παρ. 1δ, 25, 40 και 96 της Σένγκεν. Ενώ και η διαδικασία εκτίμησης των ενδείξεων αυτών πάσχει, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι σε περίπτωση λανθασμένης καταχώρισης το επαχθές βάρος της αποδείξεως της αθωότητός του έχει ο ενδιαφερόμενος πολίτης έναντι μάλιστα καταθέσεως υψηλού παραβόλου. Τα κριτήρια που επικαλείται η Συνθήκη βάσει των οποίων καταχωρίζονται προσωπικά δεδομένα στους Η/Υ της Σένγκεν ποικίλλουν, ενώ παραμένει αδιευκρίνιστος ο όρος της «συγκυρίας» που επικαλείται η Συνθήκη. Σύμφωνα με αυτόν, η συλλογή των πληροφοριών εξαρτάται από τον χρόνο, τα κίνητρα, τον σκοπό, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κάποιος κάτι διέπραξε και τα στοιχεία αυτά κάθε φορά μεταβάλλονται. Αλλο νόημα έχουν πληροφορίες για την πολιτική ή θρησκευτική δράση ενός προσώπου στα αρχεία του πολιτικού του κόμματος ή του θρησκευτικού σωματείου στο οποίο ανήκει και άλλη αξία αποκτούν τα ίδια στοιχεία στα αρχεία της Αστυνομίας. Με τα νέα αυτά δεδομένα δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι επέρχεται «θάνατος της ιδιωτικής μας ζωής». Το αμερικανικό περιοδικό «Time» μάς συμβουλεύει να στερηθούμε κάποιων ανέσεων για να είμαστε σίγουροι ότι κρατάμε για τον εαυτό μας μερικές πολύτιμες πληροφορίες («Ελευθεροτυπία», 20.8.97). Οι λεγόμενες «έξυπνες κάρτες», που αρχίζει να γενικεύεται η χρήση τους, προωθούν την ιδιότυπη αυτή αιχμαλωσία μας. Η εφορία, οι κοινωνικές ασφαλίσεις, οι τράπεζες, το βιβλιάριο υγείας, ο ΟΓΑ, το δίπλωμα οδήγησης, οι συνδρομές κλπ. θα μας χορηγούν εφεξής κάρτες που στο τέλος θα αντικατασταθούν ασφαλώς από μία, που θα περιέχει όλα, ώστε να ολοκληρωθεί ο πλήρης έλεγχος επάνω μας («Απογευματινή», 20.8.97).


Ποια σχέση όμως μπορεί να έχει η Εκκλησία με όλα αυτά; Κατ’ αρχήν η Εκκλησία είναι ο χώρος της κατ’ εξοχήν ελευθερίας. Και δικαιούται ως Μητέρα και να ανησυχεί και να κατευθύνει τα παιδιά της. Επειτα τα ίδια τα παιδιά της τής ζητούν οδηγίες. Κατακλυζόμεθα κυριολεκτικώς από το επίμονο αίτημα χιλιάδων πιστών να τους δηλώσουμε τη θέση μας απέναντι στη Συνθήκη Σένγκεν και στην πρόκληση που συνιστούν για την ορθόδοξη πίστη μας οι νέες ηλεκτρονικές ταυτότητες που μέλλουν να εισάγονται στα μηχανήματα προς «ανάγνωσιν» με τον αριθμό 666 που συμβολίζει το όνομα του Αντιχρίστου. Επ’ αυτού του θέματος προτίθεμαι να επανέλθω ειδικά, αναπτύσσων εν πλάτει όλες τις πτυχές του, ώστε να ενημερωθούν και όσοι δεν γνωρίζουν τα θεολογικά ζητήματα και να παύσουν ορισμένοι ανίδεοι να λοιδορούν τους χριστιανούς επειδή δηλώνουν ότι δεν θα δεχθούν να εφοδιασθούν με τις νέες ταυτότητες εφόσον αυτές θα έχουν το χαρακτηριστικό τούτο. Τούτο μόνον λέγω τώρα: ότι το θέμα αυτό συνάπτεται άμεσα με το περιεχόμενο της θρησκευτικής συνείδησης των πιστών, που είναι ελεύθερη και απαραβίαστη λόγω συνταγματικής προστασίας και κανένας δεν μπορεί να την παραβιάσει. Η Εκκλησία μας συνέστησε προσφάτως ειδική Επιτροπή που επωμίσθη την ευθύνη να μελετήσει τα της Συνθήκης Σένγκεν και τα των νέων ταυτοτήτων και να εισηγηθεί τα δέοντα προς την Ιεραρχία, ώστε αυτή να προβεί σε υπεύθυνη τοποθέτηση απέναντι στα προβλήματα που έχουν σχέση με τα ατομικά δικαιώματα και τη θρησκευτική ελευθερία. Δεν γνωρίζω ποία θα είναι η τοποθέτηση της Εκκλησίας μας απέναντι στα προβλήματα αυτά. Τι μέλλει γενέσθαι όμως αν ένας όγκος ορθοδόξων χριστιανών που υπολογίζεται να ξεπερνά τα 3 εκατομμύρια καθοδηγηθεί ώστε να αρνηθεί τις νέες ταυτότητες προβάλλοντας ένσταση θρησκευτικής συνειδήσεως;

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version