Οι δαπάνες για κοινωνική προστασία εξακολουθούν να είναι χαμηλές στην Ελλάδα σε σχέση με τις αντίστοιχες άλλων χωρών-μελών της ΕΕ, οι επιβαρύνσεις παροχής υπηρεσιών του δημοσίου τομέα υψηλότερες και οι δαπάνες για έρευνα και τεχνολογία πολύ χαμηλότερες, ενώ οι τιμές αρκετών προϊόντων ευρείας κατανάλωσης διαφέρουν αισθητά. Επίσης στην Ελλάδα εντοπίζεται ελαφρά άνοδος της ανεργίας. Αυτά είναι μερικά μόνο από τα παραδείγματα που παραθέτει η ΕΕ σε έκθεσή της βάσει της οποίας αποδεικνύεται ότι οι χώρες-μέλη της έχουν αρκετό δρόμο να διανύσουν προκειμένου να συνθέσουν μια ενιαία αγορά. Η ίδια έκθεση αναφέρει ότι η προσαρμογή των εθνικών νομοθεσιών προς το κοινοτικό δίκαιο δεν προχωρεί ικανοποιητικά και προτρέπει τους «15» να προχωρήσουν στην απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών και του ηλεκτρισμού «οι οποίες οδηγούν στη μείωση των τιμών για τον καταναλωτή». Αναλυτικότερα:
Στην Ελλάδα αλλά και στη Βρετανία, στην Ισπανία και στην Ιρλανδία ο δείκτης κοινωνικής προστασίας ως ποσοστό του ΑΕΠ κυμαίνεται από το 12% ως το 17% ενώ σε άλλες χώρες-μέλη, όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Φινλανδία και το Λουξεμβούργο, το ποσοστό αυτό είναι μεταξύ του 23% και του 24%. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, οι δαπάνες αυτές σε κάθε χώρα-μέλος είναι ανάλογες του βαθμού οικονομικής ανάπτυξής της.
Σε ό,τι αφορά τις δαπάνες για έρευνα και τεχνολογία, για τις οποίες, ως γνωστόν, λέγεται ότι αποτελούν «δείκτη αναπτυξιακής πορείας», επισημαίνεται πως στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία το ποσοστό είναι ίσο με 1% του ΑΕΠ ενώ 1,5% είναι στην Αυστρία, στο Βέλγιο και στην Ιρλανδία, 2% στη Γαλλία, στη Δανία, στη Γερμανία, στη Βρετανία και στην Ολλανδία και 3,5% στη Σουηδία.
Σε θέματα εξάλλου προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας προς το κοινοτικό δίκαιο επισημαίνεται ότι η Ελλάδα και το Βέλγιο «παρουσιάζουν τα λιγότερο ικανοποιητικά αποτελέσματα» ενώ στη Γαλλία η κατάσταση χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα ανησυχητική. Αντίθετα, στη Βρετανία η κατάσταση χαρακτηρίζεται πολύ ικανοποιητική. Η ΕΕ θεωρεί ότι οι χώρες-μέλη που δεν προχωρούν με ικανοποιητικούς ρυθμούς στα θέματα προσαρμογής εμποδίζουν την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και νοθεύουν τον ανταγωνισμό. Αλλά αν η ΕΕ καταγγέλλει την Ελλάδα και το Βέλγιο ότι θέτουν εμπόδια στην εσωτερική αγορά, δεν παραλείπει να καταλογίσει ευθύνες και σε άλλες χώρες-μέλη οι οποίες νοθεύουν τον ανταγωνισμό από άλλη σκοπιά, εκείνη της χορήγησης κρατικών ενισχύσεων. Ειδικότερα επισημαίνεται ότι οι ενισχύσεις αυτές, που αποτελούν τις κυριότερες πηγές στρέβλωσης της ενιαίας αγοράς, παραμένουν ιδιαίτερα υψηλές στην Ιταλία (2,1% του ΑΕΠ) και στη Γερμανία (1,9% του ΑΕΠ).
Στο κεφάλαιο της απελευθέρωσης των τηλεπικοινωνιών και του ηλεκτρισμού αναφέρεται ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του ανοίγματος των αγορών και των τιμών. Οι τιμές των τηλεπικοινωνιών μειώθηκαν μετά την απελευθέρωση στη Γερμανία, στη Γαλλία, στη Φινλανδία, στην Ολλανδία και στη Βρετανία. Εξάλλου, το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού οδήγησε σε μειώσεις των τιμών στην Ισπανία, στη Γερμανία και στη Βρετανία. Στο κεφάλαιο αυτό δεν αναφέρεται η Ελλάδα. Αντίθετα, αναφέρεται στο κεφάλαιο ανεργία. Εφέτος καταγράφεται ανεργία της τάξεως του 10,7% ενώ το 1997 ήταν 9,6%. Η ανεργία αποτελεί για την ΕΕ το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανομοιογένειας της εσωτερικής αγοράς των «15». Σε άλλη χώρα-μέλος η ανεργία είναι υψηλή αλλά δεν λαμβάνονται επαρκή μέτρα για την αντιμετώπισή της ενώ σε άλλες υπάρχει περισσότερη ευελιξία στην αγορά εργασίας, γεγονός που διαταράσσει τις συνθήκες ανταγωνισμού. Στην Ισπανία, π.χ., η ανεργία φθάνει το 20% του συνόλου του ενεργού πληθυσμού, στη Γαλλία, στη Φινλανδία και στην Ιταλία κυμαίνεται στο 12%-13% ενώ στην Ιρλανδία και στην Ολλανδία είναι ακόμη χαμηλότερη. Ωστόσο, σε αρκετές χώρες-μέλη υιοθετήθηκαν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και όχι μεμονωμένα μέτρα για τη μείωση της ανεργίας. Π.χ., στη Βρετανία, στη Δανία, στην Ιρλανδία, στην Ολλανδία και στην Ισπανία προωθήθηκαν μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας ύστερα από συνεννόηση των κοινωνικών εταίρων. Το γεγονός ότι άλλες χώρες δεν έλαβαν μέτρα δεν «ομοιογενοποιεί» την αγορά εργασίας στην ΕΕ ώστε να γίνει ανταγωνιστικότερη έναντι εκείνων των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Πάντως επισημαίνεται ότι στην Ελλάδα αλλά και στην Ιταλία και στη Γαλλία παρατηρείται μια σταδιακή ευελιξία στην αγορά εργασίας.
Η ανομοιομορφία και η ανομοιογένεια σε θεσμούς, προσαρμογές και μεταρρυθμίσεις μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ δεν βοηθούν τις προσπάθειες ολοκλήρωσής της και κατά συνέπεια ούτε την ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητάς της.
Αυξάνεται το κατά κεφαλήν εισόδημα
Το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων θα φθάσει το 80% του μέσου κοινοτικού εισοδήματος το 2006 έναντι του 68% που είναι τώρα. Ο υπολογισμός ανήκει στον υφυπουργό Εθνικής Οικονομίας κ. Χρ. Πάχτα, ο οποίος υποστηρίζει ότι το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (Γ’ ΚΠΣ) θα έχει σημαντικές θετικές επιπτώσεις στο εισόδημα των Ελλήνων. Η πρόβλεψη όμως αυτή θα τεθεί υπό αμφισβήτηση αν η σύρραξη σε Σερβία-Κοσσυφοπέδιο συνεχισθεί διότι οι επιπτώσεις στο ΑΕΠ και κατά επέκταση στο εισόδημα θα γίνουν αισθητές. Για τον λόγο αυτό θα εξεταστούν οι δυνατότητες να ενισχυθεί περισσότερο ο ιδιωτικός τομέας μέσω του
Γ’ ΚΠΣ από ό,τι αρχικά
υπολογιζόταν.