Θανάσης Βαλτινός

Θανάσης Βαλτινός «Ο συγγραφέας δεν αποσύρεται ποτέ» Με αφορμή ένα καινούργιο βιβλίο τους, έλληνες συγγραφείς μάς οδηγούν στο εργαστήρι της γραφής τους και μας παρουσιάζουν τα υλικά τους. Ο Θανάσης Βαλτινός μιλάει για το «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη ­ Βιβλίο δεύτερο» με το οποίο ολοκληρώνεται ένας κύκλος. ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ Τριάντα έξι χρόνια μετά το Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, που είχε πρωτοδημοσιευθεί

Θανάσης Βαλτινός

«Ο συγγραφέας δεν αποσύρεται ποτέ»


Τριάντα έξι χρόνια μετά το Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, που είχε πρωτοδημοσιευθεί στο περιοδικό Ταχυδρόμος το 1964 και σε βιβλίο το 1972, αποτελώντας έτσι την πρώτη εμφάνιση του Θανάση Βαλτινού στα ελληνικά γράμματα, κυκλοφόρησε εφέτος το πολλάκις προαναγγελθέν δεύτερο μέρος. Με το Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη ­ Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί – ’22 (εκδόσεις Ωκεανίδα) ολοκληρώνεται για τον συγγραφέα ένας κύκλος δουλειάς με σημαντικούς ενδιάμεσους σταθμούς. Στη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών ο Θανάσης Βαλτινός σχημάτισε βαθμηδόν ένα πολυφωνικό μυθιστορηματικό έργο, όπου τα πρόσωπα σε κάθε βιβλίο μιλούν σχεδόν πάντα απευθείας, χωρίς καμία εμφανή επέμβαση από πλευράς του συγγραφέα. Μεσολάβησαν η Κάθοδος των εννιά, Τα τρία ελληνικά μονόπρακτα, το Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο, τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60, το Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν, τα Φτερά μπεκάτσας και το Ορθοκωστά, ώσπου να εμφανιστεί πάλι στο προσκήνιο ο Αντρέας Κορδοπάτης, το πρόσωπο που γνωρίσαμε στην αρχή της διαδρομής. Εκτός από το Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη ­ Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί – ’22 και το κλείσιμο ενός ανοιχτού λογαριασμού, αφού ήδη εκείνο το πρώτο χρονικό είχε τον υπότιτλο Α’ Μέρος: Αμερική, η εφετινή χρονιά είδε και ένα άλλο βιβλίο του ίδιου κύκλου μυθιστορημάτων του Θανάση Βαλτινού, τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60, σε νέα τροχιά: κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες στην αμερικανική αγορά, σε μετάφραση της Τζέιν Ασημακόπουλος και του Σταύρου Δεληγιώργη, στις εκδόσεις Hydra Books / Northwestern University Press, με τίτλο Data from the Decade of the Sixties. Μετά τον Κορδοπάτη, δοκιμάζεται υπό άλλες συνθήκες στην Αμερική και ο συγγραφέας του, αφού είχε προηγηθεί το Deep Blue Almost Black στον ίδιο εκδοτικό οίκο. Εν τω μεταξύ στην καλοκαιρινή Αθήνα ο Θανάσης Βαλτινός εκθέτει τα στοιχεία της προσωπικής του λογοτεχνικής διαδρομής.





­ Αφότου πρωτοδημοσιεύθηκε το «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη», το 1964, κυκλοφόρησε το ερώτημα ποιος είναι ο αληθινός Αντρέας Κορδοπάτης. Με αυτό το δεύτερο βιβλίο θεωρείτε ότι αποκαλύπτεται πλέον η οντότητα αυτού του ατόμου;


«Στον πρώτο τόμο του Συναξαριού υπάρχει ένας πρόλογος. Δεν πρόκειται ακριβώς για εξωκειμενικό στοιχείο. Είναι μέρος της δραματουργίας του βιβλίου. Ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται μια παλιά συνήθεια επιδιώκοντας να την ανανεώσει. Ενα είδος αναφοράς στον αναγνώστη, που, ενώ φαινομενικά τον ενημερώνει για τον ήρωα, ουσιαστικά αποβλέπει στη συσκότιση και κατ’ επέκταση στη μυθοποίηση. Σε αυτόν τον πρόλογο βρίσκεται ο υπαρκτός Κορδοπάτης, με χρονολογίες και τα λοιπά. Ο αληθινός όμως έπεται».


­ Αν όχι ο υπαρκτός, ποιος είναι ο αληθινός Κορδοπάτης;


«Είναι όλοι εκείνοι που προσπάθησαν να δραπετεύσουν από τη νεοελληνική ένδεια. Υπέστησαν τα πάντα: ταπεινώσεις, κακουχίες. Τα κατάφεραν ωστόσο. Αυτούς καλύπτει το μοντέλο Κορδοπάτης. Ακολούθησαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η εκστρατεία στην Ουκρανία. Ενα σώμα στρατού πήγε εκεί. Το Α’ Σώμα υπό τον στρατηγό Νίδερ. Υποθέτω ότι πρόκειται για εξελληνισμένο Βαυαρό. Η Μικρασιατική Καταστροφή. Επικά χρόνια. Οι μισοί απ’ όσους πολέμησαν τότε ήσαν μετανάστες που γύρισαν να υπερασπίσουν την πατρίδα ­ εθελοντές. Η φορά άλλαξε: Εφυγαν – γύριζαν. Το μοντέλο Κορδοπάτης δεν επαρκούσε… Επρεπε να διαφοροποιηθεί. Διασπάστηκε σε μια ποικιλία φωνών. Υποκαταστάθηκε, χωρίς να καταλυθεί πάντως. Ενοποιητικός ομφάλιος λώρος παρέμεινε μια σταθερή γλωσσική αντίληψη. Αυτή συνδέει τον έναν με τους άλλους».


­ Και όμως πολλοί θα ήθελαν να ξέρουν αν υπήρχε ο πελοποννήσιος γέροντας.


«Εχει σημασία να το μάθουμε; Δεν παραγνωρίζω το ανεκδοτολογικό ενδιαφέρον του πράγματος. Μπορώ να το ικανοποιήσω αυτό το ενδιαφέρον. Με τον γέροντα Αντρέα Κορδοπάτη έχω φωτογραφηθεί προ πολλών ετών. Παρεμφερείς περιέργειες πάντως ενισχύουν την πεποίθησή μου για την επαρχιακή υστέρησή μας ως προς τους ορίζοντες και τους δρόμους στους οποίους έχει ανοιχτεί η λογοτεχνία. Με απογοητεύει το γεγονός ότι το κοινό της κινείται ορισμένες φορές ακόμη σε τόσο συντηρητικά πλαίσια».


­ Γιατί αποφεύγετε με τόση συνέπεια τον παραδοσιακό τρόπο αφήγησης, την ομαλή αφηγηματική τεχνική;


«Η γραφή ως είδωλο μιας ομαλής γλώσσας είναι πάντα ανώμαλη. Αυτό το αποσπώ από μια παλιότερη συνέντευξή μου. Συχνά οι μορφές φθείρονται από την επανάληψη ή την κακή χρήση. Και στην τέχνη η ανανέωση των μορφών είναι απαραίτητη. Είναι μια ανάγκη δραστικότητας».


­ Βάζετε προσωπικά σας στοιχεία στα γεγονότα και στις ιστορίες που ανασυνθέτετε;


«Κάθε βιβλίο είναι μια μορφή αυτοβιογραφίας. Γεμάτο δηλαδή από προσωπικά στοιχεία. Κάτι ακόμη: όλοι οι ήρωές μου, ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας, είναι κομμάτια μου. Δεν πρέπει να μας παρασύρουν τα κατά περίπτωση χρησιμοποιούμενα χρονικά – ιστορικά πλαίσια. Ούτε τα διάφορα προσωπεία που επινοεί ένας συγγραφέας. Αυτά είναι για να ξεγελιέται ο ίδιος, για την αναγκαία παραπλάνηση. Τα όνειρα, οι στερήσεις, οι φόβοι, οι φιλοδοξίες, ένα σωρό ακόμη άπιαστα πράγματα είναι στοιχεία του βίου μας. Και η λογοτεχνία είναι πάντα μια προσωπική ιστορία. Το μυστήριο είναι ακριβώς αυτό: Μια τόσο ιδιωτική υπόθεση να αφορά περισσότερους του ενός».


­ Στην οργάνωση παράλληλων αφηγήσεων προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ενός σχεδίου. Πότε θεωρείτε ότι ο αριθμός των αφηγήσεων είναι επαρκής για την αναπαράσταση μιας εποχής;


«Υπάρχει πάντα ένα σχέδιο, έστω και αν δεν είναι με σαφήνεια διατυπωμένο. Υπάρχει στο μυαλό του συγγραφέα όχι για να ακολουθηθεί πιστά αλλά για να ανατραπεί σε κάθε στιγμή. Συχνά η αναπαράσταση μιας εποχής δεν είναι το κύριο ζητούμενο ή μπορεί να αποτελεί απλώς πρόσχημα. Κλασικό παράδειγμα ο Καβάφης. Ολα εξαρτώνται από τον στόχο που βάζεις μπροστά σου ­ και όσο πιο λανθάνων τόσο το καλύτερο. Φυσικά ένα βιβλίο δεν χτίζεται τόσο απλά. Λειτουργούν ένα σωρό άλλοι παράγοντες. Η γλώσσα, παραδείγματος χάριν, είναι ένας από αυτούς. Αποφασιστικός. Καμιά φορά χρειάζεται να εξαντληθούν τα πράγματα, να τραβηχτούν ως τα άκρα. Επικίνδυνες καταστάσεις. Μια κίνηση κύκλωσης από πολλές, διαφορετικές, κατευθύνσεις. Το πού θα σταματήσει κανείς είναι ζήτημα πείρας ή ίσως ενστίκτου· συγγραφικού ενστίκτου».


­ Επιδιώκετε κάθε φορά την ανασύσταση της γλώσσας μιας εποχής παραθέτοντας αφηγήσεις με την ταχύτητα της ομιλίας. Θεωρείτε ότι ο προφορικός λόγος είναι η πιο αυθεντική έκφραση του ψυχισμού των ανθρώπων;


«Οχι απαραίτητα. Ο προφορικός λόγος, όταν δεν είναι βιασμένος, έχει αυθεντικότητα, κουβαλάει ωστόσο και μπόλικη σαβούρα. Να κάνουμε τους απαραίτητους διαχωρισμούς. Προφορικός λόγος είναι αυτός που εκφέρεται αυθόρμητα και αμέσως χάνεται. Οποιαδήποτε άλλη εκδοχή, ακόμη και η κατά λέξη αποτύπωση αυτού του προφορικού λόγου όταν είναι δυνατή, είναι λόγος γραπτός, δηλαδή επεξεργασμένος. Αυτό που σε ένα κείμενο ηχεί ως προφορικότητα είναι πάντα μια συγγραφική επιλογή που συναρτάται με την τεχνική. Η συντακτική αναρχία και οι νοητικές ασυνέπειες, χαρακτηριστικά του προφορικού λόγου, στο γραπτό υποκατάστατό του λειτουργούν εντελώς διαφορετικά. Τούτο σημαίνει ότι απαιτείται η ανάλογη μεθόδευση. Αντίθετα με ό,τι γενικά πιστεύεται, ο προφορικός λόγος είναι λόγος αναλυτικός και εν πολλοίς χαλαρός. Η στιβαρότητά του δομείται πάνω σε άλλα στοιχεία, άσχετα με τον λόγο καθεαυτόν: τόνο φωνής, ρυθμό εκφοράς, χάσματα αναστοχασμού. Στοιχεία με ιδιότητες υδραργύρου δηλαδή, στα οποία αντικατοπτρίζεται ο ανθρώπινος ψυχισμός αλλά είναι δύσκολο να δηλωθούν. Και δεν εννοώ βεβαίως να περιγραφούν. Το παιχνίδι κρίνεται πάντοτε σε αυτό το σημείο».


­ Εχει γραφεί ότι μιμείστε τόσο καλά το ύφος των «ντοκουμέντων» σας, ώστε κινδυνεύετε να εκληφθείτε ως απλός μοντέρ έτοιμου υλικού. Ποιο είναι το μυστικό της τέλειας μίμησης;


«Το μυστικό είναι η κατασκευή των ντοκουμέντων. Συνήθως αυτά είναι ένα σημείο εκκίνησης, σε πολλές περιπτώσεις είναι επινοημένα εξ υπαρχής. Υπάρχει μια πρώτη ύλη την οποία εκμεταλλεύομαι. Μπορώ να πω ένα παράδειγμα: Κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα ψαρεύονται διάφορα σκυλόψαρα. Υπάρχει μια μικρή είδηση σε κάποια εφημερίδα που λέει ότι το τάδε γριγρί έπιασε δύο καρχαρίες: μια κοινότοπη είδηση. Αυτή την εκμεταλλεύομαι προσθέτοντας απλώς μια λεπτομέρεια: Τους καρχαρίες τους άνοιξαν και στην κοιλιά τού ενός βρήκαν μέσα ένα χάλκινο πόδι, το οποίο και παρέδωσαν στην τάδε Εφορεία Αρχαιοτήτων, που δεν υπάρχει, που είναι μια φανταστική Εφορεία. Τι ντοκουμέντο είναι αυτό; Ή μήπως πρόκειται για υπερρεαλισμό; Θέλω να πω ότι είναι μέσα στις υποχρεώσεις του συγγραφέα να μπορεί να ντύσει με πιστότητα ορισμένα πράγματα».


­ Σας ενδιαφέρει η επιστροφή στις ρίζες της γλώσσας μας ή βρίσκετε ότι η ελλειπτικότητα που χαρακτηρίζει τον λαϊκό λόγο, σύμφωνα με την οποία «όσο πιο μεγάλα τα γεγονότα τόσο πιο απλά τα λόγια», δίνει χρήσιμα διδάγματα στον σημερινό λογοτέχνη;


«Σε κάθε επιστροφή υπάρχει κάτι συντηρητικό. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι μια γλώσσα δραστική. Και αυτή δεν δίνεται, κατακτάται. Ή μαθαίνεται, αν θέλετε. Οχι στα τρέχοντα σχολεία. Δεν θα αναφέρω τους δασκάλους που κοντά τους μαθήτεψα. Πάντως πρόκειται για δασκάλους-κείμενα. Κείμενα προσιτά σε όλους και πολλές φορές ανώνυμα. Αυτή η άκρα σεμνότητα. Μελετώντας το δημοτικό τραγούδι διαπιστώνει κανείς με έκπληξη ότι στην εποχή της ακμής του ο λαός που το δημιούργησε είναι ζήτημα αν χρησιμοποιούσε χίλιες – χίλιες πεντακόσιες λέξεις. Ο πλούτος του δημοτικού τραγουδιού, αυτού του θριαμβικού κατορθώματος, δεν είχε σχέση με καμιά γλωσσική ποικιλία. Η δύναμή του πηγάζει από αλλού· από το ρίγος που μπορεί να μεταδώσει. Εδώ όμως κινδυνεύω να μπω σε χώρους μεταφυσικής. Σε ναρκοπέδια».


­ Εξαλείφετε από το έργο σας κάθε ίχνος του μυθιστοριογράφου. Ο Μάριο Βίτι έχει επισημάνει ότι στη φαινομενικά αμέτοχη και ψυχρή παράθεση ενός ξένου υλικού αποκαλύπτεται μια συγκινησιακή συμμετοχή υψηλής έντασης. Εχετε διάθεση να καταγγείλετε την πραγματικότητα, όταν συνθέτετε τα κομμάτια της;


«Οχι, η λογοτεχνία δεν καταγγέλλει. Τουλάχιστον δεν καταγγέλλει άμεσα. Βεβαίως είναι και αυτό ένα συγγραφικό κόλπο, το να αποσύρεται ο συγγραφέας. Ο συγγραφέας δεν αποσύρεται ποτέ, είναι πάντα από πίσω και ελέγχει την κάθε λεπτομέρεια. Και είναι μια ένδειξη δεξιοτεχνίας να μη φαίνεται αυτός ο χειρισμός, των λεπτομερειών ή των πραγμάτων. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται, νομίζω, ένας μεγαλύτερος βρασμός της γραφής».


­ Ανασύροντας από το παρελθόν ολόκληρες ιστορικές περιόδους σάς ενδιαφέρει η απόδοση δικαιοσύνης προς κοινωνικές ομάδες ή πρόσωπα; Υπάρχει η λεγόμενη μυθιστορηματική απόδοση δικαιοσύνης;


«Θα ‘λεγα πάλι ότι ούτε δικαιοσύνη αποδίδει η λογοτεχνία. Βεβαίως ο συγγραφέας τάσσεται με κάποιες καταστάσεις, με κάποιους ανθρώπους, έχει τα αισθήματά του, έστω και αν δεν τα παρουσιάζει, έστω και αν τα κρύβει, έστω και αν αποσύρεται. Δηλώνεται πάντως, είναι μ’ αυτούς ή είναι μ’ εκείνους, αλλά με έναν τρόπο εντελώς έμμεσο. Κυρίως, δεν μπλοκάρει με τη δική του παρουσία, με τη δική του άποψη, αυτό που θα μπορούσε να εισπράξει ο αναγνώστης. Τον αφήνει να λειτουργήσει ελεύθερα».


­ Εχετε δηλώσει ότι με το «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη – Βιβλίο δεύτερο» ολοκληρώνεται ένας κύκλος δουλειάς. Ποια διαφορά θα έχει η συνέχεια;


«Η συνέχεια είναι άδηλη. Εχω έτοιμα δύο ακόμη βιβλία, αλλά αυτά εντάσσονται στον κύκλο που έκλεισε. Ισως ξαναγυρίσω σε κάτι που άφησα στη μέση το ’98, για πρακτικούς λόγους. Βιβλίο, αλλά όχι με την παραδεδεγμένη έννοια. Ενας ουρηβόρος δράκων: η πλάκα του πηλού, ο πάπυρος, η περγαμηνή υπήρξαν τεχνικές κατακτήσεις. Κάλυπταν τις αδυναμίες εξάπλωσης ­ και απόλαυσης ­ του προφορικού πολιτισμού. Με τον Γουτεμβέργιο οι κατακτήσεις συνεχίστηκαν. Εχουμε πίσω μας 3.000 χρόνια εθισμού. Η ποίηση διαβάζεται, δεν απαγγέλλεται. Πιθανότατα το φίδι θα δαγκώσει την ουρά του. Και θα είναι η τεχνολογία που θα μας βγάλει από το πηγάδι της γραφής».


* Την επόμενη Κυριακή, ο Δημήτρης Νόλλας και η ποιητική του βιβλίου του «φωτεινή μαγική».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version