Το δεύτερο βιβλίο του Δημήτρη Μαμαλούκα (γεν. το 1968), Ο μεγάλος θάνατος του Βοτανικού, είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με αστυνομικά στοιχεία που μεταφέρει στα καθ’ ημάς ανάλογα αφηγήματα που διαδραματίζονται σε πόλεις του εξωτερικού. Ο συγγραφέας, ο οποίος έχει σπουδάσει φιλοσοφία στην Ιταλία, είναι εμφανώς επηρεασμένος από τα αμερικανικά λογοτεχνικά θρίλερ αλλά από και εκείνα του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Αυτό φάνηκε και στο πρώτο ολιγοσέλιδο μυθιστόρημά του, το Οσο υπάρχει αλκοόλ υπάρχει ελπίδα (βλέπε τα «Βιβλία» της 3ης Σεπτεμβρίου 2000), όπου μυεί τον αναγνώστη στον κόσμο του ιταλικού περιθωρίου (κλέφτες, πρεζόνια, αλκοολικοί, πόρνες).
H ιστορία που διαβάζουμε έχει κινηματογραφική γραφή, δράση και κίνηση, και διαθέτει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά τα οποία την καθιστούν καθ’ όλα έτοιμη να μεταφερθεί στην οθόνη. Σε αυτήν πρωταγωνιστεί ο Μιχάλης Γεωργίου, ένας απλός ναύτης που υπηρετεί τη θητεία του. Αποφασισμένος να κάνει τη μεγάλη μπάζα, ο κυνικός, αδίστακτος και εν τέλει απάνθρωπος ναύτης σκέφτεται να ληστέψει τη χρηματαποστολή του Πολεμικού Ναυτικού. Εντελώς μόνος του, χωρίς συνεργάτες, αλλά με δόλωμα – για τις αρχές – έναν δυστυχή άνεργο Αλβανό. Το σχέδιό του είναι άψογο και πετυχαίνει, αλλά όπως συμβαίνει συχνά στη ζωή – και στη λογοτεχνία -, η ιστορία δεν επιφυλάσσει αίσιον τέλος για τον ευφυή δράστη. Διότι στην υλοποίηση του εγχειρήματος εμπλέκονται εκτός από διάφορα αναπάντεχα συμβάντα (ο θάνατος του Αλβανού από την πείνα, η είσοδος ενός σκύλου στο κόλπο, η γνωριμία με μια όμορφη γυναίκα), ο αδελφός του δράστη, κάτοικος Κερκύρας, με τον οποίο βρίσκονται στα μαχαίρια, και ο δικηγόρος του.
H αργκό των ναυτών
Ο Μαμαλούκας γράφει απλά, λιτά, χωρίς περίτεχνες εκφράσεις, και ξέρει να δημιουργεί ένταση. Με δεδομένο ότι περιγράφει τη ζωή, τις συνήθειες και ποικίλους χαρακτήρες στο Πολεμικό Ναυτικό, φαίνεται πως γνωρίζει άριστα τον συγκεκριμένο χώρο. Επίσης, χρησιμοποιεί την αργκό των ναυτών. Το κείμενό του, στο οποίο διακρίνονται αρκετά ίχνη χιούμορ, έχει και ενδιαφέροντα στοιχεία μοντερνισμού, αφού υπάρχουν περισσότεροι του ενός αφηγητές, μια τριτοπρόσωπη αφήγηση εν είδει ημερολογιακής καταγραφής, αλλά και εσωτερικοί μονόλογοι. Ωστόσο στην όλη πλοκή υπάρχει κάτι που μπερδεύει τον αναγνώστη: είναι ο αφηγητής της αρχής, ο Γιώργος Τσολακίδης, ο οποίος στη συνέχεια δεν παρουσιάζεται με αυτό το όνομα, πράγμα που δεν συνάδει με τα μυθιστορήματα αυτού του είδους. Δεν είναι φρόνιμο να αναγκάζεται ο αναγνώστης να γυρίζει στις πίσω σελίδες για να δει ποιος είναι ποιος, ώστε να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει. Βεβαίως αυτό συμβαίνει στα κλασικά μυθιστορήματα με τους πολλούς υπόπτους, από τους οποίους ο λιγότερο ύποπτος είναι ο δράστης, αλλά σήμερα, πολλά χρόνια από τον θάνατο της Αγκαθα Κρίστι, κάτι τέτοιο φαίνεται αναχρονιστικό.
Ο Τάσος Κοντέλης (Σμύρνη, 1947, σύμφωνα με το βιογραφικό του στο «αφτί» του βιβλίου), με το υπό τον τίτλο Σφαίρες, Σωκράτη, όχι κώνειο, που έχει εικονογραφηθεί από την Εύη Τσακνιά, κάνει την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα, όμως κάποια στοιχεία δείχνουν μάλλον το αντίθετο. Πέρα από το ύποπτο βιογραφικό, η γραφή του φαίνεται να είναι δόκιμου συγγραφέα και αυτό φαίνεται από τη δεξιοτεχνία στην αφήγηση, την παρατηρητικότητα, την κριτική διάθεση, την καλή γνώση της ελληνικής πραγματικότητας και της λογοτεχνίας. Το πόνημά του ανήκει στο είδος που αποκαλείται ορθόδοξο αστυνομικό μυθιστόρημα και σε αυτό, εκτός από τις εμφανείς επιδράσεις του Τσάντλερ, του Πίτερ Τσέινι (δημιουργού του Λέμι Κόσιον) και του Νίκου Μαράκη (δημιουργού του αστυνόμου Τζιμ Κάρβα), ο αναγνώστης ανιχνεύει πολύ Νίκο Τσιφόρο.
H ιστορία αρχίζει με τον ήρωα-αφηγητή, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Δάνη (Ιορδάνη) Κανάκη, να ονειρεύεται και να μιλάει για τον καινούργιο του φίλο, τον «αρχιτέκτων» Νούλη (Αδριανό) Μποκανά, γιο ενός μεγιστάνα των κατασκευών. Ο Νούλης είναι γυναικάς, περιζήτητος από τις ωραιότερες θηλυκές υπάρξεις της Κολωνίτσας (δηλαδή του Κολωνακίου), αλλά είναι σιγανοπαπαδιά, κρύβει επιδέξια τις κατακτήσεις του. Οταν όμως βρίσκεται μπλεγμένος στον φόνο μιας νεαρής ρωσίδας πόρνης, η οποία βρίσκεται δολοφονημένη μέσα στο γραφείο του ντετέκτιβ, και ενώ η αστυνομία τον αναζητεί παντού, αναγκάζεται να παραδεχθεί την κλίση του στο κυνήγι των γυναικών.
Ντετέκτιβ-φάντασμα
Ο ντετέκτιβ Δάνης, ή Ντετέκτιβ-φάντασμα, όπως αυτοαποκαλείται, επειδή έχει διαβάσει κατά κόρον τις περιπέτειες του ομώνυμου αμερικανού ήρωα στα περιοδικά Μάσκα και Μυστήριον των δεκαετιών του ’50 και του ’60, ανακαλύπτει τον δράστη του φόνου. Επίσης, επειδή η Βούλα, η ερωτική του σύντροφος, προσποιείται πως έχει πονοκέφαλο για να αποφύγει την ερωτική συνομιλία μαζί του, μαθαίνει και το τι κρύβεται πίσω από τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρείες, που παίρνουν δουλειές για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, ή που εμπλέκονται σ’ ένα τεράστιο δίκτυο εισαγωγής γυναικών από την Ανατολική Ευρώπη. Και λοιπόν; θα ρωτήσει κάποιος. Αυτά τα θέματα είναι φθαρμένα, μας τα έχουν πει, περιγράψει και αναλύσει κατά κόρον και άλλοι. Σωστά, μόνο που ο συγγραφέας με το όνομα Τάσος Κοντέλης μάς τα λέει με τον δικό του τρόπο, που είναι απολύτως απολαυστικός. Ο τρόπος αφήγησης του ήρωά του, του αφελή, του αγράμματου, του αθυρόστομου, του ελεεινής μορφής ντετέκτιβ του όχι μόνο θυμίζει τον συγγραφέα των Παιδιών της πιάτσας μα – δεν είναι υπερβολή να το πει κανείς – ίσως τον ξεπερνάει. Πιθανότατα να χρειαζόταν και ένα γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου για να καταγραφούν οι λέξεις της αργκό που χρησιμοποιεί, λέξεις που ήδη υπάρχουν στο γλωσσάρι του Τσιφόρου, του Πέτρου Πικρού (στο Τουμπεκί του) ή του Ηλία Πετρόπουλο (στα Ρεμπέτικα τραγούδια του), αλλά και μιας σημερινής λαϊκής γλώσσας, την οποία εμπλουτίζει με λέξεις μάλλον δικής του κατασκευής. Για παράδειγμα, γράφει νταλακιάζω, μουνοφύλακας, πανταλονοθυλάκια, παρτάλεψε, σαούλι, ασχλάπα, καούκα, μουράτος, τσαγκό κτλ.
Το γενικό αποτέλεσμα όμως δεν είναι απολύτως τέλειο. Διότι ο συγγραφέας, παρασυρμένος από τον οίστρο του, ενίοτε βάζει τον συμπαθή ήρωά του να φαίνεται πιο χαζός από όσο είναι. Για παράδειγμα, τον βλέπουμε να μην ξέρει σε τι χρησιμεύουν τα χαρτάκια προτεραιότητας στις τράπεζες, ενώ ολόκληρο το κεφάλαιο «H μεγάλη κατρακύλα» είναι μάλλον φλύαρο. Επίσης ο θείος Λαλάκης με την καθαρεύουσά του μοιάζει μάλλον με καρικατούρα και ήρωα της παλιάς επιθεώρησης παρά με ζωντανό χαρακτήρα. Ασφαλώς πρόκειται για παρωδία, μόνο που και οι παρωδίες έχουν τους κανόνες τους. Σε κάθε περίπτωση, ο συγγραφέας έχει κέφια, αφηγείται έξοχα και γλεντάει με τους ήρωές του, όπως γλεντάει μαζί τους – και μαζί του – ο αναγνώστης, ο οποίος απολαμβάνει ένα ενδιαφέρον λογοτεχνικό εγχείρημα.
Ο κ. Φίλιππος Φιλίππου είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το βιβλίο του «Οι τελευταίες ημέρες του Κωνσταντίνου Καβάφη».
