papag@dolnet.gr
Από τον καιρό του Αριστοτέλη και μετά η αισθητική αξιολόγηση του κωμικού υπονομεύτηκε ανά τους αιώνες από τη χριστιανική αντίληψη. Γελάει κανείς με το «λάθος» του άλλου. Συνεπώς το γέλιο είναι διαβολικό. Γι’ αυτό κανένας δεν χαριεντίζεται στους πίνακες της ευρωπαϊκής εκκλησιαστικής τέχνης. Ωστόσο ποια ήταν ακριβώς η άποψη του Αριστοτέλη για το κωμικό δεν μάθαμε ποτέ, αφού από την Ποιητική του διαθέτουμε μόνο τον ορισμό της τραγωδίας. Αν ένας δεύτερος τόμος της Ποιητικής, εκείνος που πιθανόν ανυψώνει το κωμικό στη σφαίρα της υψηλής τέχνης, χάθηκε στο παρελθόν ή αποσιωπήθηκε από τη χριστιανοσύνη – μια εικασία εύλογη – απασχόλησε προ εικοσαετίας τον Ουμπέρτο Εκο στο διεθνές μπεστ σέλερ Το όνομα του ρόδου.
Φιλόσοφοι, αισθητικοί και λογοτέχνες στάθηκαν αμήχανοι μπροστά στο κωμικό, το οποίο ανήκει τόσο στον κόσμο των συναισθημάτων όσο και στην ψυχολογία, στη φυσιολογία, στη σημειωτική. Και έως σήμερα όποιος καταπιάνεται με το θέμα αντιμετωπίζει τις ίδιες δυσκολίες. Μια συστηματική έκθεση του τι ειπώθηκε, τι παραλείφθηκε, τι συμφωνήθηκε είναι σχεδόν ανεδαφική. Ούτε μπορεί μια τέτοια εργασία να έχει αρχή, μέση και τέλος. Ο Κωστής Παπαγιώργης, γνωστός ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, επιλέγει να «αυτονομήσει τον γέλωτα» από την επικράτεια του κωμικού και να συλλέξει «χρυσοφόρα ρινίσματα» από τον Αριστοτέλη και τον Αριστοφάνη, από το κλασικό δράμα, από τον Μπερξόν, τον Σοπενχάουερ και τον Κίρκεγκορ, από τον Παπαδιαμάντη και τον Βιζυηνό. Ενα αμάλγαμα που διατρέχει αιώνες και εποχές. H πρόθεσή του είναι «να περισώσουμε τα ξακρίσματα και τα αποσιωπητικά της παράδοσης», αλλά οπωσδήποτε αυτό που συντίθεται είναι τελικά μια προσωπική παρουσίαση του θέματος. Δεν είναι λίγες οι φορές σε αυτή την παρουσίαση που κόβεται το γέλιο του αναγνώστη για τα καλά.
Οπως φαίνεται και από τον ανησυχητικό τίτλο περί γελαστών ζώων, το έναυσμα για την αναμόχλευση της παράδοσης έδωσε στον συγγραφέα η διαπίστωση του Αριστοτέλη στο Περί ζώων μορίων: «… και το μόνον γελών των ζώων άνθρωπον». Δηλαδή ο άνθρωπος δεν είναι αγέλαστο ον, και μπράβο του. H νέα επικεφαλίδα στην αμέσως επόμενη σελίδα μάς προετοιμάζει πράγματι για σκληρή διαπραγμάτευση. «Το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου» μάς κατακεραυνώνει. Ας μην κάνουμε κατάχρηση αυτής της δυνατότητας δηλαδή. Σχεδόν μπορούμε να εκτεθούμε ανεπανόρθωτα αποκαλύπτοντας τον ρηχό ψυχισμό μας με ένα άστοχο γέλιο. Οι παρατηρήσεις σε όλη την έκταση της μελέτης προειδοποιούν: «Γελάμε συνήθως με ό,τι πιο αξιοδάκρυτο. (…) Ο σοφός τρέμει μπροστά στο γέλιο. (…) Ο Περικλής είχε “πρόσωπον άθρυπτον προς τον γέλωτα”. (…) Ο Χριστός ήταν αχαμογέλαστος. Για τον παντογνώστη και παντοδύναμο το κωμικό δεν υφίσταται». Ολες οι μεγάλες μορφές, δηλαδή, ήταν αγέλαστες. «Ακόμα και ένας άνθρωπος που ενδέχεται να γελάσει με το χάλι του δεν το πράττει ως παθών, αλλά παίρνοντας τη θέση του θεατή· συνασπίζεται με τους άλλους αδυνατώντας να ανεχθεί την κατάστασή του».
Παρ’ ότι είμαστε πάντα σε επιφυλακή, αφηνόμαστε γρήγορα στη δίνη της συλλογιστικής τού συγγραφέα. Θα μας αποζημιώσει με αριστοτεχνικές περιγραφές: «Πιάτο χρήσιμο ανά πάσα στιγμή. Σερβίρεται παντού και η συνήθεια – μαστροπός τετραπέρατη – έχει τρόπο να το παρενθέτει δωρεάν και ανιδρωτί σε παρακλήσεις, χαζοδιαφωνίες, φιλοφροσύνες και να το συνείρει με το ατελεύτητο κορδόνι των επαφών. Ενα γελάκι νοστιμεύει τα πιο ανοστανάλατα φερσίματα». Και να μη γελάς καθόλου, όμως, καλό δεν είναι. «Ανθρωπος που δεν “χαρίζει” γέλιο, που δεν επιτρέπει στη μουτσούνα να σπάσει κατ’ ελάχιστο, κρατάει πολεμική απόσταση· απλώνεις το χέρι σου κι εκείνος το αφήνει σαδιστικά να κρέμεται από τον ώμο σου. (…) Οπως και στους πυγμάχους άλλωστε, που χορεύουν ένα βάναυσο τανγκό, αλλά από γέλιο τίποτα». Εδώ αναθαρρεί ο αναγνώστης. Αντίθετα με την περίπτωση του απαθούς συνομιλητή, συνεχίζει ο συγγραφέας, το παραμικρό γελάκι, έστω και παραπειστικό, «υποθάλπει μια ελαχιστοβάθμια συνενοχή, γιατί συνενοχή απαιτείται και στην πιο ξώπετση επαφή». Αρα λοιπόν να χαμογελάσουμε λίγο; «Πάντα υποδεέστερη και περίφοβη, η αδυναμία δεν φείδεται μειδιαμάτων· η κατωτερότητα επιδαψιλεύει κάθε λογής συναίνεση, καταχράται την κατάφαση, ναι, ναι, ναι, βεβαίως και ασφαλώς!, με κάθε κίνηση υψώνει λευκή σημαία, ρίχνει λευκή πετσέτα, παραδίδεται άνευ όρων, σχεδόν εγκαταλείπει τη θέση της για να προσπέσει στο αντίπαλο δέος». Αν είναι έτσι, ας το αφήσουμε καλύτερα.
Εξαρτάται βέβαια και σε ποια κατηγορία κατατάσσεται ο καθένας. Κάθε εκδήλωση θέλει ειδική μούρη, κάθε διάθεση θέλει τη δική της φάτσα. Το μέσα του άλλου συνοψίζεται στην όψη. Ο συγγραφέας εξηγείται: ένα τρανταχτό γέλιο δείχνει αίσθηση ανωτερότητας, το ξεθυμασμένο γέλιο δείχνει και ξεθυμασμένο ψυχισμό, ο «αστείος» της παρέας με όλα του τα φερσίματα ταΐζει τον ατροφήσαντα εγωισμό του, το παρεξηγημένο γέλιο ανήκει στη νεότητα και στους ερωτευμένους. Ακόμη περισσότερο, «στους σακάτηδες, στους παραπεταμένους, στους υπεράριθμους, το χάχανο και οι παραλλαγές του απομιμούνται την έξω εμφάνιση. Ο σακάτης γελάει σακάτικα, ο παραμορφωμένος παραμορφωμένα…». Κατά συνέπεια δεν ξέρουμε κανένα «καθαρό» γέλιο, όπως δεν ξέρουμε καμιά «καθαρή» φωνή. Στην καλύτερη περίπτωση, αν θέλουμε να ξεχωρίσουμε ευμενώς, ακόμη και το γέλιο φαίνεται ότι θέλει λίγη εξάσκηση. Διότι υπάρχει και η απόλαυση του γέλιου, η οποία είναι κατάκτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος: «Το αστείο ανθεί στο “άστυ”, το χωρατό στη “χώρα”, όχι στους αγρούς, όπου ο ξωμάχος παραμένει “αγροίκος” και αφιλόγελος». Στη δημοκρατία είναι όλοι «ίσοι», όλοι «εύθυμοι» και «άξιοι». Προσφέρεται το πεδίο για χοντρό παιχνίδι ισοτιμίας με «αντισταθμιστικά γελάκια».
Μπορεί να μας έχει παγώσει ελαφρά αυτό το πρώτο τέταρτο του βιβλίου, αλλά και οι στοχαστές στα κεφάλαια που ακολουθούν δεν αναιρούν τα προλεχθέντα. Ο Αριστοτέλης, ο Δαρβίνος και ο Κανέτι, ο Αριστοφάνης, ο Μπερξόν, ο Σοπενχάουερ και ο Μποντλέρ, ο Χέγκελ και ο Κίρκεγκορ, ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός κάνουν ένα σύντομο πέρασμα – ο καθένας και η περίπτωσή του βέβαια – προσδίδοντας ακόμη περισσότερη ένταση στην όψη, στα μάτια και στην ψυχή του ανθρώπου που γελάει.
