ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
Οι οργανωμένοι βανδαλισμοί του ’55 δεν έπαψαν ποτέ να βαραίνουν τη συνείδηση της σύγχρονης Τουρκίας. Μια νέα μελέτη από την Ντιλέκ Γκιουβέν (Dilek Guven) του Πανεπιστημίου του Μπόχουμ στη Γερμανία, που κυκλοφόρησε την Τετάρτη στην Τουρκία, φέρνει στη δημοσιότητα νέα σημαντικά στοιχεία για τα γεγονότα.
H νεαρή ιστορικός δημοσιεύει το προσωπικό αρχείο του στρατηγού Φαχρί Τσοκέρ (Fahri Coker) που ήταν επικεφαλής του στρατοδικείου που στήθηκε αμέσως για να διαλευκάνει τι είχε συμβεί.
Για την Ντιλέκ Γκιουβέν ο γρίφος των γεγονότων του ’55 ήταν μια ιδιαίτερη πρόκληση. Θέλησε η μελέτη των γεγονότων του ’55 να φωτίσει τις σχέσεις του εθνικισμού με το κράτος και τη βία, να ανοίξει ένα νέο παράθυρο για τη μελέτη των σχέσεων της Τουρκικής Δημοκρατίας και των μειονοτήτων.
Οι θεσμικές αλλά και ιδιωτικές προσπάθειες για να διαλευκανθεί πλήρως ποιοι οργάνωσαν τα επεισόδια και τους βανδαλισμούς άρχισαν προτού ακόμη τελειώσουν οι λεηλασίες. Ο τότε πρωθυπουργός Αντνάν Μεντερές που ειδοποιήθηκε για τα γεγονότα καθ’ οδόν προς την Αγκυρα επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να επιβλέψει ο ίδιος την καταστολή των ταραχών και να διατάξει τη διερεύνηση του τι ακριβώς είχε συμβεί.
Τα ερώτημα που μελετά η νεαρή ιστορικός που επεξεργάστηκε το αρχείο Φαχρί είναι ποια εξουσία μπορεί να φέρνει έναν έντιμο στρατηγό αντιμέτωπο με τη συνείδησή του. Το ερώτημα αυτό, που ακόμη και σήμερα στοιχειώνει τη δημόσια ζωή στην Τουρκία, οδηγεί στους ίδιους «συνήθεις» υπόπτους. Τον στρατό, τις κυρίαρχες ομάδες που συγκρούονται βάσει ιδεολογικών επιλογών και διαχειρίζονται το κράτος, ως εκτελεστές των επιταγών του ιδρυτού του κράτους και όχι ως εντολοδόχοι της λαϊκής βούλησης.
«Το περίφημο “βαθύ κράτος”, το “ντερίν ντεβλέτ”, κάνει τότε μεγαλοπρεπώς την εμφάνισή του» λέει στο «Βήμα» η Ντιλέκ Γκιουβέν. Οι εκλογές οδήγησαν στη συγκρότηση της κυβέρνησης από το κόμμα της αντιπολίτευσης, από το Δημοκρατικό Κόμμα του Αντνάν Μεντερές. H εξουσία όμως εξακολουθούσε να βρίσκεται στα χέρια ομάδων και σωμάτων που θεωρούσαν ότι το κράτος τούς ανήκει. Χρησιμοποιώντας πανίσχυρα δίκτυα συνωμοτούσαν σχεδόν ανοικτά για να υπονομεύσουν την κυβέρνηση. Δεν ήθελαν να την ανατρέψουν αλλά ήθελαν να την καθοδηγήσουν – ένα ακόμη χαρακτηριστικό του «βαθέος κράτους».
Μέσα από την έρευνα αυτή τεκμηριώνεται χωρίς αμφιβολία το πολύπλοκο παρασκήνιο των ταραχών, αλλά και αναδεικνύεται η κεντρική πολιτική διάσταση των γεγονότων του ’55. Το κράτος – μηχανισμοί του κράτους – που εμπνεύστηκε και οργάνωσε την εξέγερση του 1955 είχε ξεκινήσει μια μακράς διάρκειας προσπάθεια εκτουρκισμού του ζωντανού και πολύπλοκου φυλετικού και εθνικού μωσαϊκού που συγκροτούσε την κοινωνία της εποχής. Οι μη μουσουλμανικές μειονότητες που αναφέρονται ρητώς στη Συνθήκη της Λωζάννης αποτελούσαν τον βασικό στόχο της εκστρατείας για την αποκατάσταση της ομοιομορφίας και της ομοιογένειας που επεδίωκαν οι εθνικιστές.
H επιβολή της αποκλειστικής χρήσης της τουρκικής γλώσσας στις καθημερινές συναλλαγές και ο αποκλεισμός των μειονοτήτων από τις θέσεις εξουσίας και επιρροής που αδιάκοπα απολάμβαναν στο εμπόριο και στην επιχειρηματική ζωή της Κωνσταντινούπολης βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη.
Το Κυπριακό προστέθηκε ξαφνικά στη φαρέτρα με τα βέλη με τα οποία η διοίκηση επεδίωκε την επίτευξη του «εθνικού στόχου». H έρευνα της Ντιλέκ Γκιουβέν τεκμηριώνει αυτό που συχνά έχει υποστηριχθεί και από άλλες ιστορικές μελέτες, ότι οι βρετανικές υπηρεσίες ενέπνευσαν στην Τουρκία τη χρήση της κυπριακής διάστασης στον αγώνα για τη σφυρηλάτηση της εθνικής ταυτότητας. Διπλωματικά τηλεγραφήματα από το γερμανικό προξενείο και η αλληλογραφία του βρετανικού προξενείου με το Λονδίνο, αλλά και η δραστηριότητα της τουρκικής πρεσβείας στο Λονδίνο, αποδεικνύουν όχι μόνο την εμπλοκή αλλά και την επιμονή και τη συστηματικότητα με τις οποίες η βρετανική πολιτική ήθελε να συνδυάσει το Κυπριακό με τον τουρκικό εθνικισμό.
Οι εθνικιστικές ημικρατικές οργανώσεις των φοιτητών και η οργάνωση «H Κύπρος είναι τουρκική» χρησιμοποιούνται με βρετανική υπόδειξη και ενθάρρυνση στην προώθηση της εθνικής ολοκλήρωσης. Αυτοί οργανώνουν την εξέγερση που θα πετύχαινε πολλαπλούς στόχους: θα υπονόμευε την κυβέρνηση, θα ενίσχυε το εθνικό αίσθημα, θα προκαλούσε αποφασιστικό πλήγμα στο ηθικό των μειονοτήτων και θα προωθούσε τα τουρκικά συμφέροντα στην Κύπρο. Αυτό το τελευταίο δεν ήταν ακόμη σαφές πώς θα λειτουργούσε, καθώς όλοι είχαν συνηθίσει να θεωρούν τυχοδιωκτισμό κάθε περιπέτεια έξω από τα σύνορα που όρισε η Λωζάννη για την Τουρκική Δημοκρατία.
Οπως όλοι οι μαθητευόμενοι μάγοι, οι οργανωτές της 6ης Σεπτεμβρίου αιφνιδιάστηκαν από την «επιτυχία» της δαιμονικής μηχανής που έστησαν. Μόλις η κυβέρνηση αντελήφθη τι ακριβώς είχε συμβεί, κατάφερε να ελέγξει σχετικά γρήγορα την κατάσταση, αλλά αμέσως μετά άρχισε ένας σκληρός αγώνας για να ελεγχθεί η ανάκριση. Σεβαστοί κρατικοί λειτουργοί, στελέχη των υπηρεσιών πληροφοριών και της Ασφαλείας συμμετείχαν στην οργάνωση της εξέγερσης εκτελώντας διατεταγμένη υπηρεσία και προφυλακίστηκαν με σοβαρές κατηγορίες.
Πολλοί έμειναν για μήνες στη φυλακή και απειλούσαν πλέον τους καθοδηγητές τους ότι θα μιλούσαν δημόσια για όλα όσα ήξεραν. Αρνούνταν να αναλάβουν αυτοί μόνοι την ευθύνη για τα τρομερά επεισόδια.
Ο αγώνας για την προστασία και την αποφυλάκιση όλων αυτών των «ευυπόληπτων» πολιτών που εκτελούσαν «κρατική» υπηρεσία δεν ήταν εύκολος. H έκταση που πήραν οι βανδαλισμοί και οι λεηλασίες και η εικόνα που παρήχθη προκάλεσε σοκ. Χρειάστηκαν επιδέξιοι επικοινωνιακοί ελιγμοί και η θεωρία της κομμουνιστικής συνωμοσίας… και πολλοί μήνες για να αποφυλακισθούν οι εκτελούντες διατεταγμένη υπηρεσία.
