ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ

ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ Πώς να χαράξετε την επενδυτική στρατηγική σας Γ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Το σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον, όπως έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο της ευρωζώνης, δηλαδή των χαμηλών επιτοκίων, του ενιαίου νομίσματος και της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων, αλλά και η αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση των διεθνών κεφαλαιαγορών αναμφίβολα εντείνουν την πολυπλοκότητα και την

ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ

Πώς να χαράξετε την επενδυτική στρατηγική σας



Το σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον, όπως έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο της ευρωζώνης, δηλαδή των χαμηλών επιτοκίων, του ενιαίου νομίσματος και της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων, αλλά και η αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση των διεθνών κεφαλαιαγορών αναμφίβολα εντείνουν την πολυπλοκότητα και την αβεβαιότητα των επενδυτικών αποφάσεων και αναδεικνύουν τη διασπορά των τοποθετήσεων σε μια από τις βασικές αρχές χάραξης επενδυτικής στρατηγικής.


Για παράδειγμα, οι φόβοι για υπερθέρμανση της αμερικανικής οικονομίας, η σημαντική αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του δολαρίου ή η άνοδος της τιμής του πετρελαίου αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα παραγόντων που συνετέλεσαν στο να παρατηρηθούν έντονες διακυμάνσεις στις κεφαλαιαγορές και στις χρηματαγορές κατά τον τελευταίο χρόνο.


Για να «επιβιώσουν» λοιπόν οι επενδυτές στο νέο περιβάλλον, θεωρείται απαραίτητη η αλλαγή επενδυτικής νοοτροπίας και η υιοθέτηση μιας νέας που επιβάλλει τη δημιουργία χαρτοφυλακίου «κομμένου και ραμμένου» στα μέτρα του κάθε επενδυτή, το οποίο να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες του στις συνθήκες που επικρατούν στις αγορές.


Ετσι το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει ο επενδυτής είναι να ορίσει τον στόχο του, δηλαδή τι θέλει να κάνει το κεφάλαιο που διαθέτει και τα χρήματα που υπολογίζει να αποταμιεύει ετησίως ­ επιθυμεί, για παράδειγμα, να συγκεντρώσει χρήματα για τα χρόνια της σύνταξης ή για τις σπουδές των παιδιών του; ­ και τι κεφάλαια θεωρεί ότι θα απαιτηθούν για την ικανοποίηση των αναγκών του.


Με τον καθορισμό του επενδυτικού στόχου ορίζεται παράλληλα και ο χρονικός ορίζοντας της επένδυσης. Ο συνδυασμός του αρχικού κεφαλαίου, των χρημάτων που αποταμιεύονται ετησίως και ο χρονικός ορίζοντας της επένδυσης καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την επενδυτική στρατηγική. Για παράδειγμα, διαφορετική στρατηγική θα ακολουθηθεί στην περίπτωση που το αρχικό κεφάλαιο είναι της τάξεως των 20 εκατ. δρχ., οι ετήσιες αποταμιεύσεις 1 εκατ. δρχ., ο ορίζοντας της επένδυσης 30 έτη και στόχος η δημιουργία ενός κεφαλαίου 150 εκατ. δρχ. και διαφορετική στην περίπτωση που ο στόχος είναι 200 εκατ. δρχ. ή ο ορίζοντας της επένδυσης 20 έτη. Στην πρώτη περίπτωση η στρατηγική θα είναι πιο συντηρητική. Ανάλογα λοιπόν με τη στρατηγική θα διαμορφωθεί και το καλάθι των επενδυτικών προϊόντων που θα συνθέσουν το χαρτοφυλάκιο.


Στα νέα αυτά δεδομένα του ελληνικού οικονομικού και νομισματικού «γίγνεσθαι», οι τράπεζες, τα αμοιβαία κεφάλαια και οι υπόλοιπες εταιρείες του ευρύτερου χρηματοοικονομικού χώρου έχουν ανταποκριθεί με την προσφορά νέων προϊόντων και υπηρεσιών, η γκάμα των οποίων συνεχώς θα εμπλουτίζεται. Τα προϊόντα αυτά μπορεί να είναι συνδυασμός αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού ή χαμηλού ρίσκου, αποταμιευτικά προϊόντα σε ευρώ ή άλλο νόμισμα με εγγύηση κεφαλαίου και με απόδοση που να συνδέεται με έναν χρηματιστηριακό δείκτη εσωτερικού ή εξωτερικού, αποταμιευτικά προϊόντα σε ευρώ ή άλλο νόμισμα του οποίου η απόδοση εξαρτάται από τη σωστή πρόβλεψη της ισοτιμίας των αντίστοιχων νομισμάτων, αμοιβαία κεφάλαια με ταυτόχρονη συνταξιοδοτική και ασφαλιστική κάλυψη, χρηματιστηριακά προϊόντα (μετοχές, παράγωγα κτλ.), αμοιβαία κεφάλαια συνδεδεμένα με αγορές ακινήτων κ.ά.


Βέβαια θα πρέπει να ληφθεί σημαντικά υπόψη ότι τα νέα αυτά προϊόντα χαρακτηρίζονται από την προϋπόθεση μεσομακροπρόθεσμης διάρκειας επένδυσης για την ωρίμανση του επενδυμένου κεφαλαίου, την κλιμάκωση των περιθωρίων απόδοσης σε συνάρτηση με το μέγεθος αποδοχής ρίσκου κτλ. Είναι ίσως επίσης σημαντικό να λεχθεί ότι οι αποδόσεις πολλών από τα προϊόντα αυτά βασίζονται γενικότερα στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας και σχετίζονται άμεσα με τις αποδόσεις και την πορεία των διεθνών χρηματιστηριακών αγορών.


Γίνεται λοιπόν σαφές ότι η δομή όλων αυτών των επενδυτικών προϊόντων είναι σύνθετη και πολύπλοκη, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η αλλαγή κουλτούρας στον Ελληνα από τον ρόλο του «αποταμιευτή» στον ρόλο του «επενδυτή». Επιπροσθέτως η πρόκληση είναι διττή. Από τη μία πλευρά, ανοίγονται νέοι ορίζοντες επενδυτικών δυνατοτήτων σε μια ευρύτερη γεωγραφική αγορά (π.χ. πάσης φύσεως αμοιβαία κεφάλαια που επενδύονται στις διεθνείς αγορές). Από την άλλη πλευρά, ο ιδιώτης επενδυτής δεν θα μπορεί πλέον μόνος του να διαχειριστεί την περιουσία του, όπως στο παρελθόν συνήθιζε να κάνει με την παραδοσιακή μορφή του ταμιευτηρίου, λόγω της πολυπλοκότητας, του μεγέθους και της μεταβλητότητας του νέου χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος.


Ενδεχομένως, ο επενδυτής θα πρέπει να απευθυνθεί σε ειδικούς και να ζητήσει τη συνδρομή τους στη διαμόρφωση του χαρτοφυλακίου. Αν και οι τράπεζες, εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων και άλλοι που δραστηριοποιούνται στον χώρο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προσπαθούν να καθιερώσουν τον θεσμό του επενδυτικού συμβούλου, ωστόσο το ευρύ επενδυτικό κοινό θα πρέπει να είναι προσεκτικό και να εξετάζει τόσο την ταυτότητα αυτού που παρουσιάζεται ως σύμβουλος επενδύσεων όσο και τις γνώσεις του, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό.


Πάντως η δυσκολότερη ίσως πρόκληση για τον έλληνα επενδυτή είναι αυτή καθαυτή η αλλαγή της επενδυτικής του κουλτούρας και συνείδησης. Απαραίτητα συστατικά για την επιτυχία αυτής της αλλαγής είναι η εμπεριστατωμένη ενημέρωσή του, η απόκτηση καλύτερης γνώσης των προϊόντων αυτών, η αποδοχή υψηλότερων επενδυτικών κινδύνων με προσδοκία υψηλότερων αποδόσεων, η αποδοχή μεγαλύτερου χρονικού ορίζοντα επενδύσεων κ.ά.


1. Επενδυτικός στόχος


Η δημιουργία αποτελεσματικής επενδυτικής στρατηγικής προϋποθέτει την ύπαρξη ξεκάθαρων στόχων. Γι’ αυτό θα πρέπει κανείς να γνωρίζει ακριβώς τον λόγο για τον οποίο επενδύει. Αν δηλαδή επενδύει για να δημιουργήσει ένα κεφάλαιο για την αγορά κατοικίας, τη χρηματοδότηση των σπουδών των παιδιών του, την εξασφάλιση της σύνταξής του κτλ. Οι ειδικοί λένε ότι μόνο όταν ο επενδυτής γνωρίζει τον επενδυτικό στόχο του είναι σε θέση να διαμορφώσει κατάλληλα το χαρτοφυλάκιό του και να επιτύχει την υψηλότερη δυνατή απόδοση. Και ο επενδυτικός στόχος δεν είναι υποχρεωτικό να είναι μοναδικός. Μπορεί να υπάρχουν περισσότεροι από έναν και για την υλοποίηση του καθενός να απαιτείται διαφορετική επενδυτική στρατηγική. Επιπλέον στη διάρκεια μιας επένδυσης μπορεί να αλλάξει ο επενδυτικός στόχος και ανάλογα να μεταβληθεί και η επενδυτική στρατηγική.


2. Χρονικός ορίζοντας


Ο καθορισμός του χρονικού ορίζοντα, δηλαδή του διαστήματος που διαρκεί μια επένδυση, είναι ακόμη ένας σημαντικός παράγοντας για την επίτευξη των καλύτερων δυνατόν αποδόσεων. Ο χρονικός ορίζοντας περιλαμβάνει τη χρονική περίοδο από την αρχή της επένδυσης ως την επίτευξη ενός στόχου, όσο μικρό ή μεγάλο κι αν είναι αυτό, και ως εκ τούτου συνδέεται με τους στόχους που έχει θέσει ο επενδυτής. Επιπλέον, από τον χρονικό ορίζοντα καθορίζεται και η στρατηγική που θα ακολουθηθεί. Για παράδειγμα, αν ο στόχος περιορίζεται σε χρονικό διάστημα ενός έτους, δεν ενδείκνυνται οι επενδύσεις σε αγορές που εμφανίζουν έντονες διακυμάνσεις. Αντίθετα, για έναν μακροπρόθεσμο στόχο 15ετίας ή 20ετίας, όπως είναι η εξασφάλιση των σπουδών των παιδιών, ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι οι μετοχικές τοποθετήσεις αποδεικνύονται η αποδοτικότερη επένδυση. Στην περίπτωση αυτή, ο χρονικός ορίζοντας θα πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο το διάστημα ως το οποίο τα παιδιά θα ξεκινήσουν τις σπουδές τους αλλά και τη χρονική διάρκεια των σπουδών αυτών. Οσο μεγαλύτερος είναι ο χρονικός σας ορίζοντας τόσο λιγότερο θα επηρεαστεί μια επένδυση από τις διακυμάνσεις των χρηματιστηριακών αγορών.


3. Επίπεδο κινδύνου


Ο επενδυτικός κίνδυνος ή το ρίσκο που αναλαμβάνει ο επενδυτής είναι η πιθανότητα να κερδίσει ή να χάσει χρήματα από την επένδυσή του. Και η απόδοση είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον κίνδυνο. Υπάρχουν επενδυτές οι οποίοι δεν δυσκολεύονται να αγνοήσουν τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις των χρηματιστηρίων και παραμένουν πιστοί στους μακροπρόθεσμους στόχους τους. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν επενδυτές οι οποίοι πανικοβάλλονται από τη βραχυπρόθεσμη μείωση της αξίας των επενδύσεών τους, ακόμη και σε ένα μικρό ποσοστό. Αν κάποιος επιθυμεί μεγαλύτερες αποδόσεις, τότε θα πρέπει να αναλάβει και μεγαλύτερο επενδυτικό κίνδυνο. Αν όχι, είναι καλύτερο να στραφεί σε περισσότερο συντηρητικές τοποθετήσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει να γνωρίζει ότι δεν υπάρχει επένδυση, ακόμη και αυτές οι οποίες θεωρούνται απολύτως ασφαλείς, η οποία να μην εμπεριέχει κάποιας μορφής κίνδυνο. Οπως συχνά αναφέρεται, η επιτυχημένη επένδυση προϋποθέτει αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου.


4. Οικονομική κατάσταση


Βασική προϋπόθεση για μια αποτελεσματική στρατηγική θεωρείται τόσο η σωστή αξιολόγηση της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης του επενδυτή όσο και η εκτίμηση για το πώς θα διαμορφωθούν τα οικονομικά του στο μέλλον. Εύλογο είναι ότι η οικονομική κατάσταση ενός επενδυτή επηρεάζει άμεσα την επενδυτική του στρατηγική. Δηλαδή, αν το διαθέσιμο εισόδημα περιορίζεται σημαντικά από διάφορες οικονομικές υποχρεώσεις, ίσως θα πρέπει να επιλεγεί μια επένδυση η οποία να μη χαρακτηρίζεται από υψηλό κίνδυνο και αντιστρόφως, αν το διαθέσιμο εισόδημα είναι αρκετά μεγάλο, πιθανώς να μην αποτελέσουν ανασταλτικό παράγοντα οι διακυμάνσεις τιμών οι οποίες χαρακτηρίζουν μια «επιθετική» επένδυση.


Η σχέση απόδοσης / κινδύνου και η διασπορά του χαρτοφυλακίου



Λέγεται ότι οι υψηλότερες αποδόσεις συνδέονται με την ανάληψη ρίσκου και έτσι είναι. Αλλωστε το στοιχείο του κινδύνου αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό κάθε μορφής επένδυσης. Αν δεν ρισκάρεις, δεν κερδίζεις. Ετσι λοιπόν όσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να χάσει κανείς από μια επένδυση χρήματα από το κεφάλαιό του τόσο υψηλότερη είναι η προσδοκώμενη απόδοση.


Η σχέση ρίσκου / απόδοσης βρίσκεται στον πυρήνα κάθε επενδυτικής στρατηγικής. Οποιος επιδιώκει υψηλές αποδόσεις θα πρέπει να είναι διατεθειμένος να αναλάβει επενδυτικό κίνδυνο. Αν πάλι κάποιος δεν επιθυμεί να ρισκάρει τα χρήματά του ή επιθυμεί να μειώσει το ρίσκο του, θα πρέπει αντίστοιχα να προσδοκά χαμηλότερες αποδόσεις. Σε κάθε περίπτωση κάθε επένδυση εσωκλείει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό κάποιο επίπεδο κινδύνου.


Ανάμεσα στις τρεις κατηγορίες επένδυσης τα προϊόντα της χρηματαγοράς (καταθέσεις, repos, αμοιβαία διαχείρισης διαθεσίμων κτλ.) διατηρούν το μικρότερο ρίσκο, στη συνέχεια έρχονται τα ομόλογα, ενώ οι μετοχές θεωρούνται τοποθετήσεις υψηλού κινδύνου. Αντίστοιχα όμως οι επενδύσεις στην αγορά χρήματος προσφέρουν τις χαμηλότερες αποδόσεις και οι επενδύσεις σε μετοχές τις υψηλότερες.


Σε κάθε περίπτωση ο επενδυτής θα πρέπει, εφόσον επιθυμεί να μειώσει τον κίνδυνο, να ακολουθεί τον κανόνα της διαφοροποίησης του χαρτοφυλακίου του. Να ακολουθήσει δηλαδή την παλιά καλή συνταγή «όχι όλα τα αβγά σε ένα καλάθι». Η επιλογή μιας μόνο μετοχής εξισούται με την ανάληψη του μέγιστου επιπέδου επενδυτικού κινδύνου. Η διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου ανάμεσα σε πολλές και διαφορετικές μετοχές μειώνει τον κίνδυνο.


Πάντως ο επιτυχημένος επενδυτής δεν αποφεύγει τον κίνδυνο, τον διαχειρίζεται. Με την κατανομή κεφαλαίων, που είναι δοκιμασμένη στον χρόνο στρατηγική, επιτυγχάνει ενίσχυση της απόδοσης και μείωση του επενδυτικού κινδύνου. Η στρατηγική αυτή βασίζεται στην αρχή ότι δύο διαφορετικές μορφές επένδυσης δεν παρουσιάζουν ποτέ τις ίδιες μεταβολές την ίδια χρονική στιγμή.


Ο κανόνας της κατανομής κεφαλαίων βρίσκει εφαρμογή στην πλειονότητα των επενδυτών. Εξαιρώντας τις περιπτώσεις ατόμων οι οποίοι είτε είναι υπερσυντηρητικοί και διακρατούν όλο το κεφάλαιό τους σε λογαριασμούς ταμιευτηρίου είτε είναι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνοι και τοποθετούν όλη τους την περιουσία σε μετοχές, ο επενδυτής θα πρέπει να κατανέμει τα κεφάλαιά του ανάμεσα σε διαφορετικές μορφές επένδυσης.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version