Στοίχημα χωρίς… ρίσκο
Σε μια περίοδο όπου τα επιτόκια των παραδοσιακών καταθετικών λογαριασμών και οι αποδόσεις των αποταμιευτικών προϊόντων έχουν διαμορφωθεί σε επίπεδα που δεν ξεπερνούν το 4%, τα σύνθετα επενδυτικά προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου αποτελούν ελκυστική εναλλακτική τοποθέτηση για τα κεφάλαια του επενδυτικού κοινού που δεν επιθυμεί να αναλάβει ρίσκο. Πρόκειται για επενδυτικούς-καταθετικούς λογαριασμούς που εγγυώνται το κεφάλαιο της αρχικής κατάθεσης, ενώ σε ευνοϊκή περίπτωση προσφέρουν αποδόσεις μεγαλύτερες από αυτές που προσφέρουν οι τραπεζικές καταθέσεις ή τα repos. Στην ουσία ο καταθέτης καλείται να πάρει ένα στοίχημα το οποίο συνδέεται με την πορεία ενός χρηματιστηριακού δείκτη, ενός καλαθιού μετοχών, την εξέλιξη της ισοτιμίας δύο νομισμάτων κτλ. ρισκάροντας την εγγυημένη απόδοση που του προσφέρει ένας τραπεζικός λογαριασμός. Ως νέο προϊόν όμως παραμένει εν πολλοίς άγνωστο στο ευρύ επενδυτικό κοινό, το οποίο καλό είναι να γνωρίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε προϊόντος καθώς υπάρχουν σημαντικές διαφορές ιδιαίτερα στον τρόπο υπολογισμού της απόδοσης. Και οι διαφορές αυτές συνδέονται με τις εκτιμήσεις του επενδυτή για το πώς θα κινηθεί ο δείκτης ή η ισοτιμία στην οποία «στοιχηματίζει» το προϊόν.
Στον πίνακα παρουσιάζονται όλα τα προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου που έχουν ήδη κυκλοφορήσει στην ελληνική αγορά, οι εμπορικές τράπεζες με τα πλήρη χαρακτηριστικά τους, σε μια προσπάθεια καταγραφής των διαφορών που μπορεί να υπάρξουν σε προϊόντα τα οποία εκ πρώτης όψεως φαίνονται ίδια και οι οποίες συνδέονται με το επενδυτικό προφίλ του επενδυτή και την απόδοση που προσδοκά.
Σημειώνεται ότι ορισμένα από τα προϊόντα βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη καθώς οι εγγραφές τους έχουν λήξει και πρόκειται να εκδοθούν εκ νέου.
Πριν από περίπου δύο χρόνια ξεκίνησαν να προωθούνται στην ελληνική αγορά από συγκεκριμένες τράπεζες τα εν λόγω προϊόντα. Οπως τονίζουν στελέχη τραπεζών, η ζήτηση για τη συγκεκριμένη επένδυση δεν θεωρήθηκε τον πρώτο καιρό ικανοποιητική. Και εξηγούν ότι ο βασικότερος λόγος που το ελληνικό επενδυτικό κοινό δεν τα προτίμησε από τα υπόλοιπα τραπεζικά προϊόντα ήταν ο μεσοπρόθεσμος χαρακτήρας της επένδυσης, καθώς τα περισσότερα από αυτά είχαν διάρκεια μεγαλύτερη των δύο ετών.
Αυτή τη στιγμή όμως έχουν δημιουργηθεί προϊόντα με βραχυπρόθεσμη διάρκεια που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι μικρότερη του εξαμήνου. Επιπλέον δίνεται η δυνατότητα στον επενδυτή να ποντάρει όχι μόνο στην άνοδο ενός δείκτη ή μιας αξίας αλλά και στην πτώση. Αυτές οι δύο παράμετροι, σύμφωνα με τραπεζίτες, καθιστούν πιο ευέλικτα και ελκυστικά τα εν λόγω προϊόντα και είναι δυνατόν να προσελκύσουν όλο και περισσότερους πελάτες με διαφορετικό επενδυτικό προφίλ, ιδιαίτερα σήμερα όπου η τοποθέτηση σε μετοχικές αξίες δεν εμπνέει εμπιστοσύνη και το ρίσκο είναι μεγάλο.
* Τι είναι και πώς λειτουργούν
Τα προϊόντα εγγυημένου αρχικού κεφαλαίου (capital guaranteed) είναι προϊόντα χαμηλού επενδυτικού κινδύνου, τα οποία συνδέονται με τις αποδόσεις συγκεκριμένων δεικτών, μετοχών ή άλλων αξιών αναφοράς και στόχο έχουν να δώσουν την ευκαιρία μεγαλύτερης απόδοσης σε σύγκριση με τα χαμηλά επιτόκια που ισχύουν στην ευρωζώνη. Απευθύνονται κυρίως σε επενδυτές οι οποίοι δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν το αρχικό κεφάλαιό τους αλλά σταδιακά θέλουν να δοκιμάσουν ευκαιρίες για μεγαλύτερη απόδοση με ταυτόχρονη εξοικείωση στα σύγχρονα επενδυτικά προϊόντα. Δεν υπάρχει κίνδυνος απώλειας κεφαλαίου και στη χειρότερη περίπτωση ο επενδυτής θα στερηθεί τους τόκους που έτσι κι αλλιώς θα είναι πολύ χαμηλοί. Αυτά τα προϊόντα διατίθενται ή ως αμοιβαία κεφάλαια ή με τη μορφή καταθετικών λογαριασμών.
Η συμμετοχή στη μεταβολή, θετική ή αρνητική, ενός δείκτη ποικίλλει ανάλογα με το προϊόν, ξεπερνώντας ακόμη και το 100%. Παράλληλα υπάρχουν προϊόντα που εξασφαλίζουν προκαθορισμένη υψηλή απόδοση στην περίπτωση που μια ισοτιμία ή η τιμή ενός δείκτη ή μιας μετοχής κατά τη διάρκεια ζωής του προϊόντος κυμανθεί ανάμεσα σε δύο συγκεκριμένα όρια.
Επιπλέον δίνεται η επιλογή στον πελάτη να επιλέξει και τον τρόπο υπολογισμού της απόδοσης. Η τελευταία διαμορφώνεται είτε βάσει του μέσου όρου περιοδικών παρατηρήσεων (ανά μήνα, δίμηνο, εξάμηνο) είτε με τη συνολική μεταβολή της αξίας αναφοράς από την πρώτη ημέρα του προϊόντος ως τη λήξη του.