Η κοινή γνώμη δεν τρέφει τα καλύτερα των αισθημάτων για τις Τράπεζες. Τις θεωρεί βουλιμικές, κερδοσκοπικές και πηγή δεινών. Τώρα μάλιστα με την κρίση τα αισθήματα είναι ακόμη πιο βαρεία. Το πλήθος των ανθρώπων πιστεύει ότι οι Τράπεζες παρήγαγαν την σημερινή κρίση, ότι αυτές είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνες για τις πολλές φούσκες και ιδιαιτέρως για εκείνη την πλαστή αίσθηση ευημερίας και χρηματικής άνεσης, που επικράτησε σε ολόκληρο τον προηγμένο κόσμο.

Ωστόσο οφείλουμε να είμαστε δίκαιοι ειδικά με τις ελληνικές Τράπεζες. Η περίπτωσή τους διαφέρει πολύ. Μπορεί να υποστηρίξει κανείς με ασφάλεια ότι δεν υπέπεσαν στα ίδια αμαρτήματα με τις αμερικανικές, τις βρετανικές, τις γαλλικές ή και τις γερμανικές Τράπεζες. Παρ’ ότι η παρουσία τους στις προηγούμενες δύο δεκαετίες ήταν έντονη στη διεθνή αγορά δεν υπέκυψαν στον πειρασμό των σύνθετων κερδοσκοπικών χρηματοοικοινομικών προϊόντων.

Οταν η Goldman Sachs, η Morgan Stanley, η J. Ρ. Morgan και άλλες επιφανείς του διεθνούς χρήματος έστησαν το παιγνίδι των τοξικών δομημένων τίτλων και φούσκωναν τη διεθνή χρηματοικονομική φούσκα όλων των εποχών, οι πολύ μικρότερες δικές μας και συγκεκριμένα η Εθνική, η ALPHA, η Eurobank, η Πειραιώς και άλλες αναλάμβαναν ρίσκο επιχειρηματικό και επένδυαν στις αναδυόμενες και πολιτικά και οικονομικά ασταθείς τότε αγορές της Βαλκανικής και της ανατολικής Ευρώπης. Και αργότερα επεκτάθηκαν σε ολόκληρη τη νοτιοανατολική Μεσόγειο μέχρι και τη χώρα του Νείλου.

Από το 1998 μέχρι το 2007 οι ελληνικές Τράπεζες ίδρυσαν θυγατρικές από την Ουκρανία και την Πολωνία μέχρι την Τουρκία και την Αίγυπτο και έφθασαν να διαθέτουν περίπου 3.500 υποκαταστήματα εκτός ελληνικών συνόρων. Είναι ίσως η μεγαλύτερη ανάπτυξη που πέτυχε διεθνώς χώρα στον χρηματοοικονομικό τομέα τα προηγούμενα χρόνια. Κάπως έτσι οι ελληνικές Τράπεζες έχτισαν αξιοζήλευτη περιουσία, χωρίς να είναι εκτεθειμένες στους κινδύνους της κρίσης.

Τα προβλήματά τους ήλθαν ως αποτέλεσμα της κρίσης των μεγάλων και αδηφάγων διεθνών χρηματοπιστωπιστωτικών οργανισμών και διογκώθηκαν μετά την κρίση χρέους που αντιμετωπίζει η χώρα. Είναι με άλλα λόγια η περίπτωσή τους ξεχωριστή. Συγκροτούσαν μέχρι πρότινος το πιο ανεπτυγμένο εξωστρεφές κομμάτι της ελληνικής οικονομίας και εμφανώς η πίεση που δέχονται δεν είναι αποτέλεσμα πράξεων και επιλογών τους, αλλά προϊόν της πίεσης προς τη χώρα.

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα φέρει σε μεγάλο βαθμό το βάρος της χώρας. Κακά τα ψέματα οι εγχώριες τράπεζες δημιούργησαν βάσεις προόδου όλα τα προηγούμενα χρόνια, οι οποίες σήμερα διεκδικούνται από εκείνους που στα χρόνια της ευφορίας έπαιζαν χαρτοπόλεμο.

Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται αυτή τη στιγμή δεν είναι η κρατικοποίησή τους, για να ικανοποιηθεί το λαικιστικό αίσθημα ορισμένων της πολιτικής, που όλα τα προηγούμενα χρόνια έκαναν ότι μπορούσαν προκειμένου να φθείρουν την ελληνική οικονομία και τη χώρα.

Το ζήτημα είναι πώς θα διασωθούν από την κρίση χρέους, πώς θα παίξουν τον ρόλο τους ως χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και πώς θα διασώσουν τις βάσεις ισχύος και επιρροής που έχτισαν όλα τα προηγούμενα χρόνια από τη Βαρσοβία ως το Κάιρο.

Αυτό είναι το μέγα θέμα και αυτή η μεγάλη πρόκληση. Την οποία οφείλουν να δουν και όσοι επιχειρούν να υψώσουν προπέτασμα καπνού για να κρύψουν τα δικά τους αμαρτήματα.