Ο Εμφύλιος μπορεί να απασχόλησε κατά κόρον τους πεζογράφους της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς αλλά έχει επανακάμψει την τελευταία δεκαπενταετία στο προσκήνιο, με αφετηρία την Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού (1994) η οποία έβαλε δυναμικά στο παιχνίδι τους νεότερους, για να τους οδηγήσει βαθμιαία σε νέα βήματα, αν όχι και σε εντελώς καινούργια μονοπάτια. Οι νεότεροι μυθιστοριογράφοι άρχισαν να επιστρέφουν στον Εμφύλιο όχι για να υπερασπιστούν την πολιτική αλήθεια της μιας ή της άλλης πλευράς, όπως το έκαναν πολλά λογοτεχνικά έργα πριν και μετά τη δικτατορία, αλλά, αντίθετα, για να ψάξουν τα τραύματα του δικού τους καιρού, μετατρέποντας την Ιστορία σε ένα καυτό σχόλιο του παρόντος.

Βεβαίως, η διερεύνηση του παρελθόντος από τη λογοτεχνία είναι πάντα μια ζωντανή αναμέτρηση με το παρόν, μια προσπάθεια για ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με την εποχή στην οποία ανήκουν οι συγγραφείς, όπου δεν μπορεί παρά να θέτουν επίμονα (να πω βασανιστικά;) ερωτήματα για την ταυτότητά της. Σε αυτή τη γραμμή κινούνται με τα πρόσφατα βιβλία τους τρεις σύγχρονοι πεζογράφοι, οι οποίοι καταπιάνονται για πρώτη φορά με το ζήτημα του Εμφυλίου· ζήτημα γύρω από το οποίο αποκτούν αίφνης μιαν ιδιόμορφη κοινότητα, αφού οι ιστορίες και των τριών πλάθονται επί τη βάσει της τύχης που βλέπουν να έχει η έννοια και η αίσθηση της δικαιοσύνης στην Ελλάδα από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως τις ημέρες μας. Ο λόγος είναι για τη Μάρω Δούκα με το μυθιστόρημα-ποταμό Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ (το θέμα μάς δίνεται ήδη από τον τίτλο), τον Νίκο Θέμελη με την υβριδική του σύνθεση (τοποθετημένη ανάμεσα στον Εμφύλιο και στη μεταπολιτευτική περίοδο) Συμφωνία των ονείρων και τον Μισέλ Φάις με την ιστορική του μεταμυθοπλασία (ένα σαφώς μεταμοντέρνο αφήγημα) Πορφυρά γέλια.

Εξαπλώνοντας τη δράση της στην Κρήτη της ναζιστικής Κατοχής και του Εμφυλίου η Δούκα θα μιλήσει ευθύς εξαρχής για μια τεράστια, διπλή αδικία: την αδικία η οποία προήλθε από την καταβαράθρωση την οποία υπέστη η Αριστερά τόσο κατά τη σύγκρουση με τους πολιτικούς της αντιπάλους όσο και ύστερα από τις δραματικές εξελίξεις που σημειώθηκαν στο εσωτερικό της μέτωπο. Οι κομμουνιστές θα επωμιστούν τον δίκαιο αγώνα για τη συθέμελη αλλαγή του κόσμου και συνάμα θα χάσουν το δίκιο τους σε όλα τα επίπεδα: θα παραδοθούν από τους Αγγλους στα χέρια των ναζιστών, θα διωχθούν απηνώς από το ελληνικό κράτος και θα αφήσουν την ιδεολογία τους να γίνει κουρέλια, χαντακωμένοι από τις τερατώδεις στρεβλώσεις με τις οποίες θα επιβαρύνει μεταπολεμικά τη συνείδηση και τη ζωή τους η κομματική ηγεσία.

Αποδελτιώνοντας τον βίο και την πολιτεία του αριστερού παππού της η νεαρή Βιργινία θα δει τη συντριβή του προγόνου της να συνενώνεται με την ερημιά του δικού της κατατεμαχισμένου χρόνου, που θα σπαταληθεί δίχως το παραμικρό νόημα στους αδιέξοδους δρόμους των Εξαρχείων. Η απουσία της ιστορικής δικαιοσύνης θα σημάνει μια πελώρια έλλειψη δικαίωσης και του παρόντος. Η πραγματικότητα του άλλοτε και η πραγματικότητα του τώρα θα συναντηθούν μπροστά στα ερείπια μιας κοινωνίας που τελεί υπό διαρκή έκπτωση.

Εστιάζοντας την προσοχή του όχι μόνο στον Εμφύλιο, αλλά και στις παρατεταμένες του συνέπειες, από τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 ως το καθεστώς των συνταγματαρχών (ο Αλέξανδρος Κοτζιάς μιλούσε για «τριακονταετή πόλεμο»), ο Θέμελης ανεβάζει με τη σειρά του στην επιφάνεια την εικόνα μιας Ελλάδας η οποία ζει παντού και πάντα εν αδίκω. Παντού: από τα εμφυλιακά Γιάννινα και τη δεσποτική Μαριάνθη, η οποία θα κυριαρχήσει στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης, κυβερνώντας με πλήρη αποτυχία την κομμουνιστοφάγο οικογένειά της, ως τη δεκαετία του 1990 και το Αιγαίο, όπου η εγγονή της θα αγωνιστεί επί ματαίω να εξαρθρώσει ένα τοπικό σύστημα εκτεταμένης διαφθοράς.

Πάντα: από την αιματηρή σύρραξη της τριετίας 1946-1949 ως το τέλος του 20ού αιώνα οι γενιές που θα διαδεχθούν η μία την άλλη στο μυθιστόρημα του Θέμελη όχι μόνο δεν θα κατορθώσουν να γεφυρώσουν το ρήγμα που άνοιξε στον βίο και στις συνειδήσεις τους ο Εμφύλιος, αλλά και θα χάσουν πανηγυρικά τη δυνατότητα να επιβιβαστούν στο όχημα του εκσυγχρονισμού και να ωφεληθούν από τις ζωογόνες, αναγεννητικές του δυνατότητες. Η γεύση του άδικου και του αδικαίωτου θα είναι και στο βιβλίο του Θέμελη ολόπικρη: την πεποίθηση ότι καμία δικαιοσύνη (δικαστική, πολιτική ή κοινωνική) δεν θα αποδοθεί ποτέ από κανέναν σε κανέναν και πως όλα θα παραμείνουν ως το τέρμα εκκρεμή και αζύγιστα.

Μεταφέροντας την αφήγησή του στο σταλινικό άντρο του στρατοπέδου Μπούλκες, στη Βόρεια Γιουγκοσλαβία, και οργανώνοντας τη δράση του γύρω από τέσσερα πρόσωπα, ο Φάις βάζει και από τη μεριά του τη δικαιοσύνη να αποχωρεί από τη σκηνή, εξισώνοντας τη δραματική της εξαφάνιση με την αποθέωση της βίας (δεν εμφιλοχωρούν ασφαλώς τυχαία στις σελίδες του οι Βάκχες του Ευριπίδη) και την κατάρρευση της αλήθειας: την πτώση της από το βάθρο της Ιστορίας, αλλά και την απομάκρυνσή της από το πραγματικό και το παρόν.

Ο συγγραφέας θα αρνηθεί να περάσει την Ιστορία από δίκη και δικαστήριο, μια και δεν υπάρχει δικαστήριο και δικαστής ικανός να δικάσει το ιστορικό κενό: από την τρελαμένη με τον γενικό γραμματέα του κόμματος γιαγιά ως τον αποθηριωμένο εγγονό, ο οποίος δεν θα καταφέρει, παρ΄ όλα αυτά, να μη γίνει παρανάλωμα του μνημονικού πυρός των προγόνων του, το κομμουνιστικό εγχείρημα θα βυθιστεί στο τέλμα και στην παράλυση της αυτοκαταστροφής. Και η αυτοκαταστροφή θα υπερβεί με αστραπιαία ταχύτητα τα όρια της Αριστεράς, για να εξαπλωθεί στο ιστορικό σύνολο της κοινωνικής επικράτειας και να φτάσει ως τον πολιτικό αυταρχισμό και τη φυλετική φοβία των ημερών μας.

Ο κύκλος κλείνει και το φίδι χώνει την ουρά στο στόμα του: από το Δίκιο είναι ζόρικο πολύ ως τη Συμφωνία των ονείρων και τα Πορφυρά γέλια ο Εμφύλιος θα προσφέρει την έδρα για να κοιτάξουν οι τρεις μυθιστοριογράφοι εφ΄ όλης της ύλης τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και να καταλήξουν σε ένα κάθε άλλο παρά παρήγορο συμπέρασμα: τότε αλλά και τώρα, πριν από 60 χρόνια αλλά και σήμερα όλα τα κρίσιμα στοιχήματα για την Ελλάδα (απαλλαγή από το αίσθημα της ήττας και την ενοχή, αποτίναξη των ιδεολογικών δεσμών, αγώνας για ισόρροπη και ελεύθερη ανάπτυξη) έχουν χαθεί, με τον πέλεκυ του αδικαίωτου να πέφτει βαρύς επί δικαίους και αδίκους.

Για να περάσουν από τον Εμφύλιο στα τωρινά χρόνια, η Δούκα, ο Θέμελης και ο Φάις διαλέγουν τελείως απρόσμενες, όπως και εμφανώς διαφοροποιημένες διαδρομές.

Η Δούκα δίνει στη δουλειά της τη μορφή ενός παρατεταμένου χρονικού, που μοιάζει συχνά με μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα: στο ένα επίπεδο παρακολουθούμε τον ματωμένο ιστορικό χρόνο του παππού Γιώργη Κριαρά, που θα κατασπαράξει τις πιο γενναίες ψυχές και θα μολύνει όλους τους καρπούς του μέλλοντος, στο άλλο επίπεδο βλέπουμε την καθημερινότητα της εγγονής του Βιργινίας, που παρατηρεί κάθε χρώμα τριγύρω της να καταλήγει στο γκρίζο, ώσπου να απολέσει οριστικά και τα τελευταία υπολείμματα της αλλοτινής του λάμψης (αν υπήρξε όντως ποτέ κάποια λάμψη). Ο Θέμελης συνδυάζει από την πλευρά του τη φόρμα του ιστορικού μυθιστορήματος με τη σύγχρονη πολιτικοκοινωνική περιπέτεια, φτιάχνοντας ένα είδος σάγκας μέσω της οποίας διατρέχει ολόκληρο το ιστορικό σώμα της μεταπολεμικής Ελλάδας, που παρουσιάζεται και με μιαν αρκετά απλωμένη γεωγραφία: από την πρωτεύουσα της Ηπείρου και τον θεσσαλικό κάμπο ως τη Θεσσαλονίκη και το αιγαιοπελαγίτικο τοπίο. Η σκηνογραφία και η αφήγηση του Θέμελη υπακούουν στον καθιερωμένο ρεαλισμό του, από την καρδιά του οποίου θα ξεπηδήσει και ένας πολύ αδρός χαρακτήρας: ο ακροδεξιός, οξύθυμος, χωμένος σε ποικίλα οικονομικά κόλπα, όπως και βαθύτατα εγωπαθής Αγις, που αποτελεί ένα τερατούργημα της εποχής και του τόπου του.

Γράφοντας ενδεχομένως το περιπλοκότερο μέχρι στιγμής έργο του ο Φάις συνταιριάζει το υπερρεαλιστικό θέατρο, την αρχαία τραγωδία και την τετραφωνική αφήγηση σε μια σύνθεση η οποία πάλλεται από τις έντονες εναλλαγές ύφους (κάθε φωνή εκφράζεται με άλλη κοινωνική και συναισθηματική ιδιόλεκτο).
Μολοντούτο οι εναλλαγές αυτές δεν διαρρηγνύουν τους εσωτερικούς δεσμούς τους, προκαλώντας εσκεμμένα τον αναγνώστη με τους παράλογους σπινθήρες που παράγει η ιδιόμορφη επαφή τους, αλλά και προικίζοντας τον λόγο του Φάις με μια σπάνια σκηνοθετική δύναμη.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ