Κάποτε, την δεκαετία του ’50, είχε κυκλοφορήσει από την αριστερά το σύνθημα πως κινδυνεύουμε να γίνουμε οι σερβιτόροι της Ευρώπης. Αργότερα η κουβέντα αυτή είχε ειπωθεί και από άλλα χείλη πολιτικών, όπως ο Χαρίλαος Φλωράκης και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Σε ελεύθερη μετάφραση αυτό σήμαινε πως εάν δεν βρεθούν σοβαροί επιχειρηματίες που με τη βοήθεια του κράτους θα επενδύσουν στην έρευνα και την υψηλή τεχνολογία, οι επιχειρήσεις της χώρας θα πάψουν να είναι ανταγωνιστικές. Ετσι οι περισσότεροι από εμάς αναγκαστικά θα εξυπηρετούμε τους ξένους που θα απολαμβάνουν τις ομορφιές της χώρας μας.

Φαίνεται πως αυτή η φράση -που χρησιμοποιήθηκε πολλάκις από τότε- μας πλήγωσε πολύ βαθιά, απλοποιήσαμε το περιεχόμενο και καταλάβαμε το εξής: σερβιτόρος=ντροπή. Η υπεραπλούστευση πέρασε από τους γονείς στα παιδιά και φαντάζομαι ότι αναπαράχθηκε σε πολλά σπίτια ως απειλή προς νεαρά βλαστάρια ή ως απόγνωση του τύπου «τι θα κάνω με σένα; σερβιτόρος θα καταλήξεις».

Αποτέλεσμα; Το επάγγελμα να θεωρείται εποχικό, ένα πάρεργο για τα χρόνια των σπουδών, μια προσωρινή λύση προτού έρθει η άλλη δουλειά, η καλή, η αρμόζουσα. Διότι μαζί με τα διάφορα που συνέβησαν στον κοινωνικό ιστό, έφτασε το ελληνικό όνειρο να απαρτίζεται από πολύ συγκεκριμένα πράγματα: αυτοκίνητο (κυρίως τζιπ), πιστωτικές κάρτες, σπίτι και θέση διευθυντού.

Αλλά μέχρι να έρθει η αναμενόμενη θέση μπορεί κάποιος στη νεότητά του να κρατήσει και κανένα δίσκο. Για λίγο. Μέσα του όμως νιώθει την ανάγκη να απολογηθεί που βρέθηκε να κάνει αυτή τη δουλειά.

Πιστεύω ότι το συγκεκριμένο είναι από τα επαγγέλματα που στιγματίστηκαν τόσο ώστε χωρίς ίσως να το συνειδητοποιούν κάποιοι σερβιτόροι μοιάζουν να βρίσκονται μόνιμα σε κατάσταση άμυνας. Η στάση τους, η έκφρασή τους, η συμπεριφορά τους έχει αλλάξει. Χωρίς λόγια αλλά με όλους τους άλλους τρόπους νιώθω να κραυγάζουν «είναι προσωρινό αυτό που κάνω, δεν είμαι για εδώ, είμαι για κάπου καλύτερα, έχω ικανότητες που πρέπει να αναγνωρισθούν, δεν είμαι ένας απλός σερβιτόρος της Ευρώπης».

Πάντως, μ’ αυτά και μ’ αυτά, στη χώρα έχουν διαμορφωθεί χοντρικά τριών ειδών σερβιτόροι. Πρώτοι έρχονται οι φιλοσοφημένοι. Αυτοί δηλαδή που κάνουν τη δουλειά τους με άψογο τρόπο, είναι ευγενείς και εξυπηρετικοί. Θα είχαν την ίδια συμπεριφορά ό,τι και αν έκαναν διότι είναι επαγγελματίες και γνωρίζουν πως είτε είσαι καθηγητής, λογιστής, επιχειρηματίας ή ο,τιδήποτε άλλο, η ουσία είναι να κάνεις αυτό με το οποίο ασχολείσαι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Μετά ακολουθούν «τα φιλαράκια». Πρόκειται για όσους θέλοντας να ξεπεράσουν το σύμπλεγμα της κατώτερης δουλειάς (που νομίζουν πως κάνουν), φέρονται σε εσένα, τον πελάτη, σαν να σε ήξεραν από χθες. Μπορεί και να σε χτυπήσουν φιλικά στην πλάτη, σου κάνουν εξυπνακίστικα σχόλια, σου φέρνουν την παραγγελία σαν να σου κάνουν χάρη, θέλοντας μάλλον να αποδείξουν πως δεν σας χωρίζει κοινωνικό χάσμα. Φυσικά και δεν σας χωρίζει. Αλλά πώς και γιατί να το εξηγήσεις;

Και τέλος, υπάρχουν και εκείνοι που έχουν μέσα τους θυμό γιατί βρέθηκαν σε αυτή τη θέση. Και τον θυμό αυτό τον βγάζουν με αγένεια, με μούτρα, με νεύρα. Οι δικαιολογίες τους είναι πως δουλεύουν με εξαντλητικούς ρυθμούς και πως οι πελάτες είναι συχνά αγενείς και απότομοι. Σύμφωνοι. Δηλαδή οι υπόλοιποι εργαζόμενοι δεν έχουν πίεση στη δουλειά τους ή μήπως δεν έρχονται σε επαφή με ανθρώπους που μπορεί να είναι παράλογοι, εκνευριστικοί, υστερικοί; Και οι γιατροί, και οι δικηγόροι και όσοι έχουν δική τους επιχείρηση, όλοι τέλος πάντων έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με κάθε λογής συμπεριφορά. Και χυδαία και ευγενική. Δεν θα έπρεπε όμως κανένας εργαζόμενος να επιδεικνύει τέτοια απαξίωση προς εκείνον που εξυπηρετεί. Εχει τύχει να νομίζω ότι το γκαρσόν θα με περιλούσει με τον καφέ που κρατάει. Ή να με κοιτάει με τρόπο που με κάνει να πιστεύω πως εύχεται από μέσα του «στο λαιμό να σου κάτσει». Και αυτό δεν το ανέχομαι. Δεν θέλω να πίνω έναν ρημαδοκαφέ και να με καταριούνται. Τόσο περίεργο είναι;