Στα παρασκήνια του «Ιππόλυτου»

Η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, Κατερίνα Ευαγγελάτου, σκηνοθετεί την τραγωδία του Ευριπίδη, την παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου που ανοίγει τα εφετινά Επιδαύρια, και «ενορχηστρώνει» μια αποκλειστική φωτογράφιση με τους πρωταγωνιστές της παράστασης Κόρα Καρβούνη, Γιάννη Τσορτέκη και Ορέστη Χαλκιά για το ΒΗΜΑgazino.

Η ώρα είναι πέντε το απόγευμα και στον χώρο του Φεστιβάλ Αθηνών, στην Πειραιώς 260, οι ηθοποιοί του «Ιππόλυτου», της πολυαναμενόμενης παράστασης που θα παρουσιαστεί στις 7 και 8 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, έχουν ξεκινήσει να συγκεντρώνονται σιγά-σιγά για την πρόβα τους.

Η Ελενα Τοπαλίδου, η οποία υποδύεται την Αρτεμη και την Αφροδίτη, βάφει τα χείλη της με κραγιόν. Μια κίνηση ίσως για να πλησιάσει περισσότερο στον ρόλο της, σκέπτομαι καθώς την παρατηρώ. Λίγο πιο πέρα η Κατερίνα Ευαγγελάτου, η σκηνοθέτρια της παράστασης αλλά και καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, συνομιλεί με τους ηθοποιούς. Υστερα με οδηγεί στο γραφείο της. Στο τραπέζι μπροστά της υπάρχει μια σκεπασμένη μακέτα του σκηνικού που δημιούργησε η Εύα Μανιδάκη για την παράσταση. Η ίδια, έξι χρόνια μετά την πρώτη της σκηνοθεσία στην Επίδαυρο το 2017 με το Εθνικό Θέατρο και την «Αλκηστη» του Ευριπίδη – δεν είχε ακόμη τότε αναλάβει τα ηνία του Φεστιβάλ -, κατεβαίνει για δεύτερη φορά στο αργολικό θέατρο και πάλι με το Εθνικό, παρουσιάζοντας αυτή τη φορά τον «Ιππόλυτο» του μεγάλου τραγικού.

Πρόκειται, θα έλεγε κανείς, για ένα έργο σημαδιακό, αφού εκείνο εγκαινίασε τον θεσμό των Επιδαυρίων όταν παίχθηκε στις 11 Ιουλίου 1954 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, με τον ρόλο του τίτλου να αναλαμβάνει ο jeune premier της εποχής Αλέκος Αλεξανδράκης. Και η συζήτησή μας με την Κατερίνα Ευαγγελάτου ξεκινά ακριβώς από αυτές τις υπόγειες συνδέσεις, από αυτά τα αόρατα νήματα της μοίρας που μετατρέπονται καμιά φορά σε ευτυχείς συμπτώσεις και δένουν ανθρώπους με έργα και τόπους.

Γιατί τον «Ιππόλυτο» τον είχε παρουσιάσει στην Επίδαυρο πριν από 50 χρόνια και ο πατέρας της, ο σπουδαίος Σπύρος Ευαγγελάτος το 1973, και πάλι σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, με Ιππόλυτο τον Χρήστο Πολίτη, Φαίδρα τη Μαίρη Αρώνη και τη μητέρα της, Λήδα Τασοπούλου, να βρίσκεται στον Χορό. «Μάλιστα η πρεμιέρα αυτής της παράστασης πραγματοποιήθηκε στις 7 Ιουλίου 1973. Κατά διαβολική σύμπτωση στις 7 Ιουλίου είναι προγραμματισμένη και η δική μας πρεμιέρα…» αναφέρει.

Μιλάει με λαχτάρα για την επιστροφή της στην Επίδαυρο. «Για εμένα είναι τεράστια χαρά να σκηνοθετώ σε αυτόν τον τόπο». «Μετά την πρώτη μου σκηνοθεσία το 2017 με την «Αλκηστη», μια παράσταση που κοιτώντας πίσω θεωρώ ότι άφησε ένα στίγμα πάνω στην ανάγνωση αυτού του κειμένου του Ευριπίδη που δεν είναι ούτε τραγωδία ούτε κωμωδία αλλά ένα είδος από μόνο του, σκεπτόμουν με μεγάλη προσοχή το πότε θα ήταν η κατάλληλη στιγμή για το δεύτερο βήμα μου εκεί. Αναλαμβάνοντας, το 2019, τη θέση της καλλιτεχνικής διευθύντριας του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, επέλεξα αυτά τα τέσσερα πρώτα χρόνια να μη σκηνοθετήσω – εκτός από τον «Ριγολέττο» με την Εθνική Λυρική Σκηνή, μια πρόταση που είχα αποδεχθεί προτού βρεθώ στη θέση της καλλιτεχνικής διευθύντριας του Φεστιβάλ. Νομίζω ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να επιστρέψω στην Επίδαυρο, σε έναν τόπο με τον οποίο αισθάνομαι ότι έχουμε μια τεράστια σύνδεση, η οποία ξεκινά προτού ακόμα γεννηθώ».

Πράγματι, με πατέρα τον σκηνοθέτη Σπύρο Ευαγγελάτο και μητέρα την τραγωδό Λήδα Τασοπούλου, η παιδική της ζωή κινήθηκε ανάμεσα στο ιστορικό Αμφι-Θέατρο και στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. «Θυμάμαι οι θίασοι τότε μέναμε στα bungalows του Ξενία που είχε σχεδιάσει ο Κωνσταντινίδης. Εκεί περνούσαμε μεγάλο διάστημα του καλοκαιριού. Ημουν μωράκι και οι παππούδες μου νοίκιαζαν το διπλανό δωμάτιο για να με προσέχουν, όταν οι γονείς μου έκαναν πρόβες μέχρι το ξημέρωμα. Μου είναι δύσκολο να θυμηθώ την πιο έντονη ανάμνησή μου από την Επίδαυρο, γιατί κουβαλώ αναμνήσεις από πολλές διαφορετικές ηλικίες: από πρόβες, από γενικές δοκιμές, από πρεμιέρες, από παιχνίδια με άλλα παιδιά καλλιτεχνών. Θυμάμαι πάντως πάντα να αισθάνομαι τη χαρά αλλά και την αγωνία των γονιών μου. Το άγχος που είχαν για το αποτέλεσμα, για την αποδοχή της παράστασης, την αγωνία της μητέρας μου που θα βρισκόταν επί σκηνής, ακόμα και το άγχος του πατέρα μου για το εάν θα βρέξει. Τον φέρνω στη μνήμη μου να κοιτάζει τον σκοτεινιασμένο ουρανό, εκείνος ακόμα πιο σκοτεινιασμένος, και να ψιθυρίζει «ωχ, ωχ έρχεται». Eνα ολόκληρο σύμπαν είναι οι αναμνήσεις μου από την Επίδαυρο και τώρα έχω τη χαρά να δημιουργώ τις δικές μου, να συνεχίζω με έναν τρόπο αυτό το οικογενειακό νήμα και να συναντώ τους ίδιους ανθρώπους που με γνωρίζουν από βρέφος…».

Σκηνοθετώντας Ευριπίδη

Γιατί λοιπόν επέλεξε τον «Ιππόλυτο»; «Είναι ένα έργο που αγαπάω πολύ και είχα ξεκινήσει να δουλεύω από το 2018 σε ένα εργαστήρι του Εθνικού στους Δελφούς με νέα παιδιά» αναφέρει. «Οταν ο Γιάννης Μόσχος, λοιπόν, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, μου έκανε πρόταση να σκηνοθετήσω στην Επίδαυρο, ξεκίνησα να μελετώ κάποια έργα, αλλά κατέληξα και πάλι στον «Ιππόλυτο». Είναι ένα γοητευτικό κείμενο για έναν σκηνοθέτη. Φέρει διαχρονικούς προβληματισμούς και ένα πολύ ποιητικό σύμπαν, το οποίο καλούμαστε να αναδείξουμε, τόσο στο εικαστικό σκέλος της παράστασης όσο και στην ουσία της».

Η υπόθεσή του είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ο Ιππόλυτος, νόθος γιος του Θησέα και πιστός οπαδός της Αρτεμης, είναι εμμονικά προσκολλημένος σε μια ιερή αγνότητα. Απαξιώνει τον έρωτα, υβρίζει το γυναικείο φύλο και αρνείται να αποδώσει τιμές στην Αφροδίτη. Για να τον τιμωρήσει, η θεά του έρωτα πλέκει το δίχτυ της καταστροφής του, εμπνέοντας σφοδρό έρωτα για εκείνον στη μητριά του Φαίδρα. Ο Ιππόλυτος, όταν του αποκαλύπτεται αυτός ο άνομος έρωτας μέσω της τροφού – στην παράσταση την ερμηνεύει η εξαιρετική Μαρία Σκουλά -, τον αποκρούει και η Φαίδρα αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή της, αφήνοντας όμως πίσω ένα γράμμα που τον κατηγορεί για βιασμό. Ετσι ο Θησέας πιστεύει ότι ο γιος του είναι η αιτία του θανάτου της Φαίδρας και ζητά από τον Ποσειδώνα την τιμωρία του.

«Στο επίκεντρο της δικής μας ανάγνωσης βρίσκεται η Αφροδίτη, η οποία εμφανίζεται στον πρόλογο και μας παρουσιάζει το υπόλοιπο έργο ως ένα παιχνίδι εκδίκησης» αναφέρει η Κατερίνα Ευαγγελάτου. «Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης θα βρίσκεται επί σκηνής και θα καθοδηγεί τα δρώμενα με τον δικό της τρόπο, παρουσιάζοντας μάλιστα στους θεατές πτυχές της δράσης» αποκαλύπτει.

Για την ίδια ο προβληματισμός του έργου τίθεται σε πολλά επίπεδα. «Από τη μία βρίσκεται η μοίρα, η ανώτερη δύναμη, ο Θεός, αν θέλετε, και από την άλλη η ανθρώπινη βούληση» εξηγεί. «Σε ποιον βαθμό είναι λοιπόν ελεύθερος ο άνθρωπος να αποφασίζει για τον εαυτό του; Την ίδια στιγμή, σε ένα δεύτερο επίπεδο, το έργο προβάλλει το κομμάτι του πόθου και της ερωτικής επιθυμίας που τυφλώνει τη σκέψη, ενώ κομβικής σημασίας είναι η έννοια του όρκου, της τήρησης της σιωπής. Γιατί ακόμη και την ύστατη στιγμή ο Ιππόλυτος τηρεί τον όρκο σιωπής που έδωσε στην τροφό, ότι δεν θα μιλήσει δηλαδή για όσα του αποκάλυψε, και μολονότι υποστηρίζει την αθωότητά του δεν ομολογεί στον πατέρα του όλη την αλήθεια».

Για την Κατερίνα Ευαγγελάτου μια φοβερή πτυχή του έργου είναι και ο μισογυνισμός που εκφράζει ο Ιππόλυτος. «Διαβάζεις τα λόγια του και παθαίνεις σοκ, καταλαβαίνεις ότι το έργο αυτό δυστυχώς αγγίζει τόσο βαθιά το σήμερα» αναφέρει. «Ο Ιππόλυτος γίνεται ακραίος. Αποκαλεί τις γυναίκες άχρηστες και υποστηρίζει ότι οι άνδρες θα έπρεπε να αποκτούν τα παιδιά τους πηγαίνοντας στους ναούς και καταθέτοντας ό,τι πολυτιμότερο έχει ο καθένας, χρυσάφι, σίδερο, χαλκό, ώστε αναλόγως της οικονομικής του κατάστασης να αγοράζει και το ανάλογο παιδί. Ενας τρομερός συλλογισμός δηλαδή. Το ίδιο μοτίβο ενυπάρχει και στα λόγια του Ιάσονα στη «Μήδεια». Και εδώ ξεκινά και η παρανόηση που θέλει τον Ευριπίδη μισογύνη. Ο Ευριπίδης όμως δεν τα γράφει αυτά επειδή τα πρεσβεύει, αντίθετα, τα γράφει για να καυτηριάσει αυτούς που τα πρεσβεύουν. Οταν λοιπόν τα εκστομεί ο Ιππόλυτος, διαπράττει ύβρη και αμέσως μετά χάνει και τη ζωή του».

Τη μουσική της παράστασης υπογράφει ο Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης. «Θα υπάρχουν τέσσερις μουσικοί επί σκηνής, οι οποίοι θα έχουν έντονη παρουσία σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, με τη μουσική να φτάνει σε κορυφώσεις λειτουργώντας σε σημεία του έργου ακόμη και μόνη της, ενώ άλλοτε θα λειτουργεί παράλληλα με τον λόγο» αποκαλύπτει η Κατερίνα Ευαγγελάτου. «Οσο για το αισθητικό κομμάτι, χωρίς να θέλω να προδώσω πολλά, θα πω ότι είναι μια παράσταση με σύγχρονα κοστούμια και ένα ποιητικό σκηνικό με έντονα τα φυσικά στοιχεία, όπως το νερό».

Πόσο όμως την ανησυχεί η επόμενη ημέρα, η κριτική; «Είναι μέρος του παιχνιδιού η κριτική» λέει. «Οι παραστάσεις απευθύνονται στον κόσμο αλλά και στους ειδικούς. Μια καλοπροαίρετη κριτική, ανεξαρτήτως από το αν πρόκειται για θετική ή αρνητική, μια κριτική που είναι γόνιμη, που εντοπίζει ενδιαφέροντα στοιχεία προς συζήτηση, έχει πάντα λόγο ύπαρξης. Μια κριτική τώρα που είναι τσαπατσούλικη, κακοπροαίρετα κατευθυνόμενη, που αντιλαμβάνεσαι ότι είναι ήδη γραμμένη χωρίς ο υπογράφων να έχει δει καν την παράσταση, δεν αξίζει να ασχολείσαι μαζί της. Σε αυτά τα χρόνια που δουλεύω, έχω δει και από τα δύο αυτά είδη κριτικών που σας περιέγραψα. Προσωπικά, αν με ρωτάτε, δεν αισθάνομαι ούτε αδικημένη ούτε ευνοημένη από τους κριτικούς».

Θεωρεί πάντως ότι η σημερινή της θέση ως καλλιτεχνικής διευθύντριας του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου πιθανότατα να την κάνει έναν πιο εύκολο στόχο μιας αρνητικής κριτικής; «Σαφώς. Από τότε που ανέλαβα αυτή τη θέση υπάρχουν άνθρωποι που έχουν αλλάξει εντελώς τη στάση τους απέναντί μου, ενώ παλαιότερα ήταν πολύ θερμοί απέναντι στις παραστάσεις μου. Είναι σαν να κρίνουν τη θέση και όχι τον άνθρωπο. Και αυτό το περιμένω να συμβεί και στον «Iππόλυτο», να υπάρξει δηλαδή μια προκατάληψη απέναντί μου από μια μερίδα, φυσικά, ανθρώπων, γιατί δεν συμπεριφέρονται όλοι με αυτόν τον τρόπο. Βλέπω να μπαίνει ένα φίλτρο απέναντί μου. Δεν βλέπουν τη σκηνοθέτρια Ευαγγελάτου αλλά τη διευθύντρια του Φεστιβάλ και αυτό δημιουργεί μια αδικία όχι μόνο προς εμένα αλλά προς όλο το σύνολο των συντελεστών της παράστασης. Γιατί μια παράσταση δεν είναι η δουλειά ενός μόνο προσώπου».

Θεωρεί ότι σε αυτό το γεγονός συντελεί και το φύλο της; «Ναι. Πριν μου είπατε ότι έχω τη φήμη της αυστηρής και απαιτητικής σκηνοθέτριας και σας απάντησα ότι εάν ήμουν άνδρας αυτό θα ήταν προσόν. Κοιτάξτε, μια γυναίκα για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις πολλαπλές προκλήσεις μιας ηγετικής θέσης πρέπει να υιοθετήσει κάποια χαρακτηριστικά που η κοινωνία μας τα θεωρεί εκ προοιμίου ανδρικά γιατί αυθαίρετα έχει αποδώσει στα φύλα κάποια γνωρίσματα. Οπότε λοιπόν ένας καλλιτεχνικός διευθυντής που είναι άνδρας και είναι απαιτητικός είναι και ο κατάλληλος καπετάνιος να οδηγήσει το καράβι, όμως μια γυναίκα όταν είναι απαιτητική θεωρείται ότι ξεπερνά τα όρια του φύλου της και έτσι φέρει κάτι το ενοχλητικό, το αφύσικο και όλοι την επικρίνουν! Είναι καιρός να αλλάξει ο τρόπος που σκεπτόμαστε».

©Ανδρέας Σιμόπουλος

Προσεγγίζοντας τη Φαίδρα

Η βετεράνος της Επιδαύρου, η Κόρα Καρβούνη, μια ηθοποιός που φέρει όλα τα σωματικά και εκφραστικά προσόντα για το αρχαίο δράμα, θα ενσαρκώσει τη Φαίδρα. Πώς λοιπόν την προσεγγίζει; Είναι θύμα της Αφροδίτης ή θύτης του Ιππόλυτου; «Τα όρια είναι πραγματικά δυσδιάκριτα» απαντά. «Είναι μια γυναίκα που η βούλησή της είναι χτυπημένη από την Αφροδίτη. Ομως η τελική της απόφαση αυτοκτονώντας να κατηγορήσει τον Ιππόλυτο για βιασμό δεν είναι σαφές αν ανήκει σε εκείνη ή στη θεά. Η Φαίδρα για εμένα είναι θύμα αλλά και θύτης ταυτόχρονα» λέει.

Είναι ο έρωτας λοιπόν αυτός που τυφλώνει τη Φαίδρα; «Το πάθος» σπεύδει να με διορθώσει. «Εγώ το ονομάζω πάθος αυτό που τη διακατέχει, γιατί ο Ιππόλυτος της γίνεται εμμονή. Για εμένα ο έρωτας έχει μια άλλη έννοια, φέρει μέσα του τη δημιουργία. Η Φαίδρα όμως είναι χτυπημένη από πάθος που την οδηγεί στην καταστροφή».

Η ίδια αγαπά να παίζει στην Επίδαυρο. «Το θέατρο όμως της Επιδαύρου δεν είναι κάτι δεδομένο για εμένα» αναφέρει. «Κάθε φορά παίζω σαν να είναι η τελευταία φορά» τονίζει. Και η αγωνία υπάρχει; «Φυσικά. Δεν είναι η ίδια η αγωνία που είχα ίσως όταν βρέθηκα εκεί για πρώτη φορά, αλλά το άγχος υπάρχει μαζί με την ανάγκη της απόλαυσης. Σκεφτείτε, προετοιμαζόμαστε τόσον καιρό και έχουμε μόνο δύο παραστάσεις στο ωραιότερο θέατρο του κόσμου. Η προετοιμασία είναι σίγουρα σκληρή. Θέλει μεγάλη προσοχή. Στη γυμναστική των μυών του σώματος, των φωνητικών σου χορδών. Πρέπει να ξεκουράζεσαι, να τρέφεσαι σωστά. Πρωταθλητισμός είναι η Επίδαυρος».

Τη ρωτώ για τη συνεργασία της με την Κατερίνα Ευαγγελάτου. «Την Κατερίνα τη γνωρίζω από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου» απαντά. «Ηταν ένα έτος μεγαλύτερη από εμένα. Είχαμε μάλιστα βρεθεί μαζί στον Χορό της «Μήδειας» το 2003, στην παράσταση του Στάθη Λιβαθινού. Μετά η Κατερίνα έφυγε για σπουδές σκηνοθεσίας, χαθήκαμε και όταν επέστρεψε, ενώ είχαμε πει αρκετές φορές να δουλέψουμε μαζί, δεν τα καταφέραμε. Τώρα ήρθε η συγκυρία να βρεθούμε».

«Είναι αυστηρή ως σκηνοθέτρια;» τη ρωτώ. «Η Κατερίνα είναι ένας άνθρωπος με πολύ χιούμορ. Είναι αυστηρή, αλλά εμένα η αυστηρότητα μου αρέσει. Ενας σκηνοθέτης πρέπει να θέτει όρια, πρέπει να είναι μια πατρική φιγούρα, δεν μπορούμε να είμαστε εμείς οι ηθοποιοί ανεξέλεγκτα παιδιά. Η πρόβα της Κατερίνας όμως είναι συνάμα και διασκεδαστική, γιατί είναι μια σκηνοθέτις ανοιχτή στις προτάσεις των ηθοποιών της, ενώ ταυτόχρονα έχει και μια πολύ ισχυρή άποψη για το τι θέλει. Εγώ περνάω πολύ όμορφα στις πρόβες».

©Ανδρέας Σιμόπουλος

Στο σύμπαν του Θησέα

Ο μοναδικής ερμηνευτικής αξίας ηθοποιός Γιάννης Τσορτέκης θα αναλάβει να ξεδιπλώσει τον ρόλο του μυθικού Θησέα. «Ο Θησέας είναι ένα πρόσωπο με πολύ σημαντικό παρελθόν στη μυθολογία και άρα στη σημειολογία των πραγμάτων» αναφέρει. «Είναι ένα πρόσωπο που χάνει τα πάντα. Οταν ο γιος του, Ιππόλυτος, τον εκλιπαρεί να τον ακούσει, τον προσπερνά, γιατί η σχέση του με τη Φαίδρα, η σχέση δηλαδή του άνδρα και της γυναίκας σε αυτό το επίπεδο εξουσίας στο οποίο βρίσκονται οι δυο τους που είναι βασιλείς, είναι τόσο ισχυρή που αποδέχεται τα λόγια της ως θέσφατο. Δεν έχει απολύτως κανέναν λόγο να προστρέξει στον γιο του μέχρι να αποδειχθεί η πλάνη, γιατί η σχέση του άνδρα με τη γυναίκα είναι το άλφα και το ωμέγα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Χάνοντας τη Φαίδρα ο Θησέας δηλώνει ξεκάθαρα ότι καταστράφηκε, ότι δεν έχει λόγο να ζει. Στο τέλος μένει με δύο νεκρούς: τη γυναίκα του και τον γιο του, και αυτή είναι η τιμωρία του ανθρώπου που παραμένει ζωντανός».

Τον ρωτώ για τη σχέση του με την Επίδαυρο. «Κάποτε, όταν σας είχαν ρωτήσει για την εμπειρία σας εκεί, η απάντησή σας μάς εξέπληξε. «Eχω παίξει, αλλά δεν είναι αυτά τα σημαντικά» είχατε πει» παρατηρώ. «Δεν υποτιμώ την Επίδαυρο» σπεύδει να ξεκαθαρίσει. «Από την πλευρά του ηθοποιού είναι ένας διαφορετικής τάξης στίβος μάχης που πηγαίνει να αγωνιστεί, ο οποίος προϋποθέτει κάποιες προδιαγραφές και φέρει τεχνικές δυσκολίες που ο ηθοποιός δεν έχει να αντιμετωπίσει πουθενά αλλού εκτός από εκεί, γιατί δεν πρόκειται μόνο για ένα ανοιχτό αρχαίο θέατρο, αλλά και για έναν χώρο που κουβαλά τον δικό του μύθο. Αλλά από εκεί και πέρα, όμως, πρέπει να είμαστε πραγματιστές: η Επίδαυρος δεν είναι σημαντικότερη από ένα άλλο θέατρο. Και αυτό το λέω πάντα από την πλευρά του ηθοποιού, γιατί από την πλευρά του θεατή είναι μοναδική εμπειρία. Θαυμάζω και εγώ αυτό το μεγαλείο της ακουστικής, της αρχιτεκτονικής, της αισθητικής της».

Υστερα η κουβέντα έρχεται στην κριτική που θα ακολουθήσει την επόμενη ημέρα. Χαμογελά. «Θα χρησιμοποιήσω μια φράση του Παρθένη» λέει. «Ο Παρθένης είχε πει ότι «αν οι κριτικοί έκαναν στοιχειωδώς τον κόπο να μπουν στην ψυχολογία και τη λειτουργία του καλλιτέχνη όταν αυτός παράγει το έργο του, τα πράγματα θα ήταν αλλιώς». Αλλά αυτό, ξέρετε, δεν συνέβη ποτέ, ούτε πρόκειται να συμβεί, διότι ο κριτικός δεν είναι καλλιτέχνης αλλά ένας θεωρητικός επί των πραγμάτων». Και εκεί, σύμφωνα με τον Γιάννη Τσορτέκη, ξεκινά και το σφάλμα. «Μοιάζει αδιανόητο ένας θεωρητικός να τοποθετείται στην ουσία της πράξης ενός πράγματος εν τοις πράγμασι πρακτικού. Μια κριτική θα μπορούσε να την υπογράφει ένας σκηνοθέτης ή ένας ηθοποιός, όχι ένας κριτικός θεάτρου. Προσωπικά, για εμένα είναι πιο σημαντική η γνώμη μιας κυρίας που θα έρθει να μου πει αν της άρεσε μια παράσταση ή όχι, γιατί η ίδια είναι μια αποδέκτρια επί ίσοις όροις, ενώ ο κριτικός είναι ένας προσχεδιασμένα «εξαγορασμένος» δέκτης. Προσωπικά, λοιπόν, δεν μπορώ να εκτιμήσω ούτε τον θετικό λόγο που θα γραφεί για εμένα και θα με κολακεύει αλλά ούτε και μια κριτική που θα με θάβει».

©Ανδρέας Σιμόπουλος

Ιχνηλατώντας τον Ιππόλυτο

Ο ταλαντούχος Ορέστης Χαλκιάς, τον οποίο το ευρύ κοινό γνώρισε μέσα από τη σειρά «Μaestro» του Μega, είναι ένας κατεξοχήν θεατρικός ηθοποιός που μετρά μια θητεία οκτώ ετών στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Εκεί ανδρώθηκε και στα 30 του μόλις χρόνια ήδη έχει συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ο Θωμάς Μοσχόπουλος, ο Αρης Μπινιάρης, ο Δημήτρης Τάρλοου.

Για πρώτη φορά πάτησε στην ορχήστρα της Επιδαύρου το 2015, ως μέλος του Χορού στην παράσταση «Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων» του Θωμά Μοσχόπουλου. «Ηταν σπουδαία εμπειρία» θυμάται. «Οταν πατάς εκεί πάνω, είναι σαν να βρίσκεσαι σε άλλο σύμπαν». Οι παιδικές του αναμνήσεις άλλωστε εμπεριέχουν την Επίδαυρο. Παιδί βρέθηκε για πρώτη φορά στις κερκίδες του αρχαίου θεάτρου να παρακολουθεί παραστάσεις, καθώς γονείς του είναι οι ηθοποιοί Κώστας Χαλκιάς και Ολγα Αλεξανδροπούλου. Με τον «Ιππόλυτο» υπάρχει και μια υπόγεια σύνδεση. Γιατί ο πατέρας του έπαιξε στον «Ιππόλυτο» του Γιάννη Χουβαρδά, ο οποίος παρουσιάστηκε το 1989 στην Επίδαυρο με το Εθνικό Θέατρο, κρατώντας τον ρόλο του αγγελιοφόρου, ενώ η μητέρα του βρισκόταν στον Χορό. «Ημουν τότε αγέννητος. Εψαξα όμως και βρήκα το ηχητικό αρχείο της παράστασης» λέει.

Ποιος είναι όμως λοιπόν ο δικός του ο Ιππόλυτος; «Είναι ένας ιδιότυπος πρίγκιπας» απαντά. «Είναι ο νόθος γιος του Θησέα και της Αντιόπης. Το γεγονός ότι είναι νόθο τέκνο τον καθορίζει. Ισως γι’ αυτό διαλέγει τον δρόμο της αγνότητας, της πίστης και της προσήλωσης στη φύση, απαρνούμενος τον έρωτα, τη σαρκική επαφή. Είναι νομίζω αυτός ο τρόπος του να αγγίξει το θεϊκό, να λυτρωθεί από το βάρος που φέρει. Με τη στάση του όμως αγγίζει τελικά την ύβρη, γι’ αυτό και τιμωρείται, γιατί ενώ είναι θνητός θέλει να αγγίξει τους θεούς. Δεν μπορώ να πω ότι τον καταλαβαίνω ως Ορέστης. Εχει ακραίες τοποθετήσεις, ειδικά για το γυναικείο φύλο. Αυτή τη στιγμή τον «χτίζω» ακόμη, σχηματίζω το σκίτσο του. Μέχρι όμως να φύγει από πάνω μου πρέπει να τον δικαιολογώ».

Είναι η πρώτη κάθοδός του στην Επίδαυρο με πρωταγωνιστικό ρόλο. Ανησυχεί για την κριτική της επόμενης ημέρας, για αυτές τις κακεντρεχείς φωνές που ίσως τον περιμένουν στη γωνία να τον κατηγορήσουν ότι βρίσκεται εκεί εξαιτίας της καθολικής αποδοχής του «Maestro»; Γελάει, και καλά κάνει. «Το μόνο που έχω να απαντήσω είναι ότι κλείνω 12 χρόνια στο θέατρο. Οτι έχω μεγαλώσει μέσα στις θεατρικές σκηνές, ότι από παιδί παρακολουθώ παραστάσεις στην Επίδαυρο. Οτι έχω σπουδάσει, ότι έχω μοχθήσει, ότι έχω συναντήσει σπουδαίους ανθρώπους στην πορεία μου, και ναι, στα 30 μου πλέον έχω το δικαίωμα, μετά μάλιστα από οντισιόν που έδωσα, να επιλεγώ για έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επίδαυρο. Ξέρετε κάτι; Προσπαθώ πλέον να μη με ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων για εμένα. Είναι κάτι που με έμαθε το «Maestro», γιατί με τη σειρά εκτέθηκα σε ένα μεγάλο φάσμα αντιδράσεων. Το προσπαθώ, αλλά βέβαια δεν το πετυχαίνω πάντα, γιατί τελικά με ενδιαφέρει. Ισως γιατί έχω μάθει να θέλω να με αγαπάνε».

 

Τα κοστούμια της φωτογράφισης προέρχονται από το βεστιάριο του Εθνικού Θεάτρου και την επιλογή τους έκανε η ενδυματολόγος Εύα Γουλάκου.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.