Καρχαρίες, παρεξηγημένοι και απειλούμενοι – Τα ελληνικά δεδομένα

Οι μεγάλοι θαλάσσιοι θηρευτές παραμένουν στη συνείδησή μας ως επικίνδυνο είδος, όμως στην πραγματικότητα αυτοί είναι που απειλούνται τόσο από τις ανθρώπινες δραστηριότητες όσο και από την υψηλή θέση τους στην τροφική αλυσίδα.

Καρχαρίες, παρεξηγημένοι και απειλούμενοι – Τα ελληνικά δεδομένα

Δεν υπάρχει ίσως άλλο ψάρι του οποίου η «φήμη» να καταστράφηκε τόσο πολύ εξαιτίας μιας… ταινίας όσο ο καρχαρίας. Και δεν υπάρχει άνθρωπος παγκοσμίως (πιθανώς εξαιρούνται οι πολύ νεότερες γενιές) που να μη θυμάται τον τρόμο που προκάλεσε η ταινία του 1975 του γνωστού σκηνοθέτη Στίβεν Σπίλμπεργκ «Τα σαγόνια του καρχαρία», στην οποία ένας μεγάλος λευκός καρχαρίας παρουσιαζόταν ως αιμοδιψής κυνηγός.

Εφέτος είναι η επέτειος των 50 χρόνων εκείνης της πρώτης ταινίας – την οποία ακολούθησαν άλλα τρία σίκουελ, καθώς και αρκετές b-movies με κεντρικό θέμα εκδικητικούς καρχαρίες που καταβρόχθιζαν ανθρώπους – και δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο Στίβεν Σπίλμπεργκ δήλωσε μετανιωμένος σε συνέντευξή του πριν από κάποια χρόνια για το πόσο αδίκησε μέσω εκείνης της ταινίας τους καρχαρίες, οι οποίοι σήμερα, μισόν αιώνα μετά την κυκλοφορία της ταινίας του που βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Πίτερ Μπέντσλεϊ, είναι εκείνοι που νιώθουν τρόμο εξαιτίας των ανθρώπων.

«Αυτό είναι ένα από τα πράγματα που φοβάμαι. Οχι να με φάει καρχαρίας, αλλά το ότι οι καρχαρίες είναι με κάποιον τρόπο “έξαλλοι” μαζί μου. Πραγματικά λυπάμαι για τον αποδεκατισμό του πληθυσμού των καρχαριών εξαιτίας του βιβλίου και της ταινίας. Αληθινά το μετανιώνω».

Παρεξηγημένοι και απειλούμενοι

Και είναι πράγματι να μετανιώνει κάποιος για αυτόν τον… διασυρμό, καθώς στην πραγματικότητα οι καρχαρίες είναι πλάσματα που απέχουν παρασάγγας από τα χουλιγουντιανά σενάρια: είναι άκρως χαρισματικά, ανήκουν στους ανώτερους θηρευτές και παίζουν καθοριστικό ρόλο στη βιοποικιλότητα.

Και, το σημαντικότερο, δεν προτιμούν καθόλου ανθρώπους για κολατσιό – τους συγχέουν συνήθως με άλλα είδη και σε περίπτωση που τους επιτεθούν και συνειδητοποιήσουν το λάθος τους δεν επανέρχονται (μέχρι τότε βέβαια μπορεί να έχουν επιφέρει πολύ σοβαρό πλήγμα στο θύμα). Στην πραγματικότητα πάντως είναι πιο πιθανό ένας άνθρωπος να χτυπηθεί από κεραυνό παρά να τον δαγκώσει καρχαρίας.

Για να μιλήσουμε με αριθμούς, καταγράφονται περί τις 64 επιθέσεις καρχαριών κατά μέσο όρο ετησίως σε παγκόσμιο επίπεδο. Καθώς μόλις το 9% αυτών των επιθέσεων είναι θανατηφόρες, καταλήγουμε σε έξι θανάτους εξαιτίας καρχαριών τον χρόνο ανά τον κόσμο.

Την ίδια στιγμή όμως οι καρχαρίες είναι εκείνοι που έχουν βρεθεί (κυριολεκτικώς αλλά και μεταφορικώς) στα «σαγόνια» των ανθρώπων. Οι πληθυσμοί τους παγκοσμίως έχουν μειωθεί κατά περισσότερο από 70%, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature» το 2021. Παράλληλα το ένα τρίτο των καρχαριών και των συγγενικών τους σαλαχιών απειλούνται με εξαφάνιση, ανέφερε έκθεση που δημοσιεύθηκε στο τέλος του 2024 από τη Διεθνή Ενωση για την Προστασία της Φύσης (ΙUCN).

Οι «ένοχοι»; Κλιματική κρίση, ρύπανση και καταστροφή των ενδιαιτημάτων τους, αλλά κατά κύριο λόγο η υπεραλίευσή τους, η οποία κατά την IUCN έχει πλήξει το 90% από το σύνολο των 1.266 ειδών χονδριχθύων (καρχαρίες, βάτοι και χίμαιρες, ψάρια που διαθέτουν σκελετό από χόνδρο και όχι οστέινο) που έχουν καταγραφεί παγκοσμίως. Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα τους καρχαρίες, περί τα 500 είδη καρχαριών έχουν καταγραφεί παγκοσμίως μέχρι σήμερα και από αυτά τα 143 απειλούνται με εξαφάνιση.

Τα ελληνικά δεδομένα

Από το κάδρο της απειλής εξαφάνισης δεν λείπουν προφανώς και οι καρχαρίες της χώρας μας, όπως ανέφεραν στο ΒΗΜΑ-Science εξειδικευμένοι επιστήμονες. Η Αρχοντία Χατζησπύρου, θαλάσσια βιολόγος, επιστημονική συνεργάτιδα του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), σημείωσε ότι «στη χώρα μας έχουν αναγνωριστεί 35 είδη καρχαριών, σύμφωνα με τον “Κατάλογο των Θαλάσσιων Ιχθύων της Ελλάδας” του Κ. Παπακωνσταντίνου (2014)».

Και αν και τους αρέσει να… συχνάζουν σε όλες τις ελληνικές θάλασσες, μελέτη που έχει διεξαχθεί για τους μεγάλους πελαγικούς καρχαρίες φανέρωσε ότι είναι πιο άφθονοι στα ανοιχτά της Νότιας Κρήτης (Λεβαντίνη), και μάλιστα αρκετά μίλια από τις ακτές, και σπανιότεροι στο Αιγαίο, με το Ιόνιο κάπου ενδιάμεσα. «Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε στην εντατικότερη αλιεία που έχει υποστεί το Αιγαίο, είτε στο ότι επειδή ακριβώς είναι πελαγικοί αποφεύγουν κλειστές θάλασσες και προτιμούν να μένουν μακριά από τις ακτές» εξήγησε στο ΒΗΜΑ-Science ο δρ Δημήτριος Δαμαλάς, διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων (ΙΘΑΒΙΠΕΥ) του ΕΛΚΕΘΕ.

Ορισμένα από τα είδη καρχαριών των ελληνικών θαλασσών απειλούνται με εξαφάνιση και προστατεύονται από την ευρωπαϊκή και την ελληνική νομοθεσία, ενώ υπάρχουν και συνεχή εθνικά επιστημονικά προγράμματα παρακολούθησής τους, σημείωσε ο δρ Δαμαλάς. «Αυστηρά προστατευόμενα είδη είναι ο λευκός καρχαρίας (Carcharodon carcharias), ο καρχαρίας προσκυνητής (Cetorhinus maximus), το πριονόψαρο (Pristis spp) και ο εξαβράγχιος καρχαρίας ή σαπουνάς (Hexanchus griseus). Παράληλα η νομοθεσία αναφέρει ρητά ότι απαγορεύονται η αλιεία, η διακίνηση και η εμπορία συνολικά 24 ειδών καρχαριών και βάτων (σαλάχια, ράτζες, τρυγόνες και μουδιάστρες)».

Παράπλευρες απώλειες

Στην πράξη όμως οι νόμοι συχνά μένουν στα χαρτιά, καθώς καρχαρίες πέφτουν στα δίχτυα ψαράδων κυρίως ως παράπλευρη απώλεια. «Οι μεγάλοι πελαγικοί καρχαρίες πιάνονται συνήθως στα επιφανειακά παραγάδια που χρησιμοποιούνται για ξιφίες ή τόνους. Αλλα είδη (σκυλάκια – κεντρόνια) πιάνονται είτε με τράτες είτε με παραγάδια του βυθού ή ακόμα και με δίχτυα. Πάντως, σε γενικό πλαίσιο, οι ψαράδες δεν “τρελαίνονται” να πιάνουν καρχαρίες.

Και αυτό διότι συνήθως τους πληρώνονται από τον έμπορο 2 ευρώ/κιλό, ενώ στις ψαραγορές φθάνουν να πωλούνται 5-7 ευρώ/κιλό. Αλλα ψάρια, πιο πολύτιμα, είναι αυτά που κυνηγούν – ξιφίες, τόνοι, συναγρίδες, σφυρίδες, μπαρμπούνια κ.λπ. Αρα δεν υπάρχει οργανωμένη αλιεία που να στοχεύει καρχαρίες. Υπάρχουν περιστασιακά κάποιοι ψαράδες που βγαίνουν με “σκυλοπαράγαδα” που είναι χοντρά παραγάδια με σύρμα αντί για πετονιά (για να μην κόβεται από τα δόντια τους) και ψαρεύουν σαπουνάδες και κεντρόνια στα μεγάλα βάθη. Πάντως, αν η αξία τους στην αγορά ανέβει μελλοντικά, δεν πρέπει να αποκλειστεί η περίπτωση να στραφούν αρκετοί σε αυτό το είδος αλιείας, το οποίο όμως, όπως έχει δείξει η εμπειρία από άλλες χώρες, δεν μπορεί να είναι βιώσιμο για κανέναν.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ειδικοί από το εξωτερικό αναφέρουν ότι οι καρχαρίες δεν μπορούν να υποστηρίξουν επαγγελματική αλιεία και παραθέτουν παραδείγματα σύμφωνα με τα οποία, όταν η αλιεία στράφηκε στους καρχαρίες, τα αποθέματα κατάρρευσαν και δεν έχουν επανέλθει εδώ και δεκαετίες – Galeorhinus galeus στην Καλιφόρνια πριν από το 1950, Lamna nasus στις καναδικές ακτές κατά τη δεκαετία του ’60, Cetorhinus maximus στην Ιρλανδία τις δεκαετίες του ’50 και του ’60».

Μεγάλοι θηρευτές

Παρότι οι καρχαρίες δεν αποτελούν (τουλάχιστον μέχρι στιγμής) αγαπημένη… ψαριά των ελλήνων αλιέων, κινδυνεύουν πολύ περισσότερο σε σχέση με άλλα ψάρια που αλιεύονται με μεγαλύτερη ένταση, υπογράμμισε ο διευθυντής Ερευνών του ΙΘΙΒΑΠΕΥ. «Αυτό συμβαίνει επειδή βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας – μέσα στους αιώνες εξελίχθηκαν έτσι ώστε οι φυσικοί τους εχθροί να είναι ελάχιστοι και προσαρμόστηκαν σε αυτά τα δεδομένα.

Συνεπώς, μεγαλώνουν με πολύ αργούς ρυθμούς, ωριμάζουν σε μεγάλη σχετικά ηλικία και γεννούν λίγα σχετικά μικρά – να σημειώσουμε εδώ ότι τα περισσότερα είδη αναπαράγονται με ωοτοκία, δηλαδή γεννούν αβγά σε μέρη προστατευμένα από θηρευτές, ωστόσο ορισμένα είδη γεννούν νεογνά (είναι δηλαδή ζωοτόκα), τα οποία είναι πιο εκτεθειμένα στο περιβάλλον τους και κινδυνεύουν περισσότερο με εξαφάνιση.

Οι ανθρώπινες δραστηριότητες, και ιδιαίτερα η αλιεία, εισήγαγαν έναν παράγοντα θνησιμότητας στον οποίο από τη φύση τους δεν ήταν προετοιμασμένοι να αντεπεξέλθουν. Σύγχρονες εργασίες στον Ατλαντικό Ωκεανό μιλάνε για δραματική μείωση ορισμένων ειδών. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία, εξαιτίας της αλιείας θανατώνονται πάνω από 100.000.000 καρχαρίες ετησίως, καθώς ιδίως σε ασιατικές χώρες γίνεται στοχευμένη αλιεία τους για κατανάλωση των πτερυγίων τους αλλά και για την παρασκευή σκευασμάτων με βάση τον χόνδρο τους αλλά και το σκουαλένιο, μια ουσία που εντοπίζεται στο ήπαρ τους».

Και βέβαια υπάρχει και η «οικουμενική» απειλή της κλιματικής αλλαγής που πιθανώς έχει «πιάσει στα δίχτυα» της και τους καρχαρίες. Οπως σημειώνει η κυρία Χατζησπύρου, «μέχρι στιγμής δεν έχουν καταγραφεί νέα είδη καρχαριών λόγω αύξησης της θερμοκρασίας της θάλασσας στην Ελλάδα, παρατηρούμε όμως μια μετακίνηση ειδών σε χαμηλότερα βάθη, λόγω υψηλών επιφανειακών θερμοκρασιών, για την οποία όμως είναι πολύ νωρίς να βγάλουμε συμπεράσματα. Θα χρειαστούν μερικά χρόνια προκειμένου να αναλύσουμε τις μετακινήσεις των ειδών ή την επιβίωση των απογόνων τους, σε συνάρτηση με την κλιματική κρίση».

Κοινώς οι καρχαρίες αποτελούν τελικώς τους πρωταγωνιστές της πιο αληθινής ταινίας τρόμου με «σκηνοθέτη» τον άνθρωπο και θύμα ολόκληρο τον πλανήτη. Μια «ταινία» που αν δεν υπάρξει η κατάλληλη δράση δεν θα έχει σίγουρα happy end για κανέναν (ούτε για τον ίδιο τον άνθρωπο…).

Τρώμε προστατευόμενα είδη χωρίς να το γνωρίζουμε

Εσείς γνωρίζατε ότι όταν παραγγέλνετε γαλέο στο ιχθυοπωλείο ή στην ταβέρνα τρώτε ουσιαστικά καρχαρία και πιθανώς κάποιο είδος που κινδυνεύει με εξαφάνιση; Το ίδιο συμβαίνει και με ψάρια που αναφέρονται στους καταλόγους των εστιατορίων ως «ρίνα», «γλαύκος» ή «βάτος» και μπορεί να αφορούν προστατευόμενους καρχαρίες και σαλάχια.

Οπως εξηγεί στο Βήμα-Science η δρ Χρυσούλα Γκουμπίλη, ειδικός στην Πληθυσμιακή Βιολογία Ιχθύων, κύρια ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Αλιευτικής Ερευνας (ΙΝΑΛΕ), «σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία μόνο τα είδη του γένους Mustelus (M. mustelus – γκριζογαλέος, M. punctulatus – στικτογαλέος και M. Asterias – αστρογαλέος) πρέπει να πωλούνται με την εμπορική ονομασία γαλέος. Ωστόσο πωλούνται και πολλά άλλα είδη σε μορφή φιλέτου, με αποτέλεσμα η αναγνώρισή τους διά γυμνού οφθαλμού να καθίσταται αδύνατη».

Ετσι για να διαπιστωθεί το ακριβές είδος ψαριού που καταναλώνουμε πρέπει να επιστρατευθούν σύγχρονες τεχνικές ανάλυσης όπως το DNA barcoding (ή γραμμικός κώδικας DNA). «Πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το ΙΝΑΛΕ, το ΕΛΚΕΘΕ και το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος είχε στόχο να αξιολογήσει πόσο συχνά γίνεται λάθος στην επισήμανση των προϊόντων που πωλούνται στην αγορά ως “γαλέος”, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία. Από το 2015 έως το 2018 συνελέγησαν συνολικά 87 δείγματα ψαριών που πωλούνταν ως “γαλέος” από ιχθυοπωλεία και λαϊκές αγορές σε τέσσερις ελληνικές πόλεις: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καβάλα και Κομοτηνή.

Η γενετική ανάλυση αποκάλυψε κάτι εντυπωσιακό: τα δείγματα δεν αφορούσαν μόνο Mustelus, αλλά 13 διαφορετικά είδη καρχαριών και σκυλόψαρων, που ανήκουν σε 10 διαφορετικά γένη και 8 οικογένειες. Δηλαδή, πίσω από την ετικέτα “γαλέος” κρυβόταν μεγάλη ποικιλία ειδών. Ακόμα πιο ανησυχητικό ήταν το γεγονός ότι σε σχεδόν 13% των δειγμάτων βρέθηκαν είδη που προστατεύονται από την εθνική και διεθνή νομοθεσία, επειδή κινδυνεύουν με εξαφάνιση».

Η δρ Γκουμπίλη τονίζει ότι η λανθασμένη σήμανση των ψαριών δεν έχει αντίκτυπο μόνο στους πληθυσμούς τους. «Μπορεί να κρύβει κινδύνους και για την υγεία του ανθρώπου εξαιτίας της παρουσίας αλλεργιογόνων ή ρύπων, αλλά και να αποτελεί μορφή οικονομικής απάτης. Για όλους αυτούς τους λόγους η Ευρωπαϊκή Ενωση απαιτεί διαφάνεια: στα σημεία πώλησης ψαριών πρέπει να αναγράφονται υποχρεωτικά η εμπορική και η επιστημονική ονομασία του προϊόντος, η περιοχή αλιείας, η μέθοδος παραγωγής (άγριο ή ιχθυοτροφείου) και τα εργαλεία αλιείας». Η απαίτηση όμως αυτή γίνεται πράξη; Σύμφωνα με τα όσα διαβάσατε, μάλλον ρητορικό το ερώτημα σε ουκ ολίγες περιπτώσεις.

«Κόκκινος συναγερμός» για καρχαρίες και σαλάχια

Πρόσφατα η Ελλάδα επικαιροποίησε – ύστερα από 15 χρόνια – τον Κόκκινο Κατάλογό της που περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου εξαφάνισης περισσότερων από 11.500 ειδών με βάση τα κριτήρια της IUCN.

Το έργο αυτό πραγματοποιήθηκε από τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ) με τη συμβολή περισσότερων από 140 ελλήνων και ξένων επιστημόνων και τη συνεργασία της IUCN, της Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρείας (ΕΖΕ) και της Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας (ΕΒΕ).

Την κατάσταση των χονδριχθύων (καρχαριών, σαλαχιών και χιμαιρών) αξιολόγησε ο ειδήμων στους καρχαρίες της IUCN και πρόεδρος της Πανευρωπαϊκής Ενωσης για τους Καρχαρίες και τα Σαλάχια, Ιωάννης Γιώβος, με την υποστήριξη μελών της περιβαλλοντικής οργάνωσης iSea, του Πανεπιστημίου Πατρών και πολλών άλλων επιστημόνων από ολόκληρο τον κόσμο.

Συνολικά επιβεβαιώθηκε η παρουσία 31 ειδών καρχαριών, 25 ειδών σαλαχιών και 1 είδους χίμαιρας, εκ των οποίων 7 είδη καρχαριών και 12 είδη σαλαχιών παραμένουν ανεπαρκώς γνωστά λόγω της έλλειψης στοιχείων. Δεν επιβεβαιώθηκε ωστόσο η ύπαρξη 5 ειδών καρχαριών και 4 ειδών σαλαχιών τα οποία αναφέρονταν σε προηγούμενη έκδοση του Κόκκινου Καταλόγου, χωρίς το γεγονός αυτό να αποκλείει την ύπαρξή τους στα ελληνικά νερά.

Ανάμεσα στα θετικότερα αποτελέσματα της διαδικασίας ήταν το γεγονός ότι αξιολογήθηκαν για πρώτη φορά «Κρισίμως Κινδυνεύοντα» είδη, όπως ο τραχύβατος και τα τρία είδη αγγελοκαρχαριών που υπάρχουν στην Ελλάδα, η αξιολόγηση των οποίων είναι ζωτικής σημασίας για τη μελλοντική διαχείριση και διατήρησή τους.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το 68% των καρχαριών, το 48% των σαλαχιών και το μοναδικό είδος χίμαιρας που απαντάται στη χώρα μας κινδυνεύουν με εξαφάνιση αντιμετωπίζοντας κυρίως τον κίνδυνο αλίευσης, αλλά και υποβάθμισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος που προκύπτει από το σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη λεκάνη της Μεσογείου (παράκτια οικιστική ανάπτυξη, ρύπανση).

Οπως αναφέρει η iSea σε σχετικό δελτίο Τύπου, «η διαδικασία της αξιολόγησης οδήγησε στη συστηματική συγκέντρωση της διαθέσιμης επιστημονικής γνώσης για τα είδη αυτά και αποτελεί πλέον τη μεγαλύτερη φαρέτρα για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων με γνώμονα τη διατήρησή τους και την πρακτική εφαρμογή μέτρων και δράσεων που τη διασφαλίζουν».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version