Η συνάντηση, προτού οριστεί για τις 23 Σεπτεμβρίου, θα γινόταν «πιθανότατα». Για να πουν τι; Αν η απάντηση είναι «περίπου ό,τι και στις προηγούμενες επτά συναντήσεις», τότε σε αυτήν δεν περιγράφεται παρά μια εθιμοτυπία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Ταγίπ Ερντογάν «τα λένε» για να συμφωνήσουν ότι διαφωνούν. Συγχρόνως όμως για να πιστοποιήσουν σε επίπεδο κορυφής ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας παραμένουν ανοικτοί. Αν μιλούν ένας πρωθυπουργός και ένας πρόεδρος, τότε μιλούν πιο εύκολα και οι υπουργοί τους των Εξωτερικών. Μιλούν πιο άνετα και οι εντεταλμένοι τους στις διπλωματικές υπηρεσίες.
Δεν μιλάμε και για κανέναν θρίαμβο. Ανάμεσα όμως σε Navtex και αντι-Navtex, «γκρίζες ζώνες», «γαλάζιες πατρίδες» και απαιτήσεις αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, οι ανοικτοί δίαυλοι επικοινωνίας μπορούν να λογιστούν ως «μια κάποια πρόοδος». Και πάντως τέτοια που μπορεί να αποτρέψει ένα θερμό επεισόδιο ή ακόμη και να το καταστήσει ελεγχόμενο. Θεωρητικά και πιθανότατα.
Αρκούν η θεωρία και ο νόμος των πιθανοτήτων για να χαράξει κανείς την πορεία του; Οπως δεν αρκούν σχεδόν πουθενά πια στον πλανήτη, έτσι και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Ο πιθανολογούμενος έλεγχος των πραγμάτων δεν είναι παρά το αισιόδοξο σενάριο. Ενα πιο ρεαλιστικό λέει πως δεν θα πρέπει να επαναπαύεται και πολύ κανείς σε αυτό που κάπως κρυπτικά παλαιότερα λεγόταν «αμερικανικός παράγοντας». Λέει ακόμη πως η αμυντικά ανασφαλής Ευρώπη αναπτύσσει ένα είδος εξάρτησης με την Τουρκία.
Οχι την Τουρκία που τσαμπουκαλεύεται με παραβάσεις στο Αιγαίο. Αλλά εκείνη που απλώνει τα συμφέροντά της στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική ή στα Βαλκάνια και, σύμφωνα με τους ιδεασμούς του Ερντογάν, «είναι μεγαλύτερη από την Τουρκία».
Σε αυτήν την επίδειξη μεγέθους η Αγκυρα δεν βρίσκει πάντα συμμάχους ανάμεσα στους ισχυρούς της περιφέρειας. Για την τουρκική εμπλοκή στη Συρία οι Σαουδάραβες δεν πανηγυρίζουν ακριβώς. Οι Ισραηλινοί έχουν ανακηρυχθεί σε εχθρό, μολονότι κανένας στρατός – ούτε καν ο πολυπληθής τουρκικός – δεν μπορεί να αγνοήσει τη στρατιωτική τους ισχύ. Και η Ευρώπη, παρά την αμυντική της ανασφάλεια, διατηρεί πάντα τις επιφυλάξεις της.
Κι εμείς; Εμείς εδώ έχουμε αρχίσει να μεταβολίζουμε τις ανασφάλειές μας σε υπαρξιακή αγωνία. Το Δημογραφικό δημιουργεί στον ορίζοντα την προοπτική μιας δραματικής συρρίκνωσης που κάποια στιγμή θα αρχίσει να βιώνεται σαν εφιάλτης εθνικού αφανισμού. Η περιφέρεια, τόσες δεκαετίες μετά το τσουνάμι της εσωτερικής μετανάστευσης, συνεχίζει να μην κρατά τα παιδιά της, ερημώνει με την αίσθηση πως η ζωή είναι αλλού – ή τουλάχιστον πως οι ευκαιρίες που προσφέρει η ζωή είναι αλλού.
Γιατί; Ισως επειδή όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης η χώρα ξόρκιζε κυρίως το φάντασμα της «φινλανδοποίησης», δηλαδή του αυτοπεριορισμού της κυριαρχίας της απέναντι στις απειλές ενός πιο ισχυρού γείτονα. Εμείς δεν θα κάναμε ό,τι οι Φινλανδοί με τους Ρώσους, θα παίζαμε τους Τούρκους «στα ίσα».
Παράλληλα όμως – και αντίθετα από τους Φινλανδούς – δεν αναπτύξαμε ποτέ μια φινλανδικού τύπου ήπια ισχύ. Ο πρωταθλητισμός, ή έστω ο ανταγωνισμός στους εξοπλισμούς δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχες επιδόσεις στην εκπαίδευση, στην έρευνα, στην καινοτομία. Δεν κάναμε ό,τι οι Φινλανδοί που σκάρωσαν ένα «φινλανδικό μοντέλο» ακόμη και για τον στρατό τους πέρα από το εκπαιδευτικό τους σύστημα ή οι Ισραηλινοί που πρωτοπορούν στις τεχνολογίες αιχμής. Η ζωή ήταν και είναι και τώρα αλλού, όχι μόνο για την περιφέρεια αλλά και για τα καλύτερα μυαλά των μεγάλων πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων.
Κάθε γενιά λογοδοτεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στις επόμενες. Αυτή η γενιά θα μπορούσε να πει στη δική της λογοδοσία πως «τουλάχιστον, μιλούσαμε». Αλλά ποιος θα έχει γεννηθεί ή ποιος θα είναι εδώ για να την ακούσει;
