Η πρόσφατη αύξηση των προσφυγικών ροών από τη Λιβύη προς τη Νότια Κρήτη ανέδειξε, με τρόπο αποκαλυπτικό, τη σοβαρή απουσία προετοιμασίας και στρατηγικής εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης. Παρά τις προειδοποιήσεις για ενίσχυση των μεταναστευτικών διαδρομών από τη Βόρεια Αφρική, το ελληνικό κράτος βρέθηκε χωρίς σχέδιο – ούτε διπλωματικό, σε σχέση με την κατάσταση στη Λιβύη, ούτε επιχειρησιακό, σε ό,τι αφορά την υποδοχή ανθρώπων στην Κρήτη.
Ενδεικτικές είναι οι πρόσφατες διπλωματικές αποστολές που επιχειρήθηκαν προς τη Λιβύη. Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης επισκέφθηκε τη Βεγγάζη και συναντήθηκε με τον στρατάρχη Χαφτάρ, σε μια προσπάθεια να ενισχυθεί η συνεργασία για την ανάσχεση των ροών.
Η συνάντηση αυτή δεν φαίνεται να απέδωσε κάποιο απτό αποτέλεσμα. Ενα επιπλέον χαρακτηριστικό δείγμα διπλωματικής αποτυχίας αποτελεί η πρόσφατη επίσκεψη του υπουργού Μετανάστευσης Θάνου Πλεύρη και του ευρωπαίου επιτρόπου Μετανάστευσης Μάγκνους Μπρούνερ στη Λιβύη. Η αντιπροσωπεία κηρύχθηκε «persona non grata» από την κυβέρνηση του Χαφτάρ και εκδιώχθηκε από το αεροδρόμιο, καθώς φέρεται ότι παραβίασε πρωτόκολλα και «δεν είχε προσυνεννοηθεί σωστά». Το αποτέλεσμα ήταν η προσπάθεια οικοδόμησης εμπιστοσύνης προς τη λιβυκή πλευρά να ναυαγήσει εκ των προτέρων, χωρίς κανένα απτό αποτέλεσμα.
Μέσα σε αυτό το κενό πολιτικής, η κυβέρνηση επέλεξε να μεταφέρει τη συζήτηση στο πεδίο της απειλής. Η παρουσία προσφύγων και μεταναστών παρουσιάζεται «εισβολή», δημιουργώντας εικόνα εθνικού συναγερμού. Δεν είναι η πρώτη φορά που η ρητορική του φόβου αντικαθιστά την ανάγκη για θεσμική νηφαλιότητα. Αλλά σε αυτή την περίπτωση, το εύρος της απόκλισης από το κράτος δικαίου προκαλεί εύλογη ανησυχία.
Η απόφαση να ανασταλεί για τρεις μήνες η δυνατότητα κατάθεσης αιτημάτων ασύλου συνιστά βαρύ πολιτικό και θεσμικό προηγούμενο. Πρόκειται για ένα μέτρο ακραίο, που θίγει τον πυρήνα των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας και απειλεί να την εκθέσει νομικά και ηθικά. Στην κριτική αυτή προστέθηκε πρόσφατα και η καθαρή τοποθέτηση του Ευάγγελου Βενιζέλου, ο οποίος προειδοποίησε για τις διαστάσεις αυτής της θεσμικής εκτροπής.
Οπως χαρακτηριστικά δήλωσε: «Η κυβέρνηση επικαλείται το άρθρο 15 ΕΣΔΑ, δηλαδή το αντίστοιχο του άρθρου 48 Συντάγματος για την εφαρμογή του νόμου περί καταστάσεως πολιορκίας! (…) Το λιγότερο που πρέπει να γίνει αμέσως είναι η ανάκληση αυτής της αιτιολογικής σκέψης». Η παρέμβαση αυτή δεν μπορεί να αγνοηθεί. Προέρχεται από έναν πρώην υπουργό με μακρά εμπειρία στα ζητήματα δικαίου και θεσμών – και δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών: η επιλογή της κυβέρνησης δεν συνάδει με το Σύνταγμα και τα διεθνή πρότυπα.
Η διαχείριση του Προσφυγικού δεν είναι εύκολη υπόθεση και κανείς δεν ζητεί θαύματα. Αλλά μεταξύ του τίποτα και της καταστολής υπάρχει χώρος για πολιτική. Οσο όμως η κυβέρνηση επιλέγει να κινητοποιεί ένστικτα και όχι μηχανισμούς, το πρόβλημα θα βαθαίνει και η αξιοπιστία της χώρας θα υπονομεύεται, εσωτερικά και διεθνώς.
