Ομολογώ ότι ποτέ δεν συμπάθησα την ποίηση της Κικής Δημουλά. Θυμάμαι πως διάβαζα με σχετική υπομονή το Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (Ικαρος, 2007). Μέχρι εκεί. Παρ’ όλα αυτά, την εκτιμώ, επειδή έγραψε ένα ποίημα που αποτυπώθηκε στο μυαλό μου κι αυτό είναι κάτι που δεν τολμώ να μην αναγνωρίσω. Το «Πρόσεχε» είναι ένα μικρό ποιηματάκι που λέει: «Οταν στρώνεις το τραπέζι/ πριν καθίσεις/ να ελέγχεις σχολαστικά/ την αντικρινή σου καρέκλα// αν είναι γερή μήπως τρίζει/ μήπως χαλάρωσαν οι εγκοπές/ μήπως φαγώθηκαν οι αρμοί/ αν υποσκάπτει το σκελετό/ σκουλήκι// γιατί εκείνος που δεν κάθεται/ γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύς». Χρωστώ σε αυτό το ποίημα το γεγονός ότι με έκανε να αρχίσω να παρακολουθώ τις καρέκλες.
Κάποτε, στο λιακωτό του πατρικού μου είχαν μαζευτεί σφήκες. Δεν ξέραμε από πού έρχονταν, γιατί μαζεύονταν τόσο πολλές. Ωσπου η μητέρα μου ανακάλυψε ότι είχαν κάνει φωλιά στην εγκοπή μιας ξύλινης καρέκλας, την οποία εκείνη είχε βάψει άσπρη. Γενικώς η μητέρα μου το έχει αυτό – μαστορεύει, κατασκευάζει και βάφει κάθε μέρα όλη μέρα, έτσι, από μόνη της. Οποτε πέφτει στα χέρια της κάποιο αντικείμενο στο ενδιάμεσο του χρήσιμου και του άχρηστου (μια ξύλινη καρέκλα, ένα ξύλινο γλαστράκι, ένα ξύλινο κάδρο…), θα το περιλάβει και θα το βάψει άσπρο.
Θα το βάψει άσπρο με κοινή μπογιά, που ωστόσο εμένα μου προξενούσε ανέκαθεν μια αίσθηση ασφάλειας, θυμίζοντάς μου τον ασβέστη με τον οποίο άσπρισαν μια φορά το σπίτι της οικογένειάς της στην Κρήτη, ύστερα από την εμφάνιση ενός σκορπιού γύρω από το πηγάδι της αυλής. Εκείνη τη μέρα, ακούγοντας τις τσιρίδες γιαγιάς και μητέρας απ’ έξω, κατέβηκα σχεδόν κουτρουβαλιάζοντας με τα άγαρμπα παιδικά πατουσάκια την απότομη, υπεραιωνόβια σκάλα του σπιτιού και βγήκα τρέχοντας να δω τον σκορπιό. Φυσικά, ούτε που με άφησαν να πλησιάσω. Αλλά βλέποντας πόσο ταραγμένες ήταν κι οι δυο (με το δίκιο τους – το σπίτι είναι σε ένα βουνό, μία ώρα με το αυτοκίνητο από το κοντινότερο νοσοκομείο), μαγκώθηκα. Βλέποντας τη γιαγιά μου να έχει πιάσει ήδη και να ασβεστώνει, κατακλύστηκα από τη σκέψη ότι άσπρο ίσον καλό.
Ετσι, όταν αντίκρισα τις σφήκες να μπαινοβγαίνουν στην οπή εκείνης της βαμμένης άσπρης καρέκλας στο πατρικό μου – like they own the place, που έλεγαν και οι αρχαίοι ημών –, ένιωσα κάπως προδομένη, κι ας ήξερα πως η καρέκλα είχε βαφτεί με μπογιά, όχι ασβέστη. Απλώς είχα την παράλογη εντύπωση πως το άσπρο σε προστατεύει απ’ όλα. Δεν ξανακάθισα ελευθέρως στις άσπρες καρέκλες του πατρικού μου έκτοτε, σαν να έπαψα να τις εμπιστεύομαι. Κι αν κάποια φορά, σε οικογενειακή μάζωξη, βρεθώ αναγκασμένη ν’ απιθωθώ σε μια τέτοια καρέκλα καθότι όλες οι άλλες είναι πιασμένες, τότε την εξετάζω προσεκτικά, σαν να της κάνω σωματικό έλεγχο για οπλοκατοχή, μην τυχόν και πεταχτεί από κάπου καμιά πληγή του Φαραώ. Ακόμα κι όταν σιγουρεύομαι πως τίποτα ζωντανό δεν κυκλοφορεί κάτω από το ξύλο, κοντοστέκομαι και την κοιτάζω για λίγο, ακόμα επιφυλακτική.
Και τότε, όπως τη βλέπω άδεια, συνειδητοποιώ πως είναι ένα από τα αντικείμενα που κατασκευάζουν οι άνθρωποι με μόνο σκοπό ν’ απιθώσουν εκεί την ύπαρξή τους, ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν για να φτιάξουν χώρο, όπως χρησιμοποιούν το σφυρί για να καρφώσουν μια βίδα ή το σκαρπέλο για να ξύσουν το μάρμαρο. Ωστόσο, ενώ εργαλεία σαν αυτά μπορούν να τα παραχώσουν σε μια εργαλειοθήκη όταν δεν τα χρειάζονται, η καρέκλα μένει, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει ανάγκη για χώρο, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει κανείς για να τον γεμίσει.
Στο σπίτι μου έχω μια τραπεζαρία που ανήκε στα πεθερικά μου. Ενα τεράστιο στρογγυλό ξύλινο τραπέζι, μασίφ, σκουρόχρωμο. Εχει έξι καρέκλες από το ίδιο ξύλο, το κάθισμα ντυμένο με σκούρο μπλε ύφασμα. Για εμάς, οι περισσότερες καρέκλες είναι αχρείαστες, μιας και δεν μας αρέσουν οι μαζώξεις, όπως άρεσαν σ’ εκείνους. Πέρα από τις δύο που χρησιμοποιούμε, οι άλλες τέσσερις μένουν πάντα στην ίδια θέση. Κάποτε, όταν η τραπεζαρία πέρασε στην κατοχή μας, τις μετακινούσαμε. Τις μετακινούσαμε λίγα χιλιοστά τη φορά, έτσι, σαν να μας ενοχλούσαν και προσπαθούσαμε να τις βολέψουμε σε μια θέση που θα τις έκανε, ψευδαισθητικά, υποφερτές. Πώς το έλεγε ο Αργύρης Χιόνης σ’ εκείνο το ποίημα; «Οι άνθρωποι το πιο συχνά δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους». Εμείς δεν είχαμε τι να κάνουμε τις καρέκλες μας. Τις κουνούσαμε σαν χέρια που πλέκονται από αμηχανία, σαν στόμα που κάνει φούσκες με το σάλιο του από αδειανότητα.
Κάποτε κάναμε μια υποσυνείδητη ειρήνη μαζί τους, τις αφήσαμε στην ησυχία τους και πλέον δεν μετακινούνται, δεν τρίζουν, μαζεύουν σκόνη στο κάθισμα. Καμιά φορά, ξεχνώ να τις τραβήξω για να τις ξεσκονίσω και κάποτε ανακαλύπτω μια λεπτή γκρίζα στρώση πάνω στο μπλε. Καθώς τινάζω τα καθίσματα, σκέφτομαι ότι έχουν δει και καλύτερες μέρες. Κάποτε έφτιαχναν χώρο για ανήσυχους γλουτούς θειάδων που τσίριζαν εύθυμα πάνω από πιατάκια με γλυκό σύκο και κουταλάκια, θείων που γελούσαν βροντερά πάνω από μια τράπουλα και βουνά από αράπικα φιστίκια με τον ρόλο νομίσματος.
Τις προάλλες, ανακάλυψα τυχαία μια επιπλέον καρέκλα, που δεν θυμόμουν ή δεν ήξερα ότι υπήρχε. Ηταν ξεχασμένη στην αποθήκη – ένας όγκος καλυμμένος από σελοφάν, που δεν είχα ιδέα τι περιέχει. Μια μέρα (από τις εξαιρετικά σπάνιες) που με είχε πιάσει η νοικοκυροσύνη, άνοιξα το σελοφάν και την είδα. Ποτέ μου δεν άκουσα για τραπεζαρία με επτά καρέκλες, δεν είχε καμία λογική, τούτη δω έμοιαζε με ρεζέρβα έτσι όπως ήταν φασκιωμένη και λησμονημένη στην αποθήκη. Μπορεί να υπήρχε και όγδοη καρέκλα και να έσπασε κάποτε, γι’ αυτό ο ιθύνων του παρελθόντος – μάλλον η πεθερά μου, που ήταν προκομμένη, όχι σαν μερικές μερικές – σκέφτηκε να αποσύρει μία ακόμα για να επιστρέψει η τραπεζαρία στον λογικό, ζυγό αριθμό καρεκλών.
Καθώς άνοιγα το σελοφάν, παρατήρησα ότι το κάθισμα της έβδομης καρέκλας ήταν σχεδόν άθικτο. Δεν είχε σκόνη, όπως οι άλλες στο σπίτι, το χρώμα ήταν ζωηρό, το μαξιλάρι τροφαντό. Σίγουρα κι αυτή η καρέκλα θα είχε χρησιμοποιηθεί κάποτε, σίγουρα θα είχε φτιάξει χώρο για κάποιον, κι ωστόσο έμοιαζε λες κι ο χρόνος στην απομόνωση την είχε επαναφέρει σε μια κατάσταση σχεδόν παρθενική και ίσως κάπως ανοίκεια, σαν να μην ανήκε στ’ αλήθεια στη δική μας τραπεζαρία, σαν να ήταν ένα σφάλμα στο μάτριξ, ένα περίσσιο copy-paste κατά τη μονότονη παραγωγή των αντικειμένων στο φύλλο εργασίας με τον τίτλο «μακρόκοσμος». Σαν ένα σφάλμα που έγινε αντιληπτό αλλά κανείς δεν μπορούσε να το πάρει πίσω, επειδή άπαξ και φτιαχτεί ο χώρος δεν ξεφτιάχνεται, αλλιώς θα ήμαστε κάθε φορά σε θέση να γνωρίζουμε τι να κάνουμε τα πράγματα εδώ πέρα.
Ο ήχος της ειρήνης
Κάθε απόγευμα, η γειτονιά γεμίζει με ήχους νερού. Μια γειτόνισσα βγαίνει στην αυλή με το λάστιχο, ποτίζοντας τα φυτά της και ξεπλένοντας το παλιακό μωσαϊκό του δαπέδου. Μια άλλη στην ταράτσα, με το δικό της λάστιχο, πλένει κάτι μικρά χαλάκια κουζίνας και μετά μουλιάζει τις τέντες από κάτω. Ο νεαρός γείτονας απέναντι πλένει το αυτοκίνητό του – πρέπει να του πήραν αυτοκίνητο εδώ και κανέναν χρόνο κι έκτοτε, καθημερινά, κάθεται τα απογεύματα και το σαπουνίζει.
Κι όμως τώρα, σχεδόν αποκαλόκαιρο, με πιάνει μια κακία κι αναρωτιέμαι γιατί οι άνθρωποι σπαταλούν τόσο νερό. Γιατί να ρίξεις λίτρα ολόκληρα για να καθαρίσεις μια τέντα, ένα μωσαϊκό, ένα Φίατ μέσα στον καύσωνα. Μάλλον τους ειρηνεύει ο ήχος του νερού το απόγευμα, καθώς ο ήλιος πέφτει κι όλα γίνονται λιγότερο εχθρικά. Ωσπου να πάψουμε να έχουμε νερό και να μη θυμόμαστε πια τον ήχο της ειρήνης.
