«Καλό κουράγιο!» είπε στους Ελληνες το 2010 ο Ολι Ρεν, πρώην Επίτροπος Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εν όψει των σκληρών μέτρων που επρόκειτο να επιβληθούν στην Ελλάδα, όταν την κτύπησε αλύπητα η οικονομική κρίση του 2008. Δεν φανταζόμασταν τότε πόσο σκληρά. Αλλά χρειάζεται υπερβολικά πολύ κουράγιο να τα αποδέχονται οι Ελληνες 15 χρόνια μετά, αφού η Ευρωζώνη αγρόν ηγόραζε έναντι μεγάλων χρεοκοπημένων χωρών-μελών (π.χ., Ιταλία), ενώ η πολιτική λιτότητας λίγο άγγιξε το «ελληνικό πρόβλημα». Αποτέλεσε, όμως, αφορμή για να διεκδικήσουν οι εταίροι μας σημαντικές υποδομές ως ανταλλάγματα για τα «πακέτα διάσωσης» (ή «μνημόνια»).
Ετσι, η Γερμανία πήρε τη μερίδα του λέοντος στις τηλεπικοινωνίες και στα αεροδρόμια, η Ιταλία στον σιδηρόδρομο, κ.λπ. Φυσικά, όχι τα ίδια τα κράτη, αλλά οι επιχειρήσεις τους, που ως κρατικές, ημικρατικές ή ιδιωτικές, ελέγχουν τις κυβερνήσεις, οι οποίες αρκούνται στη διαπραγμάτευση και έτσι δεν βαυκαλίζονται με συνταγματικές ή κοινοβουλευτικές διαδικασίες, όποτε το κράτος δικαίου κοιμάται. Το ιδιωτικό είναι πάντα ένας βολικός μανδύας των εκατέρωθεν κυβερνήσεων: αν συμβεί μια «στραβή» στη βάρδιά τους, αποφεύγουν τις ευθύνες μέσα από ένα κατακερματισμένο νομικό τοπίο που συνήθως πτοεί τους πολίτες.
Αλλά τα «Τέμπη» έκαναν τον μανδύα φύλλο συκής. Φάνηκαν τα αλισβερίσια των κυβερνήσεων, τα κροκοδείλια δάκρυα, ο εμπαιγμός των συγγενών των θυμάτων – που επιμένουν και αντέχουν. Προπάντων, φάνηκε πόσο λίγο ενδιαφέρει η Ελλάδα τους εταίρους της. Κυρίως επιθυμούν τη συναίνεσή της και την κάλυψη των «γκρίζων» δραστηριοτήτων τους. Φέρονται περίπου όπως στον «Τρίτο Κόσμο».
Πέραν των κοινοτικών οργάνων – π.χ., Ευρωπαϊκή Εισαγγελία – που δικαιώνουν την παλιά συλλογιστική του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ότι η Κοινότητα μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για την ελληνική δημοκρατία, ισχυρότερες ευρωπαϊκές χώρες βλέπουν την Ελλάδα σαν επιχείρηση περιορισμένης ευθύνης. Τους «ιθαγενείς», άλλωστε, τους κουλαντρίζουν οι ελληνικές κυβερνήσεις που συνέβαλαν στο να γίνει η χώρα διάτρητη. Το βλέπουμε καθημερινά, στις παραλίες, όπου όλα επιτρέπονται (παράνομα ομπρελοκαθίσματα, μπάζωμα, θαλάσσια σπορ κοντά στους λουόμενους, κ.λπ.), στην καταπάτηση του αιγιαλού, στη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, κ.ο.κ.
Και ενώ θα προσδοκούσαμε να δίνουν οι εταίροι μας το καλό παράδειγμα, το αντίθετο συμβαίνει. Οι μεγάλες ξένες εταιρείες κάνουν εδώ ό,τι δεν θα διανοούνταν στη χώρα τους: επιβαρύνουν το περιβάλλον, αδιαφορούν για τους Ελληνες και τις επιπτώσεις της δράσης τους στη σωματική και ψυχική τους υγεία, διαλύουν την αισθητική, και μάλιστα σε τουριστικούς προορισμούς που υποτίθεται ότι προστατεύουμε ως κόρη οφθαλμού, διαβρώνουν την ποιότητα και τα δικαιώματα ζωής. Δείχνουν δε προτίμηση σε ευπαθείς ομάδες – παιδιά, ηλικιωμένους, κ.λπ. – που δεν μπορούν να αντιδράσουν. Με τέτοια διαφθορά, εισαγόμενη και εξαγόμενη, δεν μας ξενίζει το brain-drain…
Γιατί φέρονται έτσι; Γιατί μπορούν. Για παράδειγμα, οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών κοτσάρουν με αυτοπεποίθηση τις κεραίες τους εική και ως έτυχε, επειδή τις διέπει ένα νομικό πλαίσιο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους, που δεν τους επιβάλλει κοινωνική λογοδοσία, ενώ τους επιτρέπει να επεκταθούν κατά βούληση σε βάρος των Ελλήνων.
Οποτε η κακόμοιρη ελληνική δικαιοσύνη με τους ρυθμούς της καταδικάζει τέτοιες πρακτικές, οι εταιρείες γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τις δικαστικές αποφάσεις και συνεχίζουν τον εμπαιγμό αφού έχουν αρωγό το ελληνικό κράτος στην ευρεία του μορφή: αστυνομία, δήμοι, πολεοδομία, αρχαιολογική υπηρεσία κ.λπ. βασίζονται στην ελληνική πολυνομία για να παραπέμψουν τις υποθέσεις στο επόμενο όργανο. Εχουμε γεμίσει ανευθυνοϋπεύθυνους Πόντιους Πιλάτους όταν έχουμε ανάγκη από Μεγαλέξανδρους να κόψουν τον γόρδιο δεσμό. Πριν πληρωθεί μακροπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα το κόστος – οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, ευρωπαϊκό.
Αλλωστε και στον σιδηρόδρομο δεν λειτουργούσαν όλα τέλεια;
Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι καθηγήτρια Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς, γενική διευθύντρια Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.
