Ο βάνδαλος λογοκριτής σε μια εποχή αυθαιρεσίας

Ενα σύμπλεγμα αυταρχισμού και ελευθερισμού, καταστολής και ανομικής θρασύτητας γοητεύει ανθρώπους από πολλές χώρες και συστήματα

Ο βάνδαλος λογοκριτής σε μια εποχή αυθαιρεσίας

Η λογοκριτική έφεση ανθρώπων που μιλούν στο όνομα μιας ένθερμης πίστης, ενός εθνικού φρονήματος, μιας ακλόνητης πεποίθησης, ποτέ δεν κατασιγάζει, όσο κι αν δεν βρίσκει τις ευκαιρίες που είχε σε περιβάλλοντα πολιτικού αυταρχισμού. Εμφανίζεται στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες, σε διαφορετικούς βαθμούς, κλίμακες και μορφές.

Ως οργανωμένη λογοκρισία, συχνότερα όμως μέσα από «αυθόρμητες» πράξεις που εκφράζουν την αγανάκτηση κάποιου ή κάποιας οι οποίοι δηλώνουν προσβεβλημένοι και εξοργισμένοι. Οι μαχητικοί λογοκριτές επιτίθενται σε έργα τέχνης ή εκστρατεύουν κατά του ενός ή άλλου «ανίερου» καλλιτέχνη, συγγραφέα και δημόσιου προσώπου.

Δεν μιλώ εδώ για τις εξτρεμιστικές, δολοφονικές ενέργειες αλλά για τη σφαίρα της αυθαίρετης επέμβασης όπου η απαγορευτική προτροπή συνυπάρχει ενίοτε με κρούσματα βανδαλισμού. Για κάτι αντίστοιχο με αυτά που είδαμε στην Εθνική Πινακοθήκη από τον βουλευτή της «Νίκης».

Αναρωτιέται κανείς τι πιστεύουν πως κάνουν αυτοί οι λογοκριτές σε έναν κόσμο όπου κυκλοφορούν άπειρα δεδομένα, εικόνες και κείμενα. Τι μπορεί να «πετύχει» κάποιος που θέλει να σκεπάσει ένα γυμνό άγαλμα στον κόσμο των you porn. Προφανώς απευθύνεται σε ένα δικό του κοινό και επιβεβαιώνει την κοινότητά του ότι δίνει «τον αγώνα τον καλό». Ειδικά στις πλουραλιστικές και μαζικοδημοκρατικές κοινωνίες, ο «ακτιβιστικός» συντηρητισμός μοιραία προσφεύγει σε τέτοια λογοκριτικά χάπενινγκ.

Γιατί; Διότι με αυτόν τον τρόπο μπορεί να κάνει πολιτική, δείχνοντας στον κόσμο του ότι έχει κάποια επίδραση στα πράγματα, ότι δεν έχει στερηθεί την ικανότητα να δημιουργεί γεγονότα. Εχοντας αιφνιδιαστεί βαθύτερα από τις ίδιες τις δυνάμεις που απελευθέρωσε πλανητικά ο πολιτισμικός καπιταλισμός, ο πολιτισμικός συντηρητισμός δεν έχει άλλη διέξοδο: επιλέγει, με τη σειρά του, να μπει στην αρένα του πολέμου για την εικόνα, να οπτικοποιήσει τους «αγώνες του» κατά των δαιμόνων του. Με μια έννοια, αυτό είναι ένα σημάδι απόγνωσης αλλά και επιτήδειος πολιτικός χειρισμός και επικοινωνία που παίζει με τους όρους της εποχής  μας, την αισθητική των social media.

Υπάρχει, ωστόσο, μια συγκυρία επικίνδυνη. Αλυσιδωτές εκρήξεις αντιδραστικών ανθρώπων, πολιτικά επιτελεία και ολιγαρχικά δίκτυα που βγαίνουν θαρρείς μέσα από εγχειρίδια για την Αντεπανάσταση και από το μίσος για τη δημοκρατία.

Το καθεστώς Τραμπ επεμβαίνει καθημερινά με εκτελεστικά διατάγματα στο φάσμα της κουλτούρας, από τα πανεπιστήμια μέχρι τα μουσεία και τους πολιτιστικούς οργανισμούς. Ομάδες και προσωπικότητες που σχεδιάζουν «παρεμβάσεις» λογοκρισίας, έχουν ερείσματα και υποστηρίγματα. Δεν είναι μόνο εκτός πλαισίου οργισμένοι αλλά και θεσμικοί παράγοντες που σκέφτονται και θέλουν να ενεργήσουν όπως ο μαινόμενος βουλευτής μας. Από την άλλη οι συμβατικές φιλελεύθερες ελίτ που μιλούν διεθνώς τη γλώσσα του αντιλαϊκισμού, δεν διαθέτουν πολιτισμικό σχέδιο.

Με την αγωνία που προκαλεί (εκλογικά και πολιτικά) η ισχύς επιμέρους ακροατηρίων, τα μέλη των συμβατικών ελίτ τείνουν να υιοθετούν μια ατζέντα προσαρμογής. Ο συντηρητισμός σε συνδυασμό με τον «θρησκειολαϊκισμό» (κατά την ωραία έκφραση του Παντελή Μπουκάλα), εξακολουθεί άλλωστε να λειτουργεί ως ηθικολογικό αντίβαρο στις άγριες μεταβολές που φέρνει μαζί του ο καπιταλισμός της επιτάχυνσης και της Τεχνητής Νοημοσύνης. Από παλιά, ο συντηρητισμός έτρεχε να συμμαζέψει κηρυγματικά κάποιες από τις «ανήθικες» συνέπειες της οικονομίας της αγοράς και της μαζικής κουλτούρας επιχειρώντας την επιλεκτική, κατασταλτική τους τιθάσευση. Καυτηρίαζε ήθη που το ίδιο το «σύστημα» ενθάρρυνε και φιλοξενούσε. Ο συντηρητικός λογοκριτής ήταν έτσι σαν τον ιερωμένο που αφορίζει όσα ο φιλελευθερισμός αποκάλυπτε σε κοινή θέα.

Σήμερα, μάλιστα, έχει ενδιαφέρον ότι οι δυνάμεις υπέρ της πιο άγριας απορρύθμισης των αγορών και της οικονομίας, ξαναστήνουν τη λογοκρισία στα πόδια της. Συνήγοροι της ωμής «ελευθερίας» (της ελευθερίας να προσβάλλεις, να στιγματίζεις, να λοιδορείς τις μειονότητες, τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα και άλλα) επιχειρούν πλέον την αφαίρεση ύποπτων λέξεων, έργων τέχνης, πολιτισμικών αναφορών. Ο λογοκριτικός οίστρος συνδυάζεται με την επίθεση στην ιδέα της δημόσιας εκπαίδευσης, στην κρατική χρηματοδότηση στις τέχνες και στον πολιτισμό. Ενα σύμπλεγμα αυταρχισμού και ελευθερισμού, καταστολής και ανομικής θρασύτητας γοητεύει ανθρώπους από πολλές χώρες και συστήματα.

Στην Ελλάδα, ωστόσο, το υπερσυντηρητικό υποσύστημα δεν έχει εκσυγχρονιστεί όσο αλλού. Διατηρεί σταθερά σχέσεις με τη σφαίρα της μάχης κατά των εχθρών της ορθοδοξίας. Ο εγχώριος «τραμπισμός» αντλεί βεβαίως έμπνευση από το διεθνές κλίμα αλλά εξακολουθεί να οργανώνεται γύρω από αναγνωρίσιμα σήματα και φαιδρά, ως επί το πλείστον, πρόσωπα. Η φαιδρότητα όμως δεν είναι πλέον λόγος εφησυχασμού. Ισως αυτό να είναι το μάθημα της εποχής μας, ότι μπορεί κανείς να τα περιμένει όλα.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, συγγραφέας.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version