Γνώρισα τον Μάνο Χατζιδάκι το 1976, στη μυθική Λέσχη του Δίσκου στη στοά της Ακαδημίας. Διάλεγε εκεί δίσκους μαζί με τον βιολιστή Τάτση Αποστολίδη, εξάρχοντα της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Σπούδαζα τότε μουσική, αλλά δεν είναι αυτό.
Ο Μάνος Χατζιδάκις με το έργο του είχε συνοδεύσει, στηρίξει και δώσει νόημα στη νεότητά μας, σε μια σκοτεινή περίοδο για τον τόπο και τις ζωές μας: περίοδο δικτατορίας, κοινωνικού συντηρητισμού, στείρου πολιτισμικού κλίματος, ασφυκτικών οριζόντων.
Είχε συνθέσει ιδανικά έναν τόπο ποιητικό τον οποίο κατοικούσαμε, έναν τόπο φυγής από την πραγματική συνθήκη. Μας πρόσφερε ταυτότητα, έδινε σχήμα σε μια δυνατή καταγωγή που εμπεριείχε τα πιο ευωδιαστά αρώματα της ιστορίας μας και της παράδοσής μας. Μας αποκάλυπτε τις ευαισθησίες του, που ήταν και δικές μας. Ηταν για εμάς «μια πόλη μαγική». Ο ίδιος, αργότερα, μου έλεγε βέβαια ότι «πρέπει να περιέχουμε την καταγωγή μας χωρίς αυτή να μας χαρακτηρίζει», κάτι που έγινε στη συνέχεια και δικός μου οδηγός.
Τόλμησα να κάνω ένα βήμα, ανάμεσα στους δίσκους. Του ζήτησα να γνωριστούμε, και αυτό δεν φάνηκε να τον αιφνιδιάζει. «Ξέρετε», ψέλλισα, «έχω μεγαλώσει με τη μουσική σας και θα ήθελα να έχουμε μια επικοινωνία». Ξεκίνησε τότε πράγματι μια φιλία που διήρκεσε χρόνια και που, όπως είναι φυσικό, σφράγισε τη ζωή μου.
Το ερώτημα βέβαια είναι, τι ενδιαφέρον θα μπορούσε να έχει ο Μάνος Χατζιδάκις, σε μια πολυκύμαντη περίοδο της ζωής του, για τη φιλική σχέση με έναν έστω και υποσχόμενο εικοσάχρονο νέο. Είναι η εποχή μεταξύ άλλων στην οποία είχε αναλάβει τη διεύθυνση του Τρίτου Προγράμματος και της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών.
Ο ίδιος έλεγε ότι «έχω φίλους που γνώρισα και άλλους που δεν γνώρισα ποτέ». Είχε συνείδηση της επικοινωνίας και της επιρροής του σε νέους κυρίως ανθρώπους που μοιράζονταν μαζί του μια αντισυμβατική αντίληψη για τη ζωή, που ήταν πολιτισμικά περίεργοι και δημιουργικοί, που παρέμεναν αντικομφορμιστές πέρα από την ηλικία τους, που ονειρεύονταν μια Ελλάδα ανοιχτή στον κόσμο και προοδευτική ανεξάρτητα από πολιτικές τοποθετήσεις. Αυτούς τους νέους αναζήτησε σε όλη του τη ζωή και με αυτούς συνδιαλέχτηκε.
Το βραδινό φαγητό στον επίσης μυθικό «Μαγεμένο Αυλό» ήταν μια άλλη τελετουργία που ο Μάνος πρόσφερε απλόχερα. Περιστοιχιζόταν πάντα από μερικούς από τους πιο δημιουργικούς ανθρώπους του τόπου, όχι μόνο μουσικούς, και οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συζητήσεις περιστρέφονταν συχνά γύρω από τα «κατορθώματα» του Τρίτου και τις ριζοσπαστικές νέες εκπομπές που άφησαν πράγματι εποχή.
Μια κορυφαία στιγμή ήταν η παρουσίαση της «Εποχής της Μελισσάνθης», το 1980, στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Δεν είναι τυχαία η ημερομηνία της πρώτης εκτέλεσης αυτής της εξαιρετικής και λίγο γνωστής καντάτας, τη Μεγάλη Τετάρτη 2 Απριλίου, στο κλίμα της κατάνυξης του Πάσχα.
Το μουσικό γούστο του ήταν δίχως όρια: ένα βράδυ στο σπίτι του, στη Ρηγίλλης (απέναντι από το υπόγειο γραφείο ενός άλλου μύθου, του αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη), μου έβαλε μια μουσική στο μαγνητόφωνο Νακαμίσι τελευταίας τεχνολογίας. «Τι είναι αυτό», με ρώτησε με πειραχτικό χαμόγελο. Ηταν η υπέροχη Σερενάτα για ορχήστρα αρ. 1 έργο 11 του Γιοχάνες Μπραμς.
Τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι τον Ιούνιο 1994 (γεν. 23 Οκτωβρίου 1925) ακολούθησε μια αναπάντεχη σιωπή. Δεν επρόκειτο για αδιαφορία αλλά για αμηχανία, για την αδυναμία να «επεξεργαστούμε το πένθος», να μιλήσουμε για το μέγεθος ενός ανθρώπου που μας ξεπερνούσε.
Οι φίλοι του δεν θα συνέθεταν ποτέ την κλασική ομάδα κρούσης για την εξύμνηση του απερχόμενου. Ηταν άλλωστε κάτι που ο ίδιος είχε απαγορεύσει εκ των προτέρων. Η σημασία του για εμάς αποδεικνύεται από το διαρκές ενδιαφέρον και τη δροσερή γοητεία που η μουσική και τα κείμενά του συνεχίζουν να ασκούν σε όλους τους νέους ανθρώπους αυτού του τόπου. Η μέθεξη όμως της τέχνης του είναι προσωπική.
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, μέλος της Accademia delle Arti del Disegno της Φλωρεντίας.