Το ερώτημα το οποίο θα πρέπει να μας απασχολεί δεν είναι το πόσο θα διαρκέσουν οι κινητοποιήσεις των αγροτών μας, αλλά το εάν θέλουμε πραγματικά να υφίσταται η ελληνική γεωργία και η επισιτιστική αυτοτέλεια της χώρας μας. Xωρίς αγρότες, άλλωστε, δεν μπορεί να υπάρχει πρωτογενής τομέας, ούτε βιομηχανία τροφίμων, ούτε τουρισμός – παρά μόνο μια χώρα σε διαρκή επισφάλεια. Τα επίσημα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: ενώ οι επιδοτήσεις καλύπτουν κατά μέσο όρο το 58% του αγροτικού εισοδήματος, η αύξηση του κόστους παραγωγής (περισσότερο από 8% σε ετήσια βάση) εκμηδενίζει την όποια προοπτική διατήρησης στοιχειώδους κερδοφορίας και βιωσιμότητας στον πρωτογενή τομέα, τουλάχιστον όσον αφορά τις εκμεταλλεύσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους.
Το βασικότερο, ίσως, πρόβλημα αφορά τη διαχρονική έλλειψη κεντρικού στρατηγικού σχεδιασμού για την ελληνική γεωργία. Ελλειψη η οποία αποτυπώνεται έκδηλα στον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται οι επιδοτήσεις, κατά κύριο λόγο στη βασική ενίσχυση του εισοδήματος των παραγωγών (Πυλώνας Ι της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, με βάση την καλλιεργούμενη έκταση και την κατά περίπτωση σύνδεση με το ύψος της παραγωγής) και σε μικρότερο βαθμό δράσεις υποστηρικτικές της παραγωγής και γενικότερα της υπαίθρου (Πυλώνας ΙΙ της ΚΑΠ: παροχή συμβουλών, σχέδια βελτίωσης, προστασία περιβάλλοντος). Αυτές όμως οι ενισχύσεις δεν επαρκούν για να πραγματοποιηθούν τα μεγάλα έργα υποδομών τα οποία απαιτούνται για την ουσιαστική κλιμάκωση της παραγωγής και τη μείωση του κόστους, με έμφαση στα αρδευτικά δίκτυα – με την ξηρασία να έχει ήδη μειώσει την παραγωγή σε επίπεδα κάτω του 50% – και τις ενεργειακές κοινότητες, στις οποίες οι αγρότες συμμετέχουν σε ποσοστό μικρότερο του 2%.
Θα περίμενε κανείς μια κατά προτεραιότητα αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για τις ανάγκες του αγροδιατροφικού κλάδου, ωστόσο για αυτόν προορίζεται μόνο το 4,4% της συνολικής επιδότησης των 18 δισ. ευρώ του Ταμείου βάσει της ιεράρχησης εκ μέρους της κυβέρνησης. Στο ίδιο πνεύμα, η κρίση της ευλογιάς των προβάτων αποκάλυψε την έλλειψη σχεδιασμού και στην πτυχή της βιοασφάλειας, αναδεικνύοντας τα κενά στην πρόληψη, στους ελέγχους και στη διαχείριση κρίσεων, με κατάληξη την απώλεια άνω των 500.000 ζώων, σχεδόν 800 εκατομμυρίων ευρώ και την κατάρρευση του κτηνοτροφικού κλάδου. Η βιοασφάλεια πρέπει να καταστεί οριζόντιος πυλώνας πολιτικής: από τα συστήματα ιχνηλασιμότητας μέχρι τα πρωτόκολλα μονάδων και τις Υπηρεσίες Κτηνιατρικής.
Σε αυτό το πλαίσιο, η χώρα πρέπει να επανέλθει στον κεντρικό στρατηγικό σχεδιασμό της αγροτικής παραγωγής, ο οποίος θα πρέπει να περιλαμβάνει καλλιεργητικές επιλογές ανά περιοχή, στόχους για παραγωγικότητα, διαχείριση νερού και εδαφών, τεχνολογική αναβάθμιση και διάχυση καινοτομίας. Η νέα, ολοκληρωμένη προσέγγιση θα πρέπει να ξεκινήσει από το πιο κρίσιμο σημείο: την πραγματική επανασύνδεση με τους αγρότες. Η χάραξη πολιτικών χωρίς άμεση κατανόηση των αναγκών, των περιορισμών και των δυνατοτήτων τους οδηγεί σε ημιτελείς μεταρρυθμίσεις, χωρίς να δημιουργηθούν εκείνες οι συνθήκες που θα επιτρέψουν – μέσω ενός πολυετούς προγράμματος δημοσίων επενδύσεων – την ανάπτυξη της υπαίθρου και την επίτευξη της αποκέντρωσης μέσω ενός πλέγματος υποδομών. Παράλληλα, η ακρίβεια των τροφίμων απαιτεί παρεμβάσεις σε όλη την αλυσίδα αξίας, από το κόστος εισροών έως τη διαφάνεια στην αγορά.
Οσον αφορά τις επιδοτήσεις, θα εξακολουθήσουν να είναι αδιαπραγμάτευτο εργαλείο στήριξης, αλλά ο επαναπροσδιορισμός τους είναι αναγκαίος. Η σύνδεσή τους με την πραγματική παραγωγικότητα των εδαφών και των καλλιεργειών, όπως και με την εκπαίδευση, την κατάρτιση και τη συμμόρφωση με το εθνικό στρατηγικό πλάνο, αποτελεί προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα του πρωτογενούς τομέα. Η μείωση του κόστους παραγωγής μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ενίσχυσης των συλλογικών σχημάτων (συνεταιρισμοί, ομάδες παραγωγών) μέσω των οποίων θα επιτυγχάνεται η βέλτιστη κατάρτιση στις νέες τεχνολογίες και η καλύτερη διαπραγμάτευση για τις προμήθειες εισροών και την πώληση των παραγόμενων προϊόντων. Με τον τρόπο αυτόν θα μπορέσει να μειωθεί η απαράδεκτη «ψαλίδα» στη διαφορά της τιμής στο χωράφι και της αντίστοιχης στο ράφι, η οποία είναι κατά μέσο όρο τέσσερις φορές μεγαλύτερη.
Ακόμα, η δημιουργία Τράπεζας Γης μπορεί να ενισχύσει τη συγκέντρωση καλλιεργήσιμων εκτάσεων και να στηρίξει νέους παραγωγούς. Τέλος, η σύνδεση μεταναστευτικής πολιτικής και στεγαστικής μέριμνας μπορεί να διασφαλίσει την αναγκαία εργατική δύναμη, με όρους νομιμότητας, αξιοπρέπειας και περιφερειακής ανάπτυξης.
*Ο κ. Σπύρος Κίντζιος είναι πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
