Οι μακροί αιώνες μιας τεθλασμένης πορείας
Του Μάρκου Καρασαρίνη
Σε αντίθεση με τις πολυθεϊστικές θρησκείες της Μεσογείου όπου το πλήθος των θεοτήτων επέτρεπε τη συνύπαρξη του αρσενικού και του θηλυκού στοιχείου, η σύλληψη του μονοθεϊσμού απαίτησε την ανάπτυξη μηχανισμών ενσωμάτωσης της γυναίκας. Η λατρεία της Θεοτόκου, η οποία αναδύθηκε στη διάρκεια του 3ου αιώνα μ.Χ., υπήρξε η πιο προφανής εκδήλωση σε θεολογικό επίπεδο και εκείνη που αντιπροσωπεύει μια ευδιάκριτη συμβολική μορφή.
Σε κοινωνικό επίπεδο, η Προς Γαλάτας επιστολή του Αποστόλου Παύλου διακήρυττε από νωρίς μια διακριτή από τα παγανιστικά δεδομένα οπτική («ουκ ένι άρσεν και θήλυ») και ιστορικοί όπως ο Ντίαρμαντ ΜακΚάλοχ υποδεικνύουν ότι αρχικά οι γυναίκες είχαν έναν «νέο ενεργό ρόλο και επίσημα καθήκοντα».
Στην πρώιμη χριστιανική περίοδο η μελέτη των πηγών αποκαλύπτει πράγματι ένα σύνθετο μωσαϊκό στο οποίο εντάσσονται με διάφορες ιδιότητες: μάρτυρες, αγίες και αργότερα μοναχές ως εκπρόσωποι της πίστης ή προστάτιδες της Εκκλησίας («πάτρονες», κατά τον ιστορικό Πίτερ Μπράουν) από την υψηλή τους θέση στη ρωμαϊκή κοινωνία ως εκπρόσωποι του κοσμικού βραχίονα. Καθώς το τοπίο της ύστερης αρχαιότητας αναδιαμορφώνεται, ο ρόλος της γυναίκας μεταβάλλεται σε σχέση με τα ελληνορωμαϊκά χρόνια.
Ζητήματα σεξουαλικότητας και φροντίδας του σώματος, η παρθενία και η αγαμία, οι κώδικες της συζυγικής ζωής, η νομική θέση, η παρουσία στον δημόσιο χώρο αναπροσαρμόζονται και μετασχηματίζονται υπό την επίδραση του χριστιανισμού. Στο περιθώριο των μεγάλων δογματικών διαλόγων που θα παγιώσουν τις απόψεις της επίσημης Εκκλησίας, η ιδιωτική σφαίρα θα προσδιοριστεί ως ο κατ’ εξοχήν χώρος της γυναικείας δραστηριότητας.
Ο μοναχισμός θα παραμείνει ένας θεσμός που δημιουργεί μια θηλυκή θρησκευτική ιεραρχία, ιεραρχία όμως παράλληλη της κανονικής εκκλησιαστικής. Εξαιρέσεις ορατότητας άλλου χαρακτήρα, όπως οι μυστικίστριες του Μεσαίωνα (Ιλδεγάρδη του Μπίνγκεν, Αικατερίνη της Σιένας και άλλες), θα είναι σπάνιες. (Στη θρησκευτική τέχνη, ωστόσο, η απεικόνιση του γυναικείου στοιχείου θα είναι κομβική και διαρκής.)
Η καταλυτική επίδραση της νεωτερικότητας και της βιομηχανικής επανάστασης γίνεται αισθητή με καθυστέρηση. Οι χριστιανικές Εκκλησίες θα αντισταθούν στην εκκοσμίκευση τονίζοντας ένα γυναικείο πρότυπο που ταυτίζεται με συγκεκριμένες, εγκεκριμένες αρετές και απορρίπτοντας εκείνο της χειραφετημένης γυναίκας του 20ού αιώνα.
Ως αποτέλεσμα, ο αποκλεισμός από την ιεροσύνη (εξαιρουμένων oμολογιών της Προτεσταντικής Εκκλησίας) παραμένει ο κανόνας, επιστέφοντας μια μακρά, τεθλασμένη πορεία μεταβολών και υπερβάσεων, οπισθοδρομήσεων και λοξοδρομιών ως προς τη θέση της γυναίκας.
Χριστιανές γυναίκες και συμβολική βία
Της Σπυριδούλας Αθανασοπούλου–Κυπρίου
Πού είναι οι γυναίκες στους ρόλους ευθύνης και διακονικής ηγεσίας στις Ορθόδοξες Εκκλησίες; Πόσο ισότιμος είναι ο λόγος τους έναντι του κυρίαρχου ανδρικού στο θρησκευτικό πεδίο; Πόσο ακούγεται η φωνή τους στις θεολογικές συζητήσεις και στις συνοδικές διεργασίες; Τον Ιούνιο, στη Ρώμη, σε συνέδριο της Διεθνούς Ορθόδοξης Θεολογικής Ενωσης για τα 1.700 χρόνια από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, οι γυναίκες εισηγήτριες ήταν μόλις το 16% των ομιλητών.
Η περιορισμένη συμμετοχή των γυναικών στο σύγχρονο ορθόδοξο θρησκευτικό πεδίο και ο αποκλεισμός τους από την ειδική ιεροσύνη θα ξένιζαν τα μέλη των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων. Οι Ευαγγελιστές και ο απόστολος Παύλος καταγράφουν και μαρτυρούν τη θέση και τη σημασία των γυναικών στη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και αναφέρονται ονομαστικά στις γυναίκες μαθήτριές του και ρητά στο αποστολικό έργο τους, τον θεσμό των διακονισσών, την εξέχουσα ηγετική προσωπικότητα της διακόνισσας Φοίβης και τα πνευματικά χαρίσματα των γυναικών. Η Παρθένος Μαρία, ως Θεοτόκος, είναι πρόσωπο-κλειδί στη σωτηρία. Οι γυναίκες είναι οι πρώτοι μάρτυρες της Ανάστασης.
Ο ενεργός ρόλος των γυναικών στον πρώιμο Χριστιανισμό εξηγείται κοινωνιολογικά. Ο Βέρνερ Σταρκ, στο κλασικό έργο του για την κοινωνιολογία της θρησκείας (1966-1967), δείχνει ότι ο Χριστιανισμός ξεκίνησε ως σέκτα που έδινε χώρο σε αποκλεισμένες ομάδες (γυναίκες, δούλους, φτωχούς). Ο πρώιμος Χριστιανισμός λειτουργεί ως αντισύστημα, δίνοντας φωνή σε όσους και όσες δεν έχουν εξουσία στον δημόσιο πατριαρχικό χώρο. Πράγματι, η εικόνα μιας θρησκευτικής κοινότητας, όπου ανάμεσα στα μέλη της κυριαρχεί πνεύμα ισότητας, αλληλεγγύης, αγάπης και αποδοχής, είναι η εικόνα που δίνεται στα Ευαγγέλια για το κίνημα του Ιησού. Οποιες, δηλαδή, κι αν είναι οι διαφορές των μελών της σύμφωνα με τις ταξινομήσεις τού έξω κόσμου, υπερβαίνονται στο εσωτερικό της σέκτας. Σε ένα τέτοιο πνεύμα ισοτιμίας δεν θα ήταν δυνατόν να γίνονται διακρίσεις.
Αυτή η εικόνα ισότητας αρχίζει να φθίνει από τον 4ο αιώνα, όταν ο Χριστιανισμός θεσμοποιείται, υιοθετεί το εξουσιαστικό μοντέλο της Αυτοκρατορίας και επαναβεβαιώνεται η ανδρική κυριαρχία. Ο θεσμός των διακονισσών ατονεί και η παρουσία των γυναικών στη δημόσια λατρεία περιορίζεται.
Οι χριστιανές γυναίκες, βεβαίως, όλους αυτούς τους αιώνες παραμένουν δρώντα υποκείμενα και βρίσκουν τρόπους συμμετοχής στο θρησκευτικό πεδίο και συμβολής στη διαμόρφωσή του. Ωστόσο, ο Χριστιανισμός ως θρησκεία αναδεικνύεται σε μηχανισμό παραγωγής και νομιμοποίησης συμβολικής εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, παίζει καίριο ρόλο στη φυσικοποίηση και διαιώνιση της ανδρικής κυριαρχίας και της συμβολικής βίας – δηλαδή μορφών εξουσίας που ασκούνται χωρίς εμφανή βία, αλλά που γίνονται αποδεκτές ως «φυσικές».
Η ανδρική τάξη, όπως εξηγεί και ο σημαίνων κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Πιερ Μπουρντιέ στο έργο του Η ανδρική κυριαρχία (1998), είναι εγγεγραμμένη στα σώματα διαμέσου των σιωπηρών επιταγών που εμπεριέχονται σε διάφορα τελετουργικά (ας σκεφτούμε, παραδείγματος χάρη, τη συμπεριφορά αποφυγής που επιβάλλεται στις γυναίκες μέσω πεποιθήσεων περί καθαρού και ακάθαρτου και μέσω του αποκλεισμού τους από την ιεροσύνη και την πνευματική αναγνώριση που αυτή περιλαμβάνει και από αμιγώς ανδρικούς ιερούς χώρους). Ο Χριστιανισμός ως θρησκεία με μια πατριαρχική θεολογική γλώσσα και πρακτικές αποκλεισμού καθαγιάζει την ανισότητα χωρίς να αναγνωρίζει τη βία που ασκεί.
Ζούμε σε μια εποχή όπου ο αμερικανικός Χριστιανισμός είναι γεμάτος από ανδρικό αυταρχισμό. Ζούμε σε μια εποχή όπου, για πρώτη φορά στην καταγεγραμμένη ιστορία, υπάρχουν ενδείξεις πως οι γυναίκες εγκαταλείπουν την οργανωμένη θρησκεία.
Οι άνδρες υπερτερούν πλέον αριθμητικά των γυναικών στις Ορθόδοξες Εκκλησίες των Ηνωμένων Πολιτειών με διαφορά, με τους άνδρες να ανέρχονται στο 61% και τις γυναίκες μόνο στο 36%, σύμφωνα με την έρευνα Pew Religious Landscape Study του 2025.
Υπάρχει περίπτωση να δούμε στο μέλλον πιστές γυναίκες να οδηγούνται μακριά από τη θεσμική Εκκλησία του Κυρίου τους λόγω της υποτίμησης, των αποκλεισμών και της συμβολικής βίας που υφίστανται; Μπορούμε άραγε να ελπίζουμε σε μια αναστοχαστική θεολογική σκέψη και μια συμπεριληπτική πράξη εκ μέρους των θεσμικών Ορθόδοξων Εκκλησιών που θα αγωνίζονταν να πραγματοποιήσουν στην ιστορία το εσχατολογικό όραμα της ειρήνης, της ισότητας και της δικαιοσύνης του αρχικού Χριστιανισμού;
Η κυρία Σπυριδούλα Αθανασοπούλου-Κυπρίου είναι εκλεγμένη λέκτορας Κοινωνικής και Πολιτικής Θεολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης.
(Αντι)φεμινιστικός χριστιανισμός
Του Δημήτρη Αγγελή
Την εποχή που δίδαξε ο Χριστός στη Γαλιλαία και την Ιουδαία δεν θα μπορούσε παρά να επιλέξει ως συνοδούς-αποστόλους δώδεκα άνδρες – αν είχε διαλέξει γυναίκες, η πρώτη Εκκλησία δεν θα είχε εξαπλωθεί σε τόση έκταση και με τέτοια ταχύτητα.
Η κοινωνική θέση της γυναίκας δεν διέφερε ιδιαίτερα από αυτήν του δούλου, δεν είχε σχεδόν λόγο στον δημόσιο χώρο και αν δεν συμπεριφερόταν όπως όφειλε, μοίρα της ήταν η διαπόμπευση και ο λιθοβολισμός (θυμίζω τη μοιχαλίδα του Ευαγγελίου).
Αυτό δεν σημαίνει, προφανώς, ότι δεν υπήρχαν και γυναίκες που ακολουθούσαν τον Χριστό κατά τη διάρκεια της τρίχρονης δημόσιας παρουσίας του – ως γνωστόν, στην πορεία του δεν τον περιστοίχιζαν μόνο οι δώδεκα αλλά, κατά διαστήματα, ένα τεράστιο πλήθος μαθητών και φιλοπερίεργων. Oμως όταν συνομιλεί με τη Σαμαρείτιδα (Ιω, 4, 1-42), οι μαθητές του εκφράζουν έκπληξη που έπιασε κουβέντα με μια γυναίκα και μάλιστα ετερόδοξη.
Κι όταν επιτιμά την πολυπράγμονα Μάρθα που ασχολείται με τα οικιακά επαινώντας συγχρόνως τη Μαρία που επέλεξε την «αγαθή μερίδα» (Λκ, 10, 38-42), ουσιαστικά αντιτάσσεται στον κοινωνικά προκαθορισμένο περιθωριακό ρόλο της γυναίκας, προτάσσοντας μια ριζοσπαστική για την εποχή υπέρβαση των στερεοτύπων.
Το γεγονός ότι το μήνυμα της Ανάστασης το πληροφορούνται πρώτα οι μυροφόρες, των οποίων η μαρτυρία δεν θα υπολογιζόταν σε κανένα δικαστήριο, κι ότι αυτό δεν αποκρύπτεται από κανέναν ευαγγελιστή, δείχνει την τεράστια αυτοπεποίθηση της πρώτης Εκκλησίας: γυναίκες (ειδική αναφορά στη Μαρία Μαγδαληνή) γίνονται ευαγγελίστριες των ανδρών αποστόλων!
Η σημασία των γυναικών, ειδικά των εύπορων, στην εξάπλωση της πρώτης Εκκλησίας φαίνεται πως ήταν πολύ σημαντική (Ρόντνεϊ Σταρκ), όταν όμως η Εκκλησία βγήκε από τα σκιώδη παρασκήνια της αυτοκρατορίας και νομιμοποιήθηκε, η θέση της γυναίκας δεν ανατιμήθηκε παρά ελάχιστα.
Η επιρροή ιουδαϊκών αλλά και ελληνορωμαϊκών αντιλήψεων της ύστερης αρχαιότητας (νεοπυθαγορισμός, νεοπλατωνισμός κ.ά.), σε συνδυασμό με αντίστοιχες εγκρατιστικές-ασκητικές τάσεις που αναπτύχθηκαν στους κόλπους της δεν άφησαν ανεπηρέαστη την καθημερινότητα και την πνευματικότητα της Εκκλησίας.
Δίπλα στην επαναστατική ρήση του αποστόλου Παύλου ότι πλέον «δεν υπάρχει Ελληνας ή βάρβαρος, δούλος ή ελεύθερος, γυναίκα ή άνδρας» αλλά όλοι είναι ενωμένοι στο όνομα του Χριστού, παράλληλα με τη θεολογία της συντροφικής τρυφερότητας που προτείνει ο Ιωάννης Χρυσόστομος για τον γάμο («Λόγια αγάπης να της λες…», Εις την προς Εφεσίους), υπάρχουν πολλαπλάσια πατερικά κείμενα και εκκλησιαστικοί κανόνες που ακολουθώντας το πνεύμα της εποχής θεωρούν τη γυναίκα κατώτερη, εκφράζουν την αντίληψη ότι είναι «ακάθαρτη» κατά τη λοχεία (υπάρχουν σχετικές ευχές) ή την έμμηνο ρύση, λησμονώντας το σωτηριολογικό-εσχατολογικό μήνυμα του Χριστού.
Πολλοί ιερείς ακόμα υποστηρίζουν ότι η γυναίκα δεν πρέπει να μπαίνει στον ναό όταν έχει περίοδο ή να μεταλαμβάνει, ωσάν ο Θεός να την τιμωρεί για σωματικές λειτουργίες που ο ίδιος της προσέδωσε! Τα πατερικά κείμενα και οι ιεροί κανόνες που αφορούν τις γυναίκες σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να λειτουργούν ως ασφαλής οδηγός συμπεριφοράς στην εποχή μας, όπως γίνεται από διάφορους φονταμενταλιστικούς κύκλους.
Και μπορεί να υπήρξαν χειροτονημένες διακόνισσες στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας – σχετικές μαρτυρίες απαντούν από τις αποστολικές επιστολές ως και τον 12ο αιώνα – που ανήκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία (βλ., π.χ., την 6η «Νεαρά» του Ιουστινιανού) στον κλήρο και η θέση τους ήταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα, όμως σήμερα ο θεσμός δεν έχει μόνο ξεχαστεί, αλλά όταν σχετικά πρόσφατα φωτισμένος ιερέας έντυσε «παπαδάκια» κάποια κορίτσια ξέσπασε εκκλησιαστικό σκάνδαλο κι ο ίδιος τέθηκε για ένα διάστημα σε αργία. Παρ’ όλα αυτά, είναι γνωστό πως θεολογικά-δογματικά δεν υπάρχει κανένα κώλυμα για τη χειροτονία των γυναικών, πέρα από το ζήτημα της παράδοσης.
Αν μιλήσουμε με ειλικρίνεια και αυτοκριτική διάθεση, θα πρέπει να παραδεχτούμε πως παρότι γενικά συνέβαλε στην κοινωνική ανατίμηση της γυναίκας, ο χριστιανισμός λειτούργησε συχνά ανασταλτικά στο ζήτημα της ισότητας των δύο φύλων. Δηλαδή, λειτούργησε αντιεκκλησιαστικά, κι αυτό παρά την ιδιαίτερη θέση που επιφυλάσσει στην Παναγία, ως γοργοεπήκοο αλλά και ως άλλοθι.
Ο Μ. Μπέγζος το έχει εκφράσει πολύ ωραία: «Η καθημερινότητά μας είναι αντιφεμινιστική, ενώ η ορθόδοξη παράδοση είναι μητριαρχική, δηλαδή φεμινιστική». Μέχρι να κατανοήσουμε ότι, πέρα από ανθρωπομορφισμούς, το θείο είναι άφυλο ή ανδρόγυνο («She is black», έλεγαν τον Μάη του ʼ68), η ραγδαία αναπτυσσόμενη φεμινιστική θεολογία θα προσπαθεί να μας δείξει ότι δεν υπάρχει μόνο «his-tory» αλλά και «her-story» του χριστιανισμού.
Ο κ. Δημήτρης Αγγελής είναι ποιητής, διευθυντής του περιοδικού «Φρέαρ». Εργάζεται στα Εκπαιδευτήρια Γείτονα.
Ρηχή Εύα, άμωμη Μαρία
Των Φράνσις Γκιζ και Τζόζεφ Γκιζ
Πολλά έχουν γραφτεί για τη μεσαιωνική αμφιθυμία που εξύψωνε τη γυναίκα αλλά και ταυτόχρονα τη διέσυρε ως ενσάρκωση του κακού.[…] Ο μισογυνισμός των κληρικών είναι εξίσου αρχαίος με την Εκκλησία. Οχι μόνο οι ορθόδοξοι χριστιανοί αλλά και οι Στωικοί και οι Γνωστικοί αντιδρούσαν ενάντια στην υλιστική και ελευθεριακή ζωή της ανώτερης ρωμαϊκής τάξης υιοθετώντας αρνητική στάση έναντι στη γυναίκα και το σεξ.
Ο ασκητισμός τους ταίριαζε με τη χριστιανική εσχατολογία, με την πεποίθηση ότι η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού επέκειτο. «Ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν» προειδοποιούσε ο Απόστολος Παύλος. «Ο κόσμος είναι πλήρης» έγραφε ο Τερτυλλιανός έναν αιώνα αργότερα, προσθέτοντας σε γλώσσα που προοικονομούσε τους σημερινούς υπέρμαχους της μηδενικής ανάπτυξης, «τα στοιχεία μόλις και μας αρκούν.
Οι ανάγκες μας είναι πιεστικές. Λοιμοί, πείνα, πόλεμοι και η κατάλυση των πόλεων είναι πράγματι θεραπείες, ένα είδος κλαδέματος κατά της ανάπτυξης του ανθρώπινου είδους». […] Στην προτίμηση του Παύλου για αγαμία («θέλω γαρ πάντας ανθρώπους είναι ως και εμαυτόν», «καλόν ανθρώπω γυναικός μη άπτεσθαι») και στην απαίτησή του για γυναικεία υποταγή («αι γυναίκες τοις ιδίοις ανδράσιν υποτάσσεσθε ως τω Κυρίω»), ο Τερτυλλιάνος πρόσθετε προσβολές: «Δεν γνωρίζεις ότι είσαι η Εύα; […] Είσαι η πύλη του διαβόλου, εκείνη που πρόδωσε στο δέντρο, που πρώτη εγκατέλειψε τον νόμο του Θεού· […] εξαιτίας του θανάτου που σου άξιζε ακόμη και ο Υιός του Θεού χρειάστηκε να πεθάνει».
Ωστόσο, ακόμη και αυτός ο φοβερός μισογύνης πρέπει να λαμβάνεται με μια πρέζα ζάχαρη. Οπως πολλοί άνθρωποι της Εκκλησίας, ο Τερτυλλιανός ήταν παντρεμένος και αναφερόταν στη σύζυγό του ως «η αγαπημένη μου σύντροφος στην υπηρεσία του Κυρίου». Παρόμοιες διατριβές κατά των γυναικών εύκολα μπορεί να βρει κανείς σε γραπτά κληρικών του Μεσαίωνα. Ενας συγγραφέας της εποχής αντιγράφει από τον Μαρβόδο, επίσκοπο της Ρεν κατά τον 11ο αιώνα: «Από τα αναρίθμητα τεχνάσματα που ο πανούργος εχθρός [ο Διάβολος] μας ετοιμάζει […] το χειρότερο […] είναι η γυναίκα, λυπηρός βλαστός, κακιά ρίζα, μοχθηρή πηγή […], μέλι και δηλητήριο».
Ο ίδιος συγγραφέας παραθέτει τον Σαλιμβένο της Πάρμας, συντάκτη ενός χρονικού του 13ου αιώνα: «Γυναίκα, λάσπη λαμπερή, ρόδο βρωμερό, δηλητήριο γλυκό […], όπλο του διαβόλου, έξωση από τον Παράδεισο, μητέρα της ενοχής». Παρόμοιες εκφράσεις που συνήθως παρατίθενται για να δείξουν την προκατάληψη της Εκκλησίας είναι παραπλανητικές. Το χωρίο του Μαρβόδου αντλείται από ένα τμήμα του Liber Decern Capitulorum του το οποίο τιτλοφορείται «De Meretrice» (Περί της πόρνης). Στο ίδιο ποιητικό έργο, υπό τον τίτλο «Περί της δεσποίνης», μιλά πολύ διαφορετικά: «Από όλα τα αγαθά που ο Θεός έδωσε προς χρήση των ανθρώπων κανένα δεν είναι ομορφότερο ή καλύτερο από την καλή γυναίκα».
[…]
Οπως πολλά άλλα πολιτικά σώματα πριν και μετά από αυτήν, η μεσαιωνική Εκκλησία προσάρμοζε την έκφραση της ιδεολογίας της στα συστατικά στοιχεία που την αποτελούσαν. Οι μοναχοί που είχαν λάβει όρκο αγνότητας διήγαν διά βίου αγώνα προκειμένου να τον τηρήσουν και χρειάζονταν κάθε δυνατή ενθάρρυνση. Για ένα πιο γενικό κοινό, ο τόνος μπορούσε να παραμένει επικριτικός, σε άλλη όμως απόχρωση. Οι εύπορες γυναίκες επιπλήττονταν για τις υπερβολές στην ένδυση, τη μόδα, τα κοσμήματα, όπως και για την επιπολαιότητά τους.
[…]
Περισσότερο ακόμη διέφερε η γλώσσα όταν το ακροατήριο αποτελούνταν αποκλειστικά από γυναίκες. Το Ad omnes mulieres (Προς απάσας τας γυναίκας), κείμενο που χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα από τους ιεροκήρυκες του Μεσαίωνα και γράφτηκε από τον Γενικό Μάγιστρο των Δομινικανών Ιμπέρ ντε Ρομάν τον 13ο αιώνα, επισημαίνει: «Ας σημειωθεί ότι ο Θεός παραχώρησε στις γυναίκες πολλά προνόμια, όχι μόνο επί των άλλων έμβιων όντων αλλά και επί του άνδρα και αυτό α) εκ φύσεως, β) διά της χάριτος, γ) διά της δόξας».
[…]
Ακόμη και ο Τερτυλλιανός διόρθωνε τη γλώσσα του όταν απευθυνόταν σε γυναικείο κοινό, επιπλήττοντάς τες για τη χρήση ψιμυθίων, αποκαλώντας τες όμως «θεραπαινίδες του ζώντος Θεού, συντρόφισσές μου και αδελφές μου». Στα δύο αντίθετα άκρα των ρητορικών της αναγκών η Εκκλησία βρήκε δύο τέλεια σύμβολα: τη ρηχή Εύα, ενσάρκωση του πειρασμού, και την άμωμη Παρθένο Μαρία. Η πρόσληψη των γυναικών από τους εκπροσώπους της μεσαιωνικής Εκκλησίας δεν διέφερε ιδιαίτερα από εκείνη των λαϊκών: οι γυναίκες ορθώς εξαρτώνταν από τους άνδρες γιατί ήταν ευάλωτες φυσικά και ηθικά και η κρίση τους ήταν λειψή. Είχαν όμως δική τους προσωπικότητα, χωριστή από του άνδρα τους […], τις δικές τους ψυχές, δικαιώματα και καθήκοντα.
Η Φράνσις Γκιζ (1915-2013) και ο Τζόζεφ Γκιζ (1916-2006) ήταν αμερικανοί ιστορικοί και συγγραφείς. Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο τους «Women in the Middle Ages» (εκδ. Harper Perennial, 2018).
