Στο Μπουένος Άιρες στα τέλη της δεκαετίας του ‘40, σε μια γειτονιά όπου τα μπαλκόνια ήταν προεκτάσεις της ψυχής των σπιτιών, ο δωδεκάχρονος Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο ερωτεύεται μια συνομήλική του. Όχι με τον τρόπο που ερωτεύονται οι ενήλικες — αλλά με την καθαρότητα και την ανυπομονησία ενός παιδιού που αναγνωρίζει για πρώτη φορά ότι η καρδιά μπορεί να χτυπά για κάποιον έξω από την οικογένεια.
Την έλεγαν Αμαλία Νταμόντε. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά, πλεγμένα σε κοτσίδες όπως ήταν τότε της μόδας. Για τον Χόρχε η Αμαλία έγινε το αντικείμενο του πρώτου του παιδικού έρωτα.
Της έγραψε ένα γράμμα στο οποίο της ζητούσε να τον παντρευτεί. «Αν δεν σε παντρευτώ, θα γίνω ιερέας» . Η Αμαλία έχει αναφέρει ότι η επιστολή συνοδευόταν από ένα σκίτσο ενός μικρού λευκού σπιτιού με κόκκινη σκεπή, με την επιγραφή: «Αυτό είναι το σπίτι που θα αγοράσω όταν παντρευτούμε».
«Ευτυχώς για αυτόν, είπα όχι», θα σχολίαζε χρόνια αργότερα η Αμαλία.