Η εμπειρία της συνέντευξης για το ΒΗΜΑ/GRACE με τον Γιώργο Ζώη θα έλεγα ότι μοιράστηκε σε τρεις «πράξεις». Όλα ξεκίνησαν όταν πρωτοάνοιξαν τα φώτα στον «Μικρόκοσμο» και ο ίδιος, ως σκηνοθέτης της ταινίας «ΑΡΚΑΝΤΙΑ» την οποία είχαμε μόλις παρακολουθήσει με κομμένη την ανάσα κι αναστατωμένη την καρδιά, ανέλαβε να μας ξεδιαλύνει όλα τα μυστήρια που είδαμε για περίπου μιάμιση ώρα να εκτυλίσσονται ενώπιόν μας στη μεγάλη οθόνη, σε αυτό το ατμοσφαιρικό - και κάπως μεταφυσικό – φιλμ, με πρωταγωνιστές τους μοναδικούς στο είδος τους, Βαγγέλη Μουρίκη και Αγγελική Παπούλια.
Μέχρι να τον συναντήσω μερικές ημέρες μετά στο εσωτερικό των κινηματογράφων «ΑΤΤΙΚΟΝ και ΑΠΟΛΛΩΝ» (το οποίο παραμένει συγκινητικά άθικτο), είχα σίγουρα πει σε όποιον βρήκα μπροστά μου, σε πραγματικό περιβάλλον ή και μέσα από τα «σόσιαλ», πως θα πρέπει οπωσδήποτε να δει την ταινία ενώ ταυτόχρονα ξυπνούσα και κοιμόμουν με τη μουσική της ταινίας (κυρίως τον «Βασιλιά της Σκόνης» του Παύλου Παυλίδη και το «Άσε με να φύγω» της Αλέκας Κανελλίδου) η οποία είχε πλέον ένα εντελώς άλλο, «αντίστροφο» νόημα που μόνο οι «μυημένοι», δηλαδή οι θεατές του «ΑΡΚΑΝΤΙΑ», μπορούν να αντιληφθούν. Για να μην αναφερθώ στο τι είχε συμβεί στο εσωτερικό μου σύμπαν όσον αφορά τα «φαντάσματα» της ζωής μου και τον τρόπο που άρχισα, για πρώτη φορά, να τα βλέπω. Κι ύστερα ήρθε η δεύτερη «πράξη», που ξεκίνησε με την είσοδό μας, για τις ανάγκες της φωτογράφισης, στο ολοζώντανο εσωτερικό του «ΑΤΤΙΚΟΝ και ΑΠΟΛΛΩΝ» στη Σταδίου, το σινεμά – φάντασμα όπως θα έλεγε ο ίδιος αργότερα, κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα για το «ΑΡΚΑΝΤΙΑ»; Κάποια στιγμή, στο μυαλό μου συνέδεσα την απώλεια μιας αγάπης με τη δημιουργία ενός φαντάσματος. Σε προσωπικό επίπεδο. Είναι αυτό που ξυπνάς το πρωί και φτιάχνεις δύο ποτήρια τσάι, ας πούμε. Ή βλέπεις τον άλλο μέσα στο πλήθος.
Ατέλειωτες νύχτες μέσα στις εμβληματικές κινηματογραφικές του αίθουσες και αμέτρητα στιγμιότυπα στο πεζοδρόμιο έξω από την κεντρική του είσοδο πέρασαν σαν «φλας μπακ» μπροστά από τα μάτια μας όσο η οικογένεια Τσακαλάκη που διαχειρίζεται πλέον τον ιστορικό, αθηναϊκό κινηματογράφο μας ξεναγούσε στους άριστα συντηρημένους χώρους του. Τελευταία «πράξη» η ίδια η συζήτηση με τον Γιώργο Ζώη «Σε πρώτο Ενικό» σε ένα πολύ μικρό καφέ - μπαρ στην Ομήρου, όπου μου εξήγησε λίγο καλύτερα τι παίζει με τη φάση του. Αυτό που κατάλαβα ευθύς εξαρχής – σε μια συζήτηση που σε πολλά σημεία άγγιζε τα όρια της ψυχανάλυσης – είναι πως η διαχείριση της απώλειας (που είναι και το κεντρικό θέμα του «ΑΡΚΑΝΤΙΑ») τον είχε απασχολήσει από μικρό παιδί. Και τότε που έχασε ως παιδί μια μεγάλη ελιά που υπήρχε στη «φοβερή αλάνα» δίπλα στο σπίτι του στην Κηπούπολη, όπου, όπως μου είπε, πήγε και έκαψε στον «κρατήρα» της τρύπας που δημιουργήθηκε στο έδαφος «τα παιδικά του όνειρα». Αλλά και αργότερα, όταν το 1991 βίωσε από πρώτο χέρι στο σπίτι έναν «πλανητικό θάνατο» με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και τον πατέρα του που ήταν ΚΚΕ και έβλεπε τα σχετικά, τηλεοπτικά πλάνα απαρηγόρητος περιμένοντας την «αντεπανάσταση» που, όμως, δεν ήρθε ποτέ.
Να σας πω επίσης – εν είδει σπόιλερ – πως κάποια μέρα ο Γιώργος Ζώης, έχοντας ζήσει τον Δεκέμβρη του 2008 για 32 μέρες στον δρόμο, καθώς τη στιγμή της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου βρισκόταν σε μια συναυλία στο An Club κι ήταν ανάμεσα στους 50 που έστησαν τα πρώτα οδοφράγματα, ίσως κάνει μια ταινία για αυτό. Και να σας πω και ότι ως απόφοιτος της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικων Επιστημών του Πολυτεχνείου, είναι εξαιρετικά πιθανό μια μέρα να ανακαλύψει μια νέα θεωρία που επεξεργάζεται εδώ και καιρό, όπου στην εξίσωση του χώρου και του χρόνου εισάγεται για πρώτη φορά και ο «παράγοντας» της αγάπης, που κατά τον ίδιο καμπυλώνει τον χωροχρόνο. Τέλος, να σας ομολογήσω ότι ο στόχος μου με αυτή τη συνέντευξη είναι ξεκάθαρος: θέλω να σας πείσω να πάτε σε έναν κινηματογράφο (Έλλη, Ελιζέ, Μικρόκοσμο ή Ζέα Digital Cinema) να δείτε το «ΑΡΚΑΝΤΙΑ».
