ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Το φάντασμα της αποικιοκρατίας στη Νέα Ζηλανδία: Όταν το «χάκα» γίνεται έγκλημα

Το φάντασμα της αποικιοκρατίας στη Νέα Ζηλανδία: Όταν το «χάκα» γίνεται έγκλημα 1
Hagen Hopkins/Getty Images

Η αποικιοκρατία δεν πέθανε. Έμαθε να φορά κοστούμι και να πλασάρεται ως «ανάπτυξη», «ασφάλεια», ή «πολιτισμένος διάλογος». Όταν όμως ένας χορός αντιμετωπίζεται ως απειλή κι όχι ως φωνή ιστορικής δικαιοσύνης, καταλαβαίνουμε πως η ιδεολογία της εξακολουθεί να ζει και να αναπνέει, απλώς με διαφορετική μάσκα.

ΑΠΟ ΣΙΝΤΥ ΧΑΤΖΗ

Σε μια χώρα που η ίδια της η ύπαρξη βασίζεται σε μια συνθήκη – τη Συνθήκη του Waitangi του 1840 – το να τιμωρείς Μαορί βουλευτές επειδή εκτέλεσαν τον πολεμικό χορό των προγόνων τους στο εθνικό κοινοβούλιο δεν είναι απλώς ειρωνικό. Είναι πολιτικό. Είναι αποικιοκρατικό. Και είναι βαθιά σύγχρονο.

Τρεις βουλευτές του Κόμματος των Μαορί στη Νέα Ζηλανδία η Hana-Rawhiti Maipi-Clarke, ο Rawiri Waititi και η Debbie Ngarewa-Packer – τέθηκαν σε διαθεσιμότητα για την εκτέλεση του χάκα εντός του κοινοβουλίου, στο πλαίσιο μιας έντονης διαμαρτυρίας που στόχευε στην υπεράσπιση των Μαορί δικαιωμάτων. Το περιστατικό, που καταγράφηκε σε βίντεο και διαδόθηκε ευρέως στα social media, έγινε σημείο τριβής: μια πολιτισμική έκφραση που κατανοήθηκε ως "εκφοβισμός", μια πράξη αντίστασης που τιμωρήθηκε ως αταξία.

Αλλά τι είναι το χάκα; Και γιατί η τιμωρία του μας αφορά βαθύτερα απ’ ό,τι φαντάζει εκ πρώτης όψεως;

Τι είναι το χάκα και γιατί φοβίζει την εξουσία

Το χάκα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια «χορογραφία». Είναι ένας πολεμικός χορός των Μαορί, ηχηρός, τελετουργικός, συχνά εκτελούμενος σε συλλογικότητα. Οι δυνατές φωνές, τα χτυπήματα στο στήθος, οι έντονες εκφράσεις και οι κραυγές δεν είναι θέαμα. Είναι πολιτισμική γλώσσα. Είναι σώμα που αρθρώνει λόγο. Είναι επίκληση στους προγόνους και υπενθύμιση ότι οι Μαορί ήταν (και παραμένουν) ένας κυρίαρχος λαός με δική του παράδοση, νόμους, θεσμούς και κοσμοαντίληψη.

Η χρήση του χάκα από τους τρεις Μαορί βουλευτές δεν ήταν μια πράξη πολιτιστικής κληρονομιάς. Ήταν πολιτική δήλωση εθνικής ταυτότητας, ένα δημόσιο ritual ενάντια στην απόπειρα αλλοίωσης ή παραχάραξης της Συνθήκης του Waitangi – του ιδρυτικού, αν και εξαιρετικά αμφιλεγόμενου, εγγράφου της νεοζηλανδικής κρατικής οντότητας. Το γεγονός ότι η απάντηση ήταν η τιμωρία τους αποκαλύπτει το εξής απλό και ζοφερό: η πολιτισμική έκφραση των ιθαγενών γίνεται απειλή μόνο όταν δεν συμμορφώνεται με την αποικιακή ευγένεια.

Η Συνθήκη του Waitangi, υπογεγραμμένη το 1840 μεταξύ του Βρετανικού Στέμματος και δεκάδων φυλών Μαορί (iwi), θεωρείται το ιδρυτικό έγγραφο της σύγχρονης Νέας Ζηλανδίας. Υποτίθεται ότι επρόκειτο να κατοχυρώσει την ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ αποίκων και αυτοχθόνων, διασφαλίζοντας τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των Μαορί επί των γαιών τους, ενώ ταυτόχρονα αναγνώριζε τη βρετανική κυριαρχία.

Ωστόσο, η ίδια η συνθήκη υπογράφηκε σε δύο εκδοχές: μία στα αγγλικά και μία στη γλώσσα Te Reo Māori, οι οποίες παρουσιάζουν θεμελιώδεις ασυμφωνίες. Στην αγγλική εκδοχή, οι Μαορί φέρονται να παραχωρούν την κυριαρχία τους στο Στέμμα· στην αντίστοιχη Μαορί εκδοχή όμως, η λέξη που χρησιμοποιείται (kawanatanga), αποδίδεται μάλλον ως «διακυβέρνηση» και όχι ως πλήρης παραχώρηση εξουσίας. Οι Μαορί υπέγραψαν δηλαδή πιστεύοντας ότι παραχωρούν έναν τύπο διοίκησης, χωρίς να εκχωρούν την κυριαρχία επί των εδαφών ή των θεσμών τους.

Αυτή η γλωσσική και εννοιολογική ασυμμετρία βρίσκεται στην καρδιά των μεταγενέστερων συγκρούσεων. Η Συνθήκη χρησιμοποιήθηκε από το βρετανικό κράτος ως νομιμοποιητικό εργαλείο για τον αποικισμό, παρά τις υποσχέσεις προστασίας των γαιών και της αυτονομίας των Μαορί. Μετά την υπογραφή της, ακολούθησαν μαζικές καταπατήσεις εδαφών, ένοπλες συγκρούσεις και πολιτικές αφομοίωσης, υπονομεύοντας πλήρως το πνεύμα της συμφωνίας.

Σήμερα, η Συνθήκη του Waitangi εξακολουθεί να αποτελεί πεδίο νομικών, πολιτικών και ηθικών διαφωνιών, καθώς η ερμηνεία και εφαρμογή της επιστρατεύεται τόσο για να διεκδικηθούν δικαιώματα όσο και για να σιγήσουν οι φωνές που ζητούν απολογισμό και αποαποικιοποίηση.

Η νεοαποικιοκρατία ως κανονικότητα

Το περιστατικό θα μπορούσε να διαβαστεί ως μεμονωμένο, αν δεν ήταν τόσο συστημικό. Η Νέα Ζηλανδία είναι μία από τις πολλές πρώην βρετανικές αποικίες που δεν έχουν απο-αποικιοποιηθεί ουσιαστικά, παρά την επίφαση ισότητας. Η γη των Μαορί υφαρπάχθηκε. Οι γλώσσες τους φιμώθηκαν επί δεκαετίες. Η ιστορία τους ξαναγράφτηκε από αποικιοκεντρική οπτική. Κι όταν σήμερα ζητούν αναγνώριση, σεβασμό και κυριαρχία – όχι προνόμια, αλλά δικαιώματα – θεωρούνται «εξτρεμιστές», όπως δήλωσε ο Υπουργός Εξωτερικών Winston Peters.

Αυτό που συνέβη στο Κοινοβούλιο δεν είναι «παράβαση του κανονισμού». Είναι μια νεοαποικιοκρατική αντανακλαστική πράξη ελέγχου. Είναι η απόδειξη ότι η λευκή εξουσία – ακόμα κι όταν φοράει τη μάσκα της προόδου – συνεχίζει να τρομάζει μπροστά στην αυθεντική, ακατέργαστη, μη-δυτική έκφραση. Δεν έχει σημασία αν το χάκα είναι αναγνωρισμένο διεθνώς, αν ενσωματώνεται σε αθλητικά events, ή αν διδάσκεται στα σχολεία. Όταν χρησιμοποιείται ως πολιτικό εργαλείο διεκδίκησης, θεωρείται απειλή προς την τάξη πραγμάτων.

Από την αποικιοκρατία στην “πολιτισμική δημοκρατία”: μια ψευδαίσθηση;

Η Νέα Ζηλανδία αγαπά να διαφημίζεται ως «παγκόσμιο πρότυπο φυλετικής συμφιλίωσης». Πράγματι, έχει αναγνωρίσει τη μαορί γλώσσα ως επίσημη, έχει ενσωματώσει τελετές και παραδόσεις σε κρατικά πρωτόκολλα και έχει Μαορί βουλευτές στο Κοινοβούλιο. Αλλά η περίπτωση του χάκα καταδεικνύει το όριο αυτής της ενσωμάτωσης: επιτρέπεται η Μαορί ταυτότητα μόνο εφόσον παραμένει ακίνδυνη, διακοσμητική, πολιτικά αδρανής.

Ο όρος νεοαποικιοκρατία δεν αναφέρεται πια μόνο σε ξένες στρατιωτικές επεμβάσεις ή οικονομική εξάρτηση. Αναφέρεται και σε αυτήν την υποδόρια, εκλεπτυσμένη μορφή πολιτισμικού ελέγχου: όταν η εξουσία επιβάλλει ποιο κομμάτι της ταυτότητάς σου είναι αποδεκτό και ποιο όχι. Όταν η αντίσταση βαφτίζεται "απειλή". Όταν τα εργαλεία σου – η γλώσσα, ο χορός, το σώμα σου – θεωρούνται εμπρηστικά επειδή δεν απολογούνται.

Το χάκα ως πράξη ανάκτησης της κυριαρχίας

Το ότι το βίντεο έγινε viral δεν είναι μόνο προϊόν του θεάματος. Είναι αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας ανάγκης για ριζοσπαστική φωνή, για εναλλακτικές αφηγήσεις πέρα από τις δυτικές μητροπόλεις. Οι Μαορί βουλευτές υπενθύμισαν, με τα σώματά τους ως μέσα έκφρασης, ότι η ιστορία δεν έχει τελειώσει. Και ότι οι φωνές που θεωρήθηκαν περιθώριο, μπορούν να μπουν στο κέντρο της πολιτικής σκηνής – ακόμη και αν αυτό σημαίνει να τις πετάξουν προσωρινά έξω.

Η Maipi-Clarke, δακρυσμένη, δήλωσε: «Δεν θα σωπάσουμε ποτέ και δεν θα εξαφανιστούμε ποτέ». Δεν είναι απλώς προσωπική δήλωση. Είναι πολιτική διακήρυξη ύπαρξης. Μια επιτέλεση ταυτότητας που δεν ζητά άδεια, αλλά απαιτεί χώρο. Και αν κάτι μάθαμε από το επεισόδιο αυτό, είναι πως η ύπαρξη των ιθαγενών στο προσκήνιο δεν είναι ανεκτή όταν συνοδεύεται από διεκδίκηση.

Το παρόν δεν είναι μετα-αποικιακό. Είναι ακόμα αποικιακό

Η υπόθεση του χάκα στο κοινοβούλιο της Νέας Ζηλανδίας είναι μια μικρογραφία του πώς λειτουργεί η σύγχρονη αποικιοκρατία (στην Παλαιστίνη, στο Πουέρτο Ρίκο, στη Χαβάη). Με θεσμικά εργαλεία, με φαινομενική ουδετερότητα, με την ψευδαίσθηση της δημοκρατίας και της ελευθερίας λόγου – αρκεί αυτός ο λόγος να μη φωνάζει πολύ, να μη χορεύει, να μη συγκλονίζει.

Αλλά οι απόγονοι των αποικιοκρατούμενων δεν ζητούν πια χώρο. Τον παίρνουν. Με τις κραυγές τους. Με τα τραγούδια τους. Με το χάκα.

Και κάπου εκεί, η ιστορία τρίζει. Γιατί το σύστημα που στηρίχτηκε στη σιωπή, στην ευγένεια και στον συμβιβασμό, αρχίζει να ραγίζει μπροστά στην ασυμβίβαστη παρουσία αυτών που για αιώνες προσπαθούσε να εξαφανίσει.

Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν ήταν απλώς ένας χορός στη Βουλή. Ήταν μια πράξη εξέγερσης. Και δεν τιμωρήθηκαν επειδή παραβίασαν τον κανονισμό αλλά επειδή τον αμφισβήτησαν.

Φυσικά, η Νέα Ζηλανδία δεν είναι μοναδική περίπτωση. Οι νέες μορφές αποικιοκρατίας δεν φορούν πια κόκκινα παλτά και περικεφαλαίες – εμφανίζονται με γραβάτες, θεσμική γλώσσα και "λογικές" ποινές που επιχειρούν να πειθαρχήσουν τη μνήμη και την ταυτότητα. Αυτό που συνέβη στους τρεις βουλευτές των Μαορί αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης τάσης, όπου η αποαποικιοποίηση εμποδίζεται ενεργά από τον κρατικό μηχανισμό μέσω της καταστολής πολιτισμικών εκφράσεων και της εξουδετέρωσης των ριζοσπαστικών φωνών.

Τέτοια παραδείγματα αφανισμού και πειθαρχίας της αντίστασης εντοπίζονται και αλλού. Στο Πουέρτο Ρίκο, μια αποικία των ΗΠΑ με το προσωπείο της «ελεύθερης σύνδεσης», οι ντόπιες κοινότητες παλεύουν με τις συνέπειες της οικονομικής αποδιάρθρωσης και του μεταμοντέρνου ξεπουλήματος των εδαφών τους σε Αμερικανούς επενδυτές.

Στη Χαβάη, η γη ιερού χαρακτήρα μετατρέπεται σε τουριστικό προϊόν, και οι ντόπιοι διώκονται όταν διαδηλώνουν ενάντια στην κατασκευή γιγαντιαίων τηλεσκοπίων στα ιερά τους βουνά. Και στην Παλαιστίνη (ίσως το πιο χαρακτηριστικό σύγχρονο παράδειγμα μιας αποικιοκρατικής πραγματικότητας με το ένδυμα του «εθνικού συμφέροντος»), βλέπουμε την εθνοκάθαρση και την υλική εξαφάνιση ενός ολόκληρου λαού να προβάλλεται ως «αυτοάμυνα».

Η αποικιοκρατία δεν πέθανε. Έμαθε να φορά κοστούμι, να μιλά τη γλώσσα της νομιμότητας, και να πλασάρεται ως «ανάπτυξη», «ασφάλεια», ή «πολιτισμένος διάλογος». Όταν όμως ένας πολεμικός χορός αντιμετωπίζεται ως απειλή και όχι ως φωνή ιστορικής δικαιοσύνης, καταλαβαίνουμε πως η ιδεολογία της εξακολουθεί να ζει και να αναπνέει, απλώς με διαφορετική μάσκα.

ΑΠΟΡΡΗΤΟ