(Για την Αναστασία Κοτανίδου)
«Βρέθηκα στην ανάγκη να βάλω το νοσοκομείο του Δον Χουάν Ταβέρα με τη μορφή μοντέλου, γιατί όχι μόνο ερχότανε να σκεπάσει την πύλη του Βισάγκρα, αλλά και ο θόλος του ανέβαινε με τρόπο που ξεπερνούσε την πόλη· κι έτσι μια που το ’βαλα σα μοντέλο και το μετακίνησα από τον τόπο του, μου φαίνεται προτιμότερο να δείξω την πρόσοψή του παρά τις άλλες του μεριές. Όσο για τη θέση του μέσα στην πόλη, φαίνεται στο χάρτη». (Δομήνικος Θεοτοκόπουλος)
Αποφασισμένος ο Σεφέρης, με τη δεύτερη συλλογή του Η στέρνα (1932), να μετακινήσει από την θέση της την ποίηση της εποχής του και να δείξει «την πρόσοψη» και όχι «τις άλλες της μεριές», όπως μυστικά του λέει ο Θεοτοκόπουλος και επιπλέον, να αποφανθεί κι αυτός ότι η θέση της ποίησης φαίνεται στο χάρτη, με το μότο που επιλέγει για τη στέρνα του, δείχνει περισσότερο από την πραγματικότητα το «πραγματικό». Εγώ δεν μπόρεσα να μετακινήσω τον βράχο του πραγματικού.
Εδώ και πενήντα χρόνια, κάθε πρωί που ανοίγω το παράθυρο, το βλέπω μπροστά μου. Άλλοτε σαν υπερωκεάνιο με αναπεπταμένες τις σημαίες, άλλοτε σαν ένα πεντάγωνο της υγείας. Είναι ο Ευαγγελισμός, το δικό μου νοσοκομείο του Δον Χουάν Ταβέρα στην Αθήνα. Είναι όμως και η στέρνα που «ριζώνει εδώ στο χώμα και διδάσκει τη σιγή μέσα στην πολιτεία τη φλογισμένη» (Σεφέρης). Είναι το μεγάλο λαϊκό νοσοκομείο του ζεύγματος ζωή-θάνατος που κανείς μας δεν θα το αποφύγει. Σε έναν από τους θαλάμους του ο Ελύτης μύρισε τον άοσμο θάνατο και είδε «μια ξαφνική αντανάκλαση φωτός/Ύστερα πάλι οι τροχοί από τ’ αμαξίδια/Κι η παλιά λιθογραφία με την εικόνα/Του Ευαγγελισμού όπως φαίνεται μες απ’ τον καθρέφτη».
Στην εντατική του έφυγε ο Σεφέρης και, όπως καταθέτει στο Νυχτολόγιο ο Σινόπουλος «στα υπόγεια του Ευαγγελισμού, στο θάλαμο εντατικής παρακολούθησης αφού πάλεψε με το χάρο κοντά δύο μήνες». Και παρακάτω γράφει: «τον είχαν ξαπλωμένο σε ένα φορείο με ορούς, τ’ άσπρο σεντόνι γανιασμένο απ’ τα πλυντήρια τον μισοσκέπαζε. Είχε κλειστά τα μάτια, μήτε άκουγε, άσπρος, λιγάκι γκρίζος, το μούτρο σουρωμένο και σκοτεινό, ένα φάντασμα του Σεφέρη, ένα πτώμα ακόμα ζωντανό».
Είχα να πάω πολλά χρόνια στον Ευαγγελισμό. Από τότε που έφυγε στα είκοσι τρία του ο Άλκης και που «ακούστηκε» ο θάνατός του από το αξέχαστο τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου. Ήμασταν όλοι εκεί.
Βρέθηκα ξανά το περασμένο Σάββατο στην νέα εντατική -για άλλους λόγους από αυτούς που συνήθως οι άνθρωποι μπαίνουν στις εντατικές. Και είδα το θαύμα. Τον κόπο πολλών ανθρώπων, που ξεκίνησε προ πολλών ετών ο Χαράλαμπος Ρούσσος και που τελειοποίησε η καθηγήτρια Αναστασία Κοτανίδου. Την είχα ακουστά για το έργο της, για την θέση υπουργού Υγείας που τιμητικά κατέλαβε για δύο μήνες στην προσωρινή κυβέρνηση του Ιωάννη Σαρμά. Τη θυμάμαι νέα, στην ομάδα του Ρούσσου, στο γραφείο του παλαιού κτιρίου, πόσο γλυκιά και ευγενική υπήρξε με τον πόνο και τη φτώχια.
Αυτή η γυναίκα, μονολόγησα, δεν κατακτά μόνο την αριστεία αλλά και την ανθρωπιά. Δεν θεραπεύει μόνο τα σώματα αλλά και τις ψυχές με μια δική της ψυχή-ιατρική που σπάνια τη συναντάς στις μέρες μας. Ε λοιπόν, και η Αναστασία μετακίνησε σαν τον Γκρέκο, από τη θέση του τον Ευαγγελισμό όχι προς την αποστειρωμένη νοσοκομειακή τάξη των ιδιωτικών αλλά προς αυτό που προτιμησε ο Θεοτοκόπουλος για το νοσοκομείο-μοντέλο που ζωγράφισε παριστάνοντας το Τολέδο: την πρόσοψη, έναν τρόπο ύπαρξης του προσώπου που στρέφει την όψη του προς τους άλλους.
