Αρκετά…

Δεν χρειάζεται κανείς να ζει μόνιμα στην Κρήτη για να εμπεδώσει ότι οι υποδομές του νησιού δεν έχουν σχεδιαστεί για να αντέξουν μαζικές αφίξεις. Φυσικά, αυτό ισχύει για κάθε γωνιά της χώρας από τα Ιωάννινα και τον Έβρο μέχρι το Καστελόριζο και τα Επτάνησα

Αρκετά…

Η Κρήτη, το ελληνικό νησί που χάριν των Μινωικών καταβολών του έχει ταυτιστεί με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, την εγκάρδια φιλοξενία, τον πλούσιο πρωτογενή τομέα αλλά και τον ποιοτικό τουρισμό, έχει βρεθεί προσφάτως σε ένα πραγματικά πρωτόγνωρο και εξίσου κρίσιμο σταυροδρόμι.

Οι εικόνες που καταφτάνουν από τις μαζικές αφίξεις παράνομων μεταναστών ειδικά το τελευταίο 48ωρο και παρά την εντυπωσιακή μείωση των ροών αμέσως μετά την τροπολογία αναστολής παραλαβής αιτημάτων ασύλου τον Ιούλιο, καθιστούν σαφές ότι η ανωτέρω πίεση δεν είναι προσωρινή ούτε τυχαία και συγκυριακή. Αντιθέτως, τα σημάδια είναι δυσοίωνα καθότι διαφαίνεται μια δυναμική που εφόσον δεν ληφθούν περαιτέρω μέτρα είναι ικανή να επηρεάσει το μέλλον του νησιού και, κατ’ επέκταση, της χώρας.

Ο τίτλος του άρθρου «αρκετά» δεν αντίκειται στην ανθρωπιστική διάσταση του φαινομένου ούτε συνιστά στείρα άρνηση της αέναης ιστορικά μετακίνησης πληθυσμών. Είναι αντιθέτως μια κραυγή αγωνίας για τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις που δυνητικά μπορεί να λάβει το φαινόμενο καθώς και μία έκκληση υπευθυνότητας προς το σύνολο των εμπλεκομένων φορέων.

Η Κρήτη, δέκα χρόνια μετά το 2015 που σηματοδότησε την ολοκληρωτική κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού και τη δημιουργία της Φαβέλας της Μόριας και της παραγκούπολης της Ειδομένης, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί και υπό καμία συνθήκη δεν πρέπει να μετατραπεί σε μια νέα πύλη εισόδου, σε ένα δεύτερο πολύπαθο Αιγαίο.

Η Κρήτη χρωστάει εν πολλοίς τη φήμη και την κληρονομιά της στη γεωστρατηγική της θέση. Είναι η ευλογημένη αυτή θέση που διαχρονικά ανέδειξε τα προτερήματα του νησιού μετατρέποντάς το σε κομβικό εμπορικό σημείο αλλά και φάρο πολιτισμού. Ταυτόχρονα, όμως, η θέση αυτή αποτελεί και τη μόνιμη πρόκληση για τους κατοίκους της και εξαιτίας αυτής μπορεί να αποτελέσει στόχο νέων και ακόμη πιο επικίνδυνων διαδρομών διακίνησης. Αυτό, ακριβώς, δηλαδή που τείνει να συμβεί καθώς τα κυκλώματα εκμεταλλευόμενα τις συγκυρίες δοκιμάζουν νέα «μονοπάτια» προς την Ευρώπη.

Εάν παγιωθεί η εικόνα ότι η Κρήτη είναι μια εύκολη δίοδος, τότε η μετατόπιση των ροών από τον Έβρο και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου προς το νότιο μέτωπο θα γίνει πραγματικότητα όπως κάτι αντίστοιχο μπορεί να συμβεί από τους λοιπούς ευρωπαϊκούς διαδρόμους καθότι πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία. Για παράδειγμα, το 2020, 2021 και 2022 που βιώσαμε τις μικρότερες αφίξεις της δεκαετίας ως χώρα, ο κεντρικός αλλά και ο δυτικός μεσογειακός διάδρομος «έχαιραν» της προτίμησης των διακινητών προσφέροντας στους Ιταλούς και Ίβηρες γείτονές μας ένα μόνιμο «πονοκέφαλο» αφού η Λαμπεντούζα και τα Κανάρια αντιμετώπιζαν δυσανάλογο αριθμό αφίξεων.

Η εμπειρία μας από το παρελθόν, λοιπόν, είναι άκρως διαφωτιστική και τα λάθη του χθες πρέπει πάση θυσία να μετουσιωθούν σε ρεαλιστικές λύσεις για το σήμερα. Όταν πριν μια δεκαετία η Λέσβος και η Σάμος βίωναν υπέρμετρο βάρος, κανείς δεν φανταζόταν ότι οι τοπικοί καταυλισμοί και οι δομές θα εξελίσσονταν σε μόνιμο «καθεστώς». Τόσο μόνιμο που οι όποιες αφίξεις σήμερα θεωρούνται κάτι το σύνηθες, το παγιωμένο, business as usual όπως είθισται να λένε όσοι δουλεύουν στο πεδίο.

Η αρχική ανοχή και η αργοπορημένη λήψη μέτρων οδήγησαν σε καταστάσεις που μετά το πρώτο σοκ και την άρνηση, επέτρεψαν την αναντίρρητη αποδοχή μιας νοσηρής κατάστασης που δεν είναι άλλη από τη συμφιλίωση με τον τρόπο δράσης των κυκλωμάτων λαθροδιακίνησης. Πως αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί ότι είναι «ο Διακινητής, ανόητε» που αποφασίζει σήμερα ποιος θα έρθει στην Ευρώπη καθορίζοντας τον τιμοκατάλογο ανάλογα με το δρομολόγιο, το μέσο μεταφοράς και την προμήθεια των σχετικών πλαστών εγγράφων. Είναι λοιπόν εύλογο το ερώτημα: θα επαναλάβουμε τα ίδια μοιραία λάθη του 2015 στην Κρήτη;

Δεν χρειάζεται κανείς να ζει μόνιμα στην Κρήτη για να εμπεδώσει ότι οι υποδομές του νησιού δεν έχουν σχεδιαστεί για να αντέξουν μαζικές αφίξεις. Φυσικά, αυτό ισχύει για κάθε γωνιά της χώρας από τα Ιωάννινα και τον Έβρο μέχρι το Καστελόριζο και τα Επτάνησα. Οι κρατικές δομές και οι εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας δεν είναι προορισμένες για να λειτουργούν υπό την ασφυκτική πίεση χιλιάδων καθημερινά αφίξεων.

Η υγεία, η ασφάλεια, η στέγαση και οι κοινωνικές υπηρεσίες ήδη πιέζονται από τις αυξημένες ανάγκες του τοπικού πληθυσμού και του άκρατου τουρισμού. Το να προστίθεται καθημερινά σε αυτό το πλαίσιο και να σωρεύεται ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός αιτούντων άσυλο σημαίνει περαιτέρω καταπόνηση των υποδομών, επιπλέον υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών, εξάντληση των πεπερασμένων πόρων μεσούσης της έντονης κλιματικής αλλαγής που βιώνουν περιοχές της χώρας με προφανείς κινδύνους δυσλειτουργίας και παραβίασης στοιχειωδών δικαιωμάτων και ανθρώπινων συνθηκών διαβίωσης.

Στην ουσία θα πρόκειται για μια βίαιη αλλαγή του κοινωνικού κράτους που διαθέτει η χώρα και για μια ακόμα πιο βίαιη μεταβολή του παραγωγικού της μοντέλου. Εάν το όραμα κάποιων είναι ενδόμυχα η μετατροπή της Ελλάδας σε Ευρωπαϊκό Τσαντ ή Αίγυπτο, αμφότερες εκ των οποίων φιλοξενούν εκατομμύρια προσφύγων και εκτοπισμένων από το ζώνη του Σαχέλ, και αν κάποιοι ονειρεύονται τη δημιουργία υπερδομών φιλοξενίας μεταναστών στο θεσσαλικό κάμπο, στην Πίνδο και τη Μεσσηνία όπου με εκατομμύρια της ΕΕ θα συντηρούνται οι μεν και θα απασχολούνται οι εναπομείναντες ντόπιοι ως υπάλληλοι υποδοχής και σίτισης των φιλοξενουμένων είναι μια πρόταση που θα πρέπει να τεθεί ανοιχτά στο τραπέζι του διαλόγου και να κριθεί από την ελληνικό λαό.

Παράλληλα, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η αβεβαιότητα για τη σημερινή κατάσταση στην Κρήτη ήδη ξεκίνησε να γεννά φόβο και ο φόβος προκαλεί ανασφάλεια, η οποία οδηγεί συχνά σε άλογες συμπεριφορές που απειλούν την κοινωνική συνοχή και ενότητα. Η ιστορία με απλούς πολίτες που επεχείρησαν να πάρουν το νόμο στα χέρια τους είτε για να υπερασπίσουν την ασφάλεια και τα περιουσιακά τους στοιχεία είτε ως αγελοποιημένα φερέφωνα μιας ριζοσπαστικοποιημένης μάζας που ψάχνει να βρει εξιλαστήρια θύματα, έχει δείξει ότι η αίσθηση απώλειας ελέγχου είναι το πιο γόνιμο έδαφος για εντάσεις και κοινωνικό αυτοματισμό.

Φυσικά, ουδείς μπορεί να υποτιμήσει τη δυστυχία όσων φτάνουν στις ελληνικές ακτές, συχνά με μοναδικό όραμα μια καλύτερη και αξιοπρεπέστερη ζωή για τους ίδιους και τους συγγενείς τους. Η Ελλάδα έχει κυρώσει διεθνείς συνθήκες και έχει υποχρέωση να προστατεύει όσους δικαιούνται διεθνούς προστασίας. Όμως, ο ανθρωπισμός δεν μπορεί να μεταφράζεται σε απουσία κανόνων.

Αντίθετα, χρειάζεται ένα σύστημα που θα συνδυάζει σεβασμό στα δικαιώματα με αποτελεσματική διαχείριση. Η λογική του «ας περιμένουμε και βλέπουμε» της περιόδου 2015-2019 ευτυχώς δεν συνεχίστηκε. Λειτουργικές Δομές κατασκευάστηκαν, οι Υπηρεσίες στελεχώθηκαν, τα σύνορα προστατεύτηκαν και η κατάσταση συνολικά εξορθολογίστηκε με αποτέλεσμα η πρόοδος να είναι εμφανής εκεί που στο παρελθόν επικρατούσε το χάος και η κατακραυγή.

Έρχεται τώρα, όμως, η πρόκληση της Κρήτης να τεστάρει την ανθεκτικότητα ενός συστήματος που μέχρι πρόσφατα απέδιδε αλλά υπό διαφορετικές γεωγραφικές και διπλωματικές παραμέτρους. Το υπάρχον modus operandi αποδείχτηκε αποτελεσματικό στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου που γειτνιάζουν με τα μικρασιατικά παράλια και καθιστά την ενεργητική αποτροπή και προστασία των συνόρων ως μια δόκιμη επιλογή.

Επιπρόσθετα, στο ΒΑ Αιγαίο και σε διμερές επίπεδο συνομιλητής είναι η γείτονα που αν και διπλωματικά και επιχειρησιακά απρόβλεπτη, έχει το τελευταίο διάστημα αποδείξει ότι όταν επιθυμεί τη συνεργασία είναι σχετικά αξιόπιστη. Αναφορικά με την περίπτωση της Κρήτης όμως, οι ακτές της Λιβύης βρίσκονται χιλιάδες ναυτικά μίλια μακριά γεγονός που μετατρέπει την αποτροπή στα χωρικά μας ύδατα ως μια ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη στρατηγική και οι όποιες διπλωματικές προσπάθειες με το Καθεστώς του Χαφτάρ «σκοντάφτουν» σε μια σειρά από ευρύτερα θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε, τέλος, ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνη της σε αυτό το εγχείρημα. Η Κρήτη είναι σύνορο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ό,τι συμβαίνει στο νησί έχει ευρύτερες γεωπολιτικές συνέπειες. Η ΕΕ έχει επανειλημμένως δηλώσει την ανάγκη για κοινή μεταναστευτική πολιτική, όμως στην πράξη η αλληλεγγύη αποδεικνύεται ανεπαρκής. Όσοι εισέρχονται στην Κρήτη, θα παραμείνουν υπό την ευθύνη της χώρας μας για όσο βρίσκονται σε ευρωπαϊκό έδαφος και ανεξάρτητα με το εάν καταφέρουν να μετακινηθούν παράνομα σε κάποιο άλλο Κράτος Μέλος, είναι ευεπίφοροι ανά πάσα στιγμή να συλληφθούν και να επιστρέψουν στην Ελλάδα σιδηροδέσμιοι.

Ο Κανονισμός του ΔΟΥΒΛΙΝΟ καταδίκασε την Ελλάδα όχι μόνο σε παντοτινή χώρα υποδοχής αλλά και σε τόπο ενταφιασμού των ονείρων όσων θέλουν να μετακινηθούν ανά την Ευρώπη. Ως εκ τούτου αν η Ελλάδα δεν θέσει με σαφήνεια το ζήτημα και δεν απαιτήσει έμπρακτη στήριξη, η Κρήτη θα μετατραπεί σε ακόμη ένα σημείο δυσανάλογης πίεσης, χωρίς ουσιαστική ευρωπαϊκή συνδρομή.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η υφιστάμενη κατάσταση στην Κρήτη δεν μπορεί να συνεχιστεί. Όσο καθυστερούμε να οργανώσουμε μια ευέλικτη και ευπροσάρμοστη στις νέες συνθήκες πολιτική, τόσο περισσότερο διογκώνεται το πρόβλημα. Και τότε, οι συνέπειες δεν θα είναι μόνο για τους κατοίκους της Κρήτης αλλά και για τους ίδιους τους ανθρώπους που ζητούν άσυλο, οι οποίοι θα εγκλωβιστούν σε συνθήκες αναξιοπρέπειας.

Γι’ αυτό είναι απαραίτητο η κυβέρνηση πέραν των όποιων αποτελεσματικών μέτρων έχει λάβει πυροσβεστικά μέχρι τώρα και τα οποία έχουν βοηθήσει ώστε να μη μετατραπεί η Κρήτη σε Λαμπεντούζα, να αναλάβει περαιτέρω πρωτοβουλίες οριοθετώντας την κατάσταση λόγω των όσων διακυβεύονται.
Τι σημαίνει λοιπόν «αρκετά»; Σημαίνει αρκετά με τη δαιμονοποίηση οτιδήποτε αφορά την εθνική κυριαρχία και ασφάλεια συγχέοντας τον ρατσισμό με τον πραγματισμό και εξισώνοντας τη μισαλλοδοξία με τις εύλογες ανησυχίες των πολιτών για την καθημερινότητα τους. Σημαίνει αρκετά με το αφήγημα της ισοπεδωτικής και άκριτης απόπειρας ένταξης πληθυσμών και της κατάχρησης του διεθνούς δικαίου ως έμμεσου τρόπου νομιμοποίησης ατόμων που όχι μόνο δεν χρήζουν διεθνούς προστασίας, αλλά κάποιοι εξ αυτών συνιστούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Και κυρίως αρκετά με τις ανεφάρμοστες λύσεις του καναπέ και τα ανέξοδα προτεινόμενα μέτρα του πληκτρολογίου που δυστυχώς κατακλύζουν το δημόσιο διάλογο. Σημαίνει ότι έφτασε η ώρα για μια συνολική εθνική στρατηγική που θα περιλαμβάνει:

● Σαφή σχεδιασμό για την αποτροπή μετατροπής και παγίωσής της Κρήτης σε νέα πύλη εισόδου με ό,τι αυτό απαιτεί σε διπλωματικό και επιχειρησιακό επίπεδο.
● Δημιουργία υποδομών στο νησί που να ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες, χωρίς να θυσιάζεται ο κοινωνικός ιστός, διότι δίχως υποδομές η όποια διαχείριση παραμένει σχέδιο επί χάρτου και θεωρητική ακροβασία.
● Συνεργασία όλων των εμπλεκομένων Υπηρεσιών και τοπικών Φορεών, με διαφάνεια και συντονισμό χωρίς τα φαινόμενα του κατακερματισμού και της επικάλυψης αρμοδιοτήτων που συχνά παρατηρούνται μεταξύ συναρμόδιων Υπουργείων λόγω της πολυπαραγοντικότητας του φαινομένου.
● Ενεργό διεκδίκηση ευρωπαϊκής συνδρομής, όχι μόνο οικονομικής όπως συμβαίνει μέχρι τώρα αλλά μέσω ανακατανομής των ροών στην Κρήτη ακόμα και εάν χρειαστεί να έρθουμε σε ρήξη με τα κέντρα των αποφάσεων στις Βρυξέλλες.

Εν κατακλείδι, η Ελλάδα οφείλει να αποκτήσει μεταναστευτική πολιτική με μακροχρόνιο ορίζοντα, μια πολιτική που δεν θα εξαντλείται στη διαχείριση των εκάστοτε ροών ή στην αντιμετώπιση εκτάκτων περιστάσεων, αλλά θα χαράσσει μια σταθερή, συνεκτική κατεύθυνση με μετρήσιμους στόχους και σύνδεση της οικονομίας της με τις παραγωγικές ανάγκες της χώρας δίχως να θέτει σε κίνδυνο την εθνική ανεξαρτησία και την κοινωνική της συνοχή.

Ο Μάριος Καλέας είναι Διοικητής της Ελληνικής Υπηρεσίας Ασύλου και Αντιπρόεδρος του ΔΣ του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για το Άσυλο

Το παρόν άρθρο αντικατοπτρίζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος και σε καμία περίπτωση δεν εκφράζει την επίσημη πολιτική και τις διοικητικές πρακτικές του Ελληνικού Κράτους, των Ελληνικών Αρχών ή της EUAA.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version