Σαν σήμερα, στις 14 Σεπτεμβρίου 1983, γεννήθηκε στο Λονδίνο η Έιμι Γουάινχαουζ, μια από τις πιο ξεχωριστές φωνές της βρετανικής μουσικής σκηνής.
Με την ιδιαίτερη χροιά της και τη μοναδική μίξη soul, jazz και R&B, κατέκτησε το κοινό παγκοσμίως, αφήνοντας ανεξίτηλο στίγμα μέσα σε λιγότερο από μία δεκαετία καλλιτεχνικής πορείας.
Ο θάνατός της το 2011, σε ηλικία μόλις 27 ετών, σόκαρε τον κόσμο και την ενέταξε στο μυθικό «Club 27», δίπλα σε θρύλους, όπως ο Τζίμι Χέντριξ, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Τζιμ Μόρισον και ο Κερτ Κομπέιν.
Παιδικά χρόνια και πρώτα βήματα
Μετά τον θάνατο της η «The Guardian», δημοσίευσε το χρονολόγιο της ζωής της, από το 1983 έως το 2011.
Η Έιμι Τζέιντ Γουάινχαουζ γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1983 στο βόρειο Λονδίνο, σε μια εβραϊκή οικογένεια της μεσαίας τάξης. Ο πατέρας της, Μιτς, ήταν οδηγός ταξί με αγάπη στο τραγούδι, ενώ η μητέρα της, Τζάνις, εργαζόταν ως φαρμακοποιός.
Μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό της, Άλεξ, η Έιμι μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου η μουσική ήταν πανταχού παρούσα.

Πηγή: https://www.britannica.com/
Όταν ήταν 9 ετών, οι γονείς της χώρισαν, ένα γεγονός που τη σημάδεψε. Την ίδια περίοδο άρχισε να δείχνει έντονο ενδιαφέρον για τις τέχνες.
Από μικρή ανέπτυξε ένα πολυσχιδές μουσικό γούστο. Η δισκοθήκη των γονιών της ήταν γεμάτη με άλμπουμ της Ντάινα Ουάσιγκτον, της Ελα Φιτζέραλντ και του Φρανκ Σινάτρα, , ενώ η ίδια έβρισκε γοητεία στο ατίθασο πνεύμα συγκροτημάτων όπως οι TLC και οι Salt-N-Pepa.
Ξεκίνησε να φοιτά στη Susi Earnshaw Theatre School και στη συνέχεια γράφτηκε στη διάσημη Sylvia Young Theatre School. Εκεί λέγεται ότι αποβλήθηκε λόγω ενός «απαγορευμένου» σκουλαρικιού στη μύτη – μια ιστορία που ο ίδιος ο ιδρυτής της σχολής, Sylvia Young, αργότερα διέψευσε, αλλά που έμεινε να τροφοδοτεί τον μύθο της ως ανήσυχου πνεύματος.
Ακολούθησε η φοίτηση στη BRIT School for Performing Arts, όπου ξεχώρισε τόσο για την υποκριτική όσο και για τις φωνητικές της ικανότητες.
Στα 16 της χρόνια ήδη εμφανιζόταν με μικρά τζαζ συγκροτήματα στο Λονδίνο, κάνοντας τα πρώτα της βήματα σε μια πορεία που σύντομα θα την οδηγούσε στη διεθνή σκηνή.
Το ντεμπούτο
Το 2003 η Έιμι Γουάινχαουζ παρουσιάζει το πρώτο της άλμπουμ, Frank, το οποίο απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.
Οι στίχοι της χαρακτηρίστηκαν «καυστικοί» και ευφυείς, ενώ η φωνή της προκάλεσε συγκρίσεις με κορυφαίες μορφές της τζαζ και του μπλουζ, όπως η Σάρα βον, η Νταιάνα Ουάσινγκτον και η Μπίλι Χόλιντει.
Την επόμενη χρονιά, η εφημερίδα The Guardian σημείωνε:
«Θα έπρεπε να είναι η επόμενη σούπερσταρ μας. Αλλά μπορεί η μουσική βιομηχανία να αντέξει ένα τόσο ασυνήθιστο, αδιάκριτο και προκλητικό ταλέντο;»
Η ίδια, σε συνέντευξή της στον Γκάρι Μαλχόλαντ, έδειχνε απόλυτα συνειδητοποιημένη για την εικόνα της:
«Είμαι ανοιχτό βιβλίο. Μερικοί άντρες με θεωρούν psycho bunny-boiler, αλλά το βρίσκω αστείο. Αν είσαι καλός μαζί μου, ποτέ δεν θα γράψω κάτι κακό για σένα. Δεν υπάρχει λόγος να πω οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια.
Στο τέλος της μέρας, δεν χρειάζεται να δώσω λόγο ούτε σε σένα, ούτε στον πρώην μου, ούτε … στον Θεό, ούτε σε κάποιον τύπο με κοστούμι από τη δισκογραφική. Μόνο στον εαυτό μου».
Αυτή της η στάση, με την ακατέργαστη ειλικρίνεια και την αδιαπραγμάτευτη ελευθερία που διεκδικούσε, ήταν το στοιχείο που την έκανε να ξεχωρίζει από τη συμβατική ποπ σκηνή της εποχής.
Η επιτυχία επιβεβαιώθηκε και με το single «Stronger Than Me», που τιμήθηκε με το βραβείο Ivor Novello για το καλύτερο σύγχρονο τραγούδι.
«Back to Black»
Η μεγάλη εκτόξευση ήρθε το 2006 με το δεύτερο άλμπουμ της, «Back to Black», εμπνευσμένο από την ταραχώδη σχέση της με τον Blake Fielder-Civil.
Με ήχο που αντλούσε από τη soul και τη Motown των δεκαετιών του ’60 και ’70, το άλμπουμ εκτόξευσε τη Γουάινχαουζ στα διεθνή charts, χαρίζοντας στο κοινό τραγούδια που έγιναν κλασικά, όπως το «Rehab», το «You Know I’m No Good» και το ομώνυμο «Back to Black».
Η εικόνα της, με το εμβληματικό beehive χτένισμα, το έντονο eyeliner και τα τατουάζ, έγινε εξίσου αναγνωρίσιμη με τη φωνή της, καθιστώντας την fashion icon μιας ολόκληρης εποχής.
Οι στίχοι της σαρκαστικοί, συχνά προκλητικοί, σε συνδυασμό με την βαθαιά φωνή της, την ανέδειξαν σε μία από τις πιο αυθεντικές και πρωτότυπες παρουσίες της γενιάς της.
Το άλμπουμ τιμήθηκε με πέντε βραβεία Grammy, ανάμεσά τους και εκείνο για το «Δίσκο της Χρονιάς».
Ο Σάκης Δημητρακόπουλος γράφει στο «ΒΗΜΑ» της 25ης Μαρτίου 2007 για το «κορίτσι με άγριες διαθέσεις»:
«Είναι πολλοί σήμερα αυτοί που εμμένουν στην αγοραία συμπεριφορά της και στον εθισμό της στο αλκοόλ όταν αναφέρονται στην Εϊμι Γουάινχαουζ, αυτό που έχει ενδιαφέρον όμως περισσότερο από αυτά τα ροκ συμπτώματα είναι η ατόφια μουσική πλευρά της.
»Η φωνή της αποτελεί ένα ταξίδι στον χρόνο, που ξεκινά από την Μπίλι Χολιντέι και τη Σάρα Βον και καταλήγει στη Μέισι Γκρέι και στη Λορίν Χιλ.
»“Κραυγάζει με την ίδια γκόσπελ δύναμη που μας συντάρασσε η Αρίθα Φράνκλιν”, όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο «Independent», και να προσθέσουμε ότι σίγουρα διαθέτει την άρτια τεχνική να χρησιμοποιεί τις συλλαβές των όμορφων στίχων της με γνώση και σπάνια μουσικότητα, όπως όλες οι σπουδαίες τραγουδίστριες.
Όταν το βίωμα έγινε έμπνευση
»Και τι στίχοι. Όλοι μέσα από τη μικρή εμπειρία της, σε συνδυασμό όμως με την οξύτατη πραγματικότητά της.
“Αν δεν έχω κάνει κάτι, δεν μπορώ να το βάλω σε ένα τραγούδι. Πρέπει να είναι αυτοβιογραφικό.
Είναι κάτι σαν εξορκισμός. Βγάζω την ψυχή μου σε αυτά. Αν δεν είχα αυτό το μέσο έκφρασης, θα ήμουν χαμένη”
,λέει με την ειλικρίνεια που τη χαρακτηρίζει η ανερχόμενη βρετανή σταρ.
Από τη δόξα στην αυτοκαταστροφή
Παρά το καλλιτεχνικό της άλμα, η Έιμι γρήγορα βρέθηκε στο επίκεντρο σκανδαλοθηρικών ρεπορτάζ. Ο Τύπος άρχισε να ασχολείται ολοένα και λιγότερο με τη μουσική της και περισσότερο με την προσωπική της ζωή.
Ο Σάκης Δημητρακόπουλος γράφει ξάνα στο «ΒΗΜΑ» της 2ας Σεπτεμβρίου 2007, για την νεαρή σταρ: «Η επόμενη νεκρή ροκ σταρ;», προϊδεάζοντας δυστυχώς για το δραματικό τέλος που θα ακολουθούσε.
Το κείμενο, γραμμένο σε τόνο προφητικό, σκιαγραφεί την 23χρονη τότε τραγουδίστρια που βρισκόταν ήδη σε τροχιά αυτοκαταστροφής:
«Η 23χρονη πριγκίπισσα της “μαύρης” μουσικής φλερτάρει με τον θάνατο και προκαλεί την αγωνία των θαυμαστών της.
»Το πιθανότερο είναι ότι πολύ σύντομα η Εϊμι Γουαϊνχάουζ, αν δεν συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της κατάστασής της, δεν θα βρίσκεται ανάμεσά μας.
»Ήδη η δισκογραφική εταιρεία της Universal εξέδωσε ανακοίνωση όπου αναφέρει ότι “έχουμε αποφασίσει να ακυρώσουμε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις της Εϊμι τον Σεπτέμβριο, ώστε να της παραχωρήσουμε έναν ολόκληρο μήνα προκειμένου να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει. Αυτή η απόφαση δυστυχώς αφορά και τα βραβεία Mercury, τα MTV Awards και την εκπομπή Saturday Night Live”.
Οι φήμες για την κακοποιητική της σχέση
»Αυτές τις μέρες εθεάθη να κυκλοφορεί στους δρόμους του Λονδίνου με αίματα στα παπούτσια της, γάζες στον ώμο της και πρησμένες αρθρώσεις, ενώ το μέικ απ κάλυπτε τις μαυρίλες στα μάτια της, τη στιγμή που όλοι ξέρουν ότι ο σύζυγός της Μπλέικ Φίλντερ-Σίβιλ δεν είναι και το πιο ήσυχο παιδί του κόσμου.
»Το περιστατικό συνέβη μάλιστα ελάχιστες ημέρες μετά αφότου εισήχθη σε κλινική αποτοξίνωσης για χρήση κοκαΐνης, κρακ, πιθανότατα ηρωίνης αλλά και όποιου άλλου ναρκωτικού κυκλοφορεί στην αγορά.
»Η ίδια προσπάθησε να δικαιολογηθεί σε έναν μπλόγκερ του Λος Αντζελες ο οποίος ασχολείται με τις διασημότητες, κάνοντας τα πράγματα ακόμη χειρότερα και λέγοντας:
“Ο Μπλέικ είναι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου και ποτέ δεν θα κάναμε κακό ο ένας στον άλλον. Αυτοτραυματίστηκα κόβοντας τον εαυτό μου, όταν με βρήκε σε ένα δωμάτιο να παίρνω ναρκωτικά με ένα κολ γκερλ και μου είπε ότι δεν είμαι αρκετά καλή για αυτόν. Τότε έχασα τον μπούσουλα και αυτός μου έσωσε τη ζωή”.
»Προσθέτοντας στην όλη κατάσταση και τον στίχο από το πρόσφατο και εκπληκτικό άλμπουμ της “Back To Black”, “έκλαψα για σένα στο πάτωμα της κουζίνας” η άμοιρη Εϊμι βιώνει ένα λαϊκό ρομάντζο με τα όλα του.
Η εμπορευματοποίηση του δράματος
»Σε αυτό φυσικά την βοηθά, όσο και αν διατείνεται το αντίθετο, και η δισκογραφική εταιρεία της η οποία γνωρίζει άριστα ότι αυτού του είδους οι ιστορίες πουλάνε στο κοινό.
»Για να μην οδηγηθώ στη μακάβρια διαπίστωση ότι μετά θάνατον τέτοιους είδους καλλιτέχνες πουλάνε ακόμη περισσότερο. Ας μην ξεχνάμε ότι τα έσοδα περί τον Κερτ Κομπέιν υπερβαίνουν και εκείνα του Πρίσλεϊ.
“Προσπάθησαν να με πείσουν να κάνω αποτοξίνωση και εγώ τους είπα όχι. Οχι, όχι”
,τραγουδάει στην επιτυχία της “Rehab”: μήπως ήρθε η ώρα να πει “Ναι, ναι, ναι”;
Ο πρόωρος θάνατος
Στις 23 Ιουλίου 2011 η είδηση του θανάτου της Έιμι Γουάινχαουζ σόκαρε τον κόσμο. Η 27χρονη βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της στο Camden. Η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου.
Η Guardian έγραψε «Amy Winehouse found dead aged 27 in London home», σημειώνοντας ότι τα αίτια χαρακτηρίζονταν ακόμη «αδιευκρίνιστα» μέχρι τη νεκροψία, ενώ το BBC υπενθύμιζε την τελευταία της δημόσια εμφάνιση στη Σερβία, όπου «παρά το γεγονός ότι έμεινε στη σκηνή για ολόκληρη τη συναυλία, φαινόταν μεθυσμένη και το κοινό την αποδοκίμασε».
Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο ο Τύπος διαχειρίστηκε τον θάνατό της δεν έμεινε ασχολίαστος.
Στη «The Guardian», η Hadley Freeman άσκησε δριμεία κριτική στην υπερβολική δόση σκανδαλοθηρίας, επισημαίνοντας πως αντί για ψύχραιμη έρευνα και σεβασμό, τα περισσότερα μέσα προτίμησαν «εύκολες, προδιαγεγραμμένες ιστορίες» με τίτλους τύπου «death-club» και clickbait εκμετάλλευση της τραγωδίας.
Λίγο καιρό αργότερα, νέα έρευνα ήρθε να φωτίσει τα πραγματικά αίτια.
Όπως έγραψε η Alexandra Topping στη «The Guardian»:
«Η Γουάινχαουζ είχε 416mg αλκοόλ ανά δεκατόλιτρο αίματος, ποσότητα ικανή να την οδηγήσει σε κώμα και να καταστείλει το αναπνευστικό της σύστημα. Βρέθηκε από τους διασώστες νεκρή, πλήρως ντυμένη, με έναν φορητό υπολογιστή στο κρεβάτι της και άδεια μπουκάλια βότκας στο πάτωμα.
Η κληρονομιά
Η μουσική της Γουάινχαουζ συνεχίζει να εμπνέει καλλιτέχνες και ακροατές.
Το στιλ της, εμπνευσμένο από τα 60s, αλλά με punk διάθεση, άφησε γερό απότυπωμα στον χώρο της μόδας, ενώ παρέμεινε αναπόσπαστο κομμάτι της περσόνας που δημιούργησε τον μύθο της.
Παρά τον πόνο και τα τραύματα που βίωσε, μετέτρεψε τις εμπειρίες της σε τέχνη με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Η συμβολή της στην αναβίωση της soul και η επιρροή της στη σύγχρονη ποπ σκηνή θεωρούνται ανεκτίμητες.
Χαρακτηριστική ήταν η κριτική του περιοδικού Rolling Stone στο δημοσίευμα της 18ης Ιουλίου 2011 – λίγες ημέρες πριν φύγει από τη ζωή η νεαρή σταρ – για τα 100 καλύτερα άλμπουμ των 00s.
Τοποθετώντας το «Back to Black» στην 20η θέση της λίστας το περιοδικό σημείωνε:
«Είναι δύσκολο να θυμηθεί κανείς πριν οι κραυγές των ταμπλόιντ πνίξουν τα πάντα, πόσο φρέσκο ακουγόταν αυτό: πόσο αστείο, κομψό, ακαριαία κλασικό.
»Ο παραγωγός Μαρκ Ρόνσον, με τη βοήθεια μιας μπάντας αφοσιωμένων αναβιωτών της σόουλ, δημιούργησε ήχους χρυσής εποχής με μια πινελιά χιπ-χοπ.
»Η Γουάινχαουζ, μόλις 23 ετών, γεμάτη τατουάζ και με το χαρακτηριστικό της «μελίσσι» στα μαλλιά, ταίριαξε απόλυτα στο πνεύμα: έβριζε, αστειευόταν και, σχεδόν αδιάφορα, σου ράγιζε την καρδιά.
»Ο θρίαμβός της πυροδότησε μια αναγέννηση του παραδοσιακού R&B, ενώ άνοιξε διάπλατα τον δρόμο στο mainstream για καλλιτέχνες όπως η Lily Allen και η Lady Gaga».
Άφησε πίσω της μόλις δύο δίσκους, αλλά αυτοί αρκούν για να τη διατηρούν ζωντανή ως μια από τις πιο εμβληματικές μορφές της σύγχρονης μουσικής.





