Τα τελευταία χρόνια, ακούω όλο και πιο έντονα τη συζήτηση σχετικά με την πολιτική ορθότητα και τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου, ενώ παράλληλα την εμφάνισή τους κάνουν και άλλες έννοιες, που στο παρελθόν φάνταζαν τουλάχιστον αστείες, όπως η «αυτολογοκρισία». Η αλήθεια είναι, πως πριν μερικά χρόνια ελάχιστοι θα έπαιρναν μία τέτοια συζήτηση στα σοβαρά, αφού υποτίθεται πως ζούμε σε έναν προοδευτικό και δημοκρατικό –δυτικό– κόσμο, που τα ζητήματα ελευθερίας, έκφρασης αλλά και αυτά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τα έχει λύσει…
Σήμερα, όμως, αυτά τα οποία θεωρούνταν μέχρι πρόσφατα «δεδομένα», αμφισβητούνται. Πώς, όμως, μία τέτοια συζήτηση μπορεί να αφορά άμεσα τους νέους; Αρκεί να αντιληφθεί κανείς το γεγονός ότι οι νέοι σήμερα, κατηγορούνται για έλλειψη έμπνευσης και δημιουργικότητας, ακόμη και για ανιαρό χιούμορ.
Όταν έχουμε φτάσει στο σημείο να διαφωνούμε για το πού βρίσκονται τα όρια στη σάτιρα, στην κριτική και στην έκφραση της δυσαρέσκειας, πώς είναι δυνατόν να απορούμε με την εμφάνιση όρων, όπως αυτόν της «αυτολογοκρισίας»; Ακόμη και να μην μας έχει πει κάποιος ότι δεν είναι «πολιτικώς ορθό» να πούμε κάτι με έναν συγκεκριμένο τρόπο, σίγουρα έχουμε βρεθεί στη θέση να σκεφτούμε μια δεύτερη φορά το πώς θα διατυπώσουμε μία σκέψη ή αν θα πούμε ακριβώς αυτό που σκεφτόμαστε, υπό το φόβο μήπως προσβάλλουμε.
Βέβαια, η διατύπωση πως η έννοια της πολιτικής ορθότητος συνδέεται άμεσα με την λογοκρισία και την αφαίρεση του δημοκρατικού δικαιώματος κάθε ανθρώπου να λέει ευθέως τα «πιστεύω» και τις απόψεις του, ενδεχομένως να διακατέχεται από κάποια υπερβολή. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι σχετίζεται με τον περιορισμό του αυθορμητισμού και του θάρρους της έκφρασης της προσωπικής βούλησης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τους νέους.
Όταν έχουμε φτάσει στο σημείο να διαφωνούμε για το πού βρίσκονται τα όρια στη σάτιρα, στην κριτική και στην έκφραση της δυσαρέσκειας, πώς είναι δυνατόν να απορούμε με την εμφάνιση όρων, όπως αυτόν της «αυτολογοκρισίας»;
Σαφώς, η πολιτική ορθότητα ούτε ήρθε ξαφνικά εξ ουρανού, ούτε έχει άμεσο στόχο να φιμώσει την ελευθερία του λόγου και να πληγώσει τα δημοκρατικά αισθήματα των «δυτικών» λαών, παρότι έχει επανειλημμένως χρησιμοποιηθεί για τους παραπάνω λόγους από πολιτικούς, δημόσια πρόσωπα και δημαγωγούς. Αντιθέτως, η πολιτική ορθότητα αποτελεί απόρροια των κοινωνικών αγώνων, στους οποίους εξάλλου πρωτοστατούν οι νέοι, για την καταπολέμηση των ανισοτήτων, την απόκτηση ίσων δικαιωμάτων και την καταπολέμηση των στερεοτύπων.
Είναι, όμως, δυνατόν να επιτευχθούν όλα αυτά με την «ποινικοποίηση» των λέξεων και την αναδιαμόρφωση της γλώσσας ή μήπως, τελικά, έχουμε τα αντίθετα αποτελέσματα; Θεωρούμε σωστό να πούμε σε ένα μικρό παιδί να μην λέει κάποιον «χοντρό» ή «κοντό», αλλά ποτέ δεν του είπαμε για τις ίδιες έννοιες τις λέξεις «λεπτός» και «ψηλός». Ένα μικρό παιδί, που αναπτύσσεται νοητικά, δύσκολα θα αντιληφθεί το μήνυμα, το οποίο θέλουμε να του μεταδώσουμε με την απαγόρευση της χρήσης της λέξης «χοντρός». Το πιθανότερο είναι να ερμηνεύσει την ίδια την λέξη ως κάτι κακό, τη στιγμή που θεωρεί τη λέξη «λεπτός» ως μία «φυσιολογική» λέξη, αφού κανένας δεν του απαγόρευσε να την χρησιμοποιεί. Ουσιαστικά, δεν θα καταλάβει το ότι δεν πρέπει να κρίνουμε κάποιον από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του, απεναντίας είναι πιθανότερο να ενοχοποιήσει την έννοια της παχυσαρκίας, με αποτέλεσμα να εντείνονται οι διακρίσεις και οι κοινωνικοί αποκλεισμοί, αφού η απαγόρευση χρήσης της λέξης στην εκφορά του λόγου δεν συνεπάγεται και αποκλεισμό της σκέψης.
«Θεωρούμε σωστό να πούμε σε ένα μικρό παιδί να μην λέει κάποιον “χοντρό” ή “κοντό”, αλλά ποτέ δεν του είπαμε για τις ίδιες έννοιες τις λέξεις “λεπτός” και “ψηλός”».
Πέρα, όμως, από τα λανθασμένα μηνύματα, που ενδέχεται να εκπέμπει η πολιτική ορθότητα, η υπερβολή και η εμμονή στην αναζήτηση της «πολιτικώς» πιο ορθής λέξης, για την περιγραφή των σκέψεων και της βούληση του ατόμου μακροπρόθεσμα και σταδιακά, αποτελεί απειλή όχι μόνο για την γλώσσα, η οποία οδηγείται διαρκώς στην συρρίκνωση και την απλούστευση, αλλά και το – ήδη καταπονημένο– δημοκρατικό πολίτευμα. Είναι άλλωστε γνωστό ό,τι από αρχαιοτάτων χρόνων οι δημαγωγοί, που ήθελαν να καταλάβουν την εξουσία μόνο από προσωπικές φιλοδοξίες, αποκτούσαν λαϊκό έρεισμα μέσω της παραποίησης των λέξεων και των νοημάτων τους.
Έχουμε, λοιπόν, το δικαίωμα να εκφραζόμαστε χωρίς όρια και φραγμούς, να προσβάλουμε και να υβρίζουμε ελεύθερα τους συνανθρώπους μας,να φανατίζουμε με τον λόγο μας και να δυναμιτίζουμε τον δημόσιο λόγο με εμπρηστικές δηλώσεις και ακρότητες;
Προφανώς, όχι.
Αντιθέτως, οφείλουμε να σεβόμαστε κάθε συνάνθρωπό μας, τις ιδιαιτερότητές του, αλλά και τις απόψεις του και τις επιλογές, είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε με αυτές. Όμως, δεν πρέπει να οδηγούμαστε και στο άλλο άκρο, αφού καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει τις διαφορετικές απόψεις και τις πεποιθήσεις του, ακόμη και ν’ ασκεί τη κριτική του κάνοντας σχόλια, αρκεί ο τρόπος με τον οποίο τα εκφράζει όλα αυτά, να ανταποκρίνεται στον τρόπο λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, δηλαδή να είναι τρόπος πολιτισμένος και να μην εμπεριέχει εμμονή, μίσος και φανατισμό.
*Ο Εμμανούλη Μαστιαχιάδης είναι μαθητής στην Εράσμειο Πρότυπο Ελληνογερμανική Σχολή και το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του σχολείο «Αποχρώσεις», η οποία συμμετείχε στον 1ο Πανελλήνιο και Παγκύπριο Διαγωνισμό Σχολικών Εφημερίδων «Το ΒΗΜΑ των Μαθητών».
