Η ανάληψη της εξουσίας από τον Donald Trump το 2025, για μια δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο, σηματοδότησε την επιστροφή σε μια εποχή πολιτικής αβεβαιότητας, κανονιστικής αποδόμησης και αμφισβήτησης των θεσμών, γεωπολιτικής ρευστότητας και απροσδόκητων επιλογών που αντανακλούν την υποχώρηση του ορθού λόγου έναντι της συναλλακτικής πολιτικής και του λαϊκισμού.
Ταυτόχρονα αναδείχθηκε για μια ακόμη φορά ο καθοριστικός ρόλος των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, στην πολιτική επικοινωνία και εντέλει στην πολιτική, καθώς οι μεγάλες εταιρείες της Silicon Valley έχουν αναχθεί σε καθοριστικούς εξουσιαστικούς μηχανισμούς, αφού ελέγχουν την ψηφιακή δημοσιότητα και ρυθμίζουν τη συλλογική έκφραση με καθοριστικές συνέπειες σε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο.
Η επιλογή του Elon Musκ, ιδιοκτήτη της πλατφόρμας X, για την ηγεσία του Υπουργείου Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας, δεν είναι μόνο η σημειολογία της συν-διαμόρφωσης πολιτικών προς όφελος των «υπερπλουσίων» ελίτ που ο λαϊκιστικός λόγος του Donald Trump καταγγέλει. Είναι και η θεσμοθέτηση ενός οργουελικού «Υπουργείου Αλήθειας», που διατηρεί την κυριαρχία του καθεστώτος ελέγχοντας την πληροφορία, ελέγχοντας δηλαδή τα ΜΜΕ. Ο τέως Πρόεδρος Joe Biden, στην τελευταία του ομιλία από το Οβάλ Γραφείο, προειδοποίησε για την επικίνδυνη συγκέντρωση εξουσίας και επιρροής στα χέρια λίγων «υπερπλουσίων» που συνιστά απειλή προς τη δημοκρατία, τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες.
Η παρουσία των δισεκατομμυριούχων επικεφαλής των τεχνολογικών κολοσσών της Silicon Valley αλλά και της κινεζικής ByteDance ιδιοκτήτριας του TikTok σε περίοπτη θέση στην ορκωμοσία του αμερικανού Προέδρου ήταν το επιστέγασμα της αναγνώρισης του θεσμικού τους ρόλου στη διαμόρφωση της νέας δημοσιότητας και της συμβολής τους στον καθορισμό των πολιτικών εξελίξεων μέσω των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης. Πλατφορμών που έχουν καταστεί πλέον νέοι πυλωροί στις διαδρομές της πληροφορίας η οποία, σήμερα, ψηφιοποιημένη, εύκολα προσβάσιμη και εκθετικά πολλαπλασιασμένη, είναι υπέρτατης εμπορικής, πολιτιστικής και πολιτικής αξίας.
Η ισχύς των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης αντλείται από την επιθυμία και δυνατότητα συμμετοχής του κοινού στο νέο επικοινωνιακό πεδίο και κυρίως από τον καθορισμό των όρων συμμετοχής και τον έλεγχο της ροής της πληροφορίας. Διαμορφώνουν την αντίληψη για την πραγματικότητα, παρουσιάζοντας όμως μόνο ένα μέρος της στο κοινό, μια μερική πραγματικότητα στηριγμένη σε προϋπάρχουσες απόψεις και προκαταλήψεις κι ως εκ τούτου συχνά επικίνδυνη: οι αλγόριθμοί τους διαχειρίζονται τη δικτύωση των χρηστών και προτείνουν περιεχόμενο είτε βάσει δημοφιλίας, είτε βάσει του προφίλ των χρηστών που συγκροτείται αφενός με συστηματική ιχνηλασία και καταγραφή των συνηθειών διαδικτυακής πλοήγησης, αφετέρου με την απεμπόληση του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα των ίδιων των χρηστών αφού, εθισμένοι στην έκθεση ιδιωτικών στιγμών, αναρτούν περιεχόμενο αδιαφορώντας για τη διάκριση δημόσιου-ιδιωτικού. Οι «επιλεκτικοί» αλγόριθμοι δημιουργούν έτσι στεγανά στο πλαίσιο των οποίων αναπαράγονται κοινές αντιλήψεις που αγνοούν την άλλη άποψη, τον άλλο, τον διαφορετικό, φαινόμενο που περιγράφεται ως «φούσκες διήθησης» («filter bubbles») ή «θάλαμοι της ηχούς» («eco chambers»).
Οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν χρυσωρυχείο εξόρυξης δεδομένων για το προφίλ, τις συνήθειες και τις επικοινωνίες των χρηστών τους, δεδομένα χρήσιμα για τον πολιτικό επηρεασμό της κοινής γνώμης με πολιτικά μηνύματα εξατομικευμένα και ειδικά στοχευμένα. Η δυνατότητα αυτή έγινε ευρέως γνωστή το 2016, με τις αποκαλύψεις για την υπόθεση της Cambridge Analytica, της χρήσης δηλαδή του προφίλ 50 εκ. χρηστών του Facebook, εν αγνοία τους, στην προεκλογική εκστρατεία του Donald Trump.
Ο Donald Trump είναι αυτός που καθιέρωσε τα social media ως δίαυλο επίσημων ανακοινώσεων των πολιτικών του επιλογών και αντιπαραθέσεων. Ήταν και είναι το πεδίο άμεσης επικοινωνίας με τους ψηφοφόρους του, με το κοινό του. Ένα κοινό που δεν προβληματίζεται όταν ο υποψήφιος πρόεδρος ισχυρίζεται ότι οι μετανάστες τρώνε κατοικίδια ζώα στο Ohio και ταυτίζεται με τον τρόπο, τις δηλώσεις, τα συνθήματα και τις πολιτικές προτάσεις του. Επιθυμούν να δουν την Αμερική και πάλι μεγάλη και οι ίδιοι να είναι μέρος αυτής της νέας επιθυμητής πραγματικότητας. Εμπλέκονται στο virtual πολιτικό περιβάλλον και συμμετέχουν στην ανταλλαγή μηνυμάτων και σχολίων με τρόπο που συχνά δεν συνηγορεί σε ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διάλογος, αφού ελλείπει ο Λόγος.
Είναι γεγονός πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν πλέον καταστεί το επίκεντρο της πολιτικής επικοινωνίας. Λειτουργούν ως μια επίφαση συμμετοχής σε πολιτικές διεργασίες και αποφάσεις, ως ένα εργαλείο διαβουλευτικής δημοκρατίας όπου όμως η επιδιωκόμενη συναίνεση συγκροτείται στις «φούσκες διήθησης» ή τους «θαλάμους της ηχούς» των συν-αντιλήψεων και κοινών προκαταλήψεων. Πρόκειται για ένα νέο σύγχρονο δημοκρατικό παράδοξο και μια αντίφαση ανάμεσα στην πραγματική κοινωνική ανισότητα που αποκλείει και τη συμμετοχική διαβουλευτική δημοσιότητα μιας, εντέλει, προσομοιωτικής Δημοκρατίας.
Η συζήτηση για την ελευθερία της έκφρασης στα social media και την αξιοπιστία του περιεχομένου παραμένει ανοικτή. Όπως σημείωνε η Le Monde την ημέρα της ορκωμοσίας του αμερικανού Προέδρου, «η συμμαχία μεταξύ του Donald Trump και των επικεφαλής πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης, όπως ο Elon Musk και ο Mark Zuckerberg, συνιστά μια παγκόσμια απειλή για την ελεύθερη πρόσβαση σε αξιόπιστη πληροφορία».
Τόσο ο Elon Musk, εξαγοράζοντας το Twitter στα τέλη του 2022, όσο και ο Mark Zuckerberg μετά την εκλογή του Donald Trump στα τέλη του 2024, προχώρησαν στην κατάργηση του ελέγχου αξιοπιστίας των αναρτήσεων από fact-checkers και επέλεξαν ο έλεγχος περιεχομένου να γίνεται από την κοινότητα των χρηστών μέσω των «Community Notes», αντί των ανεξάρτητων οργανισμών. Ασφαλώς το ερώτημα είναι ποιοι είναι αυτοί οι χρήστες σε έναν κόσμο όπως ο ψηφιακός που κατακλύζεται από ψευδείς ταυτότητες, bots, αλλά και αληθείς ταυτότητες «στρατών» διατεταγμένης υπηρεσίας.
Ο Zuckerberg, για την αλλαγή πολιτικής στο Facebook, το Instagram και το Threads, υπογράμμιζε στα τέλη του 2024 ότι «οι πρόσφατες εκλογές μοιάζουν […] με ένα πολιτισμικό σημείο καμπής προς την εκ νέου προτεραιοποίηση της ελευθερίας του λόγου», και κατηγόρησε την Ευρώπη για υιοθέτηση νόμων που θεσμοθετούν τη λογοκρισία. Οπτική που αγνοεί το γεγονός ότι είναι άλλο η ελευθερία και άλλο η ασυδοσία της έκφρασης.
Είναι γεγονός ότι ο αμερικανός Πρόεδρος, που μέσα στις πρώτες 10 μέρες από την ανάληψη των καθηκόντων του, επιδόθηκε σε μια ρυθμιστική απορρύθμιση, υπογράφοντας περισσότερα εκτελεστικά διατάγματα από όσα οι προκάτοχοί του στις πρώτες 100 μέρες διακυβέρνησής τους, υπέγραψε το «διάταγμα για την Αποκατάσταση της Ελευθερίας του Λόγου και τον Τερματισμό της Ομοσπονδιακής Λογοκρισίας». Στο πρώτο άρθρο του διατάγματος, κατηγορείται η προηγούμενη Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση ότι, υπό το πρόσχημα της καταπολέμησης της «παραπληροφόρησης», της «παραπλανητικής πληροφόρησης» και της «κακόβουλης πληροφόρησης», λογόκρινε αμερικανούς πολίτες σε διαδικτυακές πλατφόρμες, συχνά ασκώντας σημαντική πίεση σε τρίτα μέρη, όπως οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να μετριάσουν, να αποκλείσουν ή να καταστείλουν λόγο που η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν ενέκρινε.
Πρόκειται πράγματι για ένα πολιτισμικό σημείο καμπής, που όμως σηματοδοτεί την πολιτισμική υποχώρηση και προσχώρηση σ’ έναν χομπσιανό ψηφιακό κόσμο, με καθοριστική επίδραση στον φυσικό αναλογικό κόσμο. Έναν ψηφιακό κόσμο ο οποίος συγκροτήθηκε με χειραφετητικές αξιώσεις και δημοκρατικά χαρακτηριστικά συμμετοχής των πολιτών σε μια νέα δημόσια σφαίρα. Σε μια δημοσιότητα που παρέκαμπτε τους «πυλωρούς» των παραδοσιακών ΜΜΕ και τον έλεγχο της ροής των ειδήσεων από λίγους μεγάλους οργανισμούς, των οποίων η ιδιοκτησία παγκοσμίως είχε συγκεντρωθεί σε λίγα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.
Όμως γρήγορα τα ίδια αυτά μέσα που συνέβαλαν σε έναν εκδημοκρατισμό θα μπορούσαμε να πούμε της δημόσιας σφαίρας, οδήγησαν παράλληλα σε έναν πανεύκολο και ολοκληρωτικό τρόπο ελέγχου και παρακολούθησης, σε μια σχετικοποίηση της ελευθερίας της έκφρασης αλλά και σε μια νόθευση εντέλει της δημόσιας σφαίρας στην οποία προπαγάνδα, ψευδείς ειδήσεις, “λάσπη” και χυδαιολογία υπονομεύουν το κύρος και την αυθεντικότητά της.
Και ήδη έχει συντελεστεί η επιστροφή στο καθεστώς ελέγχου της δημοσιότητας από λίγα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, λίγους «υπερπλουσίους» από το χώρο των κάποτε θεωρούμενων «εναλλακτικών» νέων μέσων. Οι πρόσφατες γερμανικές εκλογές επιβεβαίωσαν την παρεμβατικότητα και τον έλεγχο, και μάλιστα σε ξένη χώρα, με τις κινήσεις τόσο του Elon Musk όσο και ρωσικών troll υπέρ του AFD κάνοντας χρήση παραπληροφόρησης από τους διαύλους των social media.
Στις αρχές του 2024, έρευνα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ ανέδειξε την παραπληροφόρηση ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την επόμενη διετία. Μια απειλή για τη δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή, καθώς η διάδοσή της μέσω των social media εντείνει την πόλωση και διαβρώνει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Τροφοδοτεί θεωρίες συνωμοσίας και σχετικοποιεί τη διάκριση αλήθειας και ψεύδους, οδηγώντας σε έναν κόσμο μετα-αλήθειας, στον οποίο ελλοχεύει ο κίνδυνος εντέλει κανείς να μην ενδιαφέρεται για το τι είναι αλήθεια και τι ψέμα.
